Αλλάζουν με νομοθεσία τα χρονοδιαγράμματα για εξέταση των αιτήσεων ασύλου, αλλάζει και η εγγραφή αιτητών στο «Πουρνάρα», ενώ θα μπαίνει και πέναλτι για όσους δεν τηρούν τις διαδικασίες.

Σύμφωνα με τις εισηγήσεις, σμικρύνονται οι προθεσμίες για την εξέταση μιας αίτησης τόσο ιεραρχικά όσο και στο Δικαστήριο, θα απαιτείται πλέον η φυσική παρουσία του αιτητή στο Δικαστήριο, θα ακυρώνεται η ηλεκτρονική κάρτα αιτητή όταν παραβαίνει τους κανονισμούς και θα χάνει τις παροχές. Αυτά θα προβλέπονται σε νομοσχέδιο που επεξεργάζεται το Γραφείο της Επιτρόπου Νομοθεσίας μετά από ανάθεση από το υπουργείο Εσωτερικών, ενώ μια από τις αλλαγές θ’ αφορά την ηλεκτρονική σύνδεση όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών ώστε να μην υπάρχουν τα λάθη του παρελθόντος. 

Σύμφωνα με την Επίτροπο, Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, πρόκειται για ένα έργο που είναι αρκετά δύσκολο αλλά άκρως απαραίτητο για την Κυπριακή Δημοκρατία, ειδικά αυτό το διάστημα που ο αριθμός των αιτητών ασύλου έχει φτάσει το 6% του πληθυσμού. Οι εκκρεμούσες αιτήσεις ασύλου ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, σήμερα είναι 28.392 και ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εκκρεμούν 7.771 υποθέσεις. 

Σύμφωνα με την Επίτροπο, ο περί Προσφύγων Νόμος είναι του 2000. Έχουν περάσει 22 χρόνια από την ψήφιση του και έχει δεχτεί σωρεία τροποποιήσεων και ενσωμάτωση οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχολιάζεται από πολλούς επαγγελματίες που τον χρησιμοποιούν ως δυσανάγνωστος και δύσκολος στη εφαρμογή του, με παραπομπές σε πολλά άρθρα και αχρείαστες επαναλήψεις. Αυτό είναι ένα από τα θέματα που θα απασχολήσουν την Επίτροπο Νομοθεσίας και την ομάδα του Γραφείου της που ειδικά συγκροτήθηκε από νομικούς με ειδίκευση στο διεθνές δίκαιο και ασχολείται με το ζήτημα αυτό.  

Μελετάται, όπως μας ανάφερε, το πρότυπο της Ελλάδας, η οποία παρουσίαζε αντίστοιχα προβλήματα με την Κύπρο. Παρατηρούμε τις εκεί διαδικασίες και τον ελληνικό νόμο ο οποίος είναι σχετικά πρόσφατος και υιοθετεί τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών συμβάσεων για το θέμα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Η μετανάστευση μέσα από την έκθεση «Boundaries»

Επειδή πρόκειται για έναν νόμο που σχετίζεται με ανθρώπινα δικαιώματα, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αυστηρή τήρηση των οδηγιών της ΕΕ και των Συμβάσεων, τονίζει η κ. Ζαννέτου. Παράλληλα όμως, ο τεράστιος αριθμός των αιτήσεων που εκκρεμούν και που υποβάλλονται καθημερινά, μας προκαλεί να εξεύρουμε νομοθετικά τους νόμιμους τρόπους χειρισμού των υποθέσεων αυτών τόσο σε διοικητικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Απαιτείται πλέον αλλαγή στη στάση μας, αναθεώρηση των χρονικών διαδικασιών μας και κυρίως καλύτερη οργάνωση, εκπαίδευση και διαρκής συνεργασία των αρμοδίων φορέων μέσω και της χρήσης της τεχνολογίας. Να σημειωθεί ότι τέτοια αναβάθμιση θα είναι σε πλήρη σεβασμό της υποχρέωσης μας ως κράτος να εκδίδουμε εντός εύλογου χρόνου αποφάσεις για την τύχη των ανθρώπων αυτών, εάν δηλαδή είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας ή όχι. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Σύλληψη 24χρονου μετά από άφιξη μεταναστών

Αυτή τη στιγμή γίνεται μία σχολαστική εξέταση και σύγκριση των νόμων Κύπρου και Ελλάδος και παράλληλα των Οδηγιών της ΕΕ που ενδεχόμενα να έχουν εναρμονιστεί με τέτοιο τρόπο που να επιδέχονται βελτιώσεων. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν ορισμένες πρόνοιες του υφιστάμενου Περί Προσφύγων Νόμου οι οποίες επιδέχονται πιο αυστηρής εναρμόνισης με τις οδηγίες της ΕΕ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και ο ορισμός της οικογενειακής επανένωσης που δεν συμπεριλαμβάνει οικογενειακούς δεσμούς που δημιουργήθηκαν και μετά από την είσοδο στη Δημοκρατία. Άλλο παράδειγμα αποτελεί και η εναρμόνιση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/2303 ο οποίος προνοεί τη σύσταση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο ο οποίος αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και αποτελεί τον συνεργάτη και αρωγό της Δημοκρατίας στα θέματα αυτά.  

Όπως προαναφέρθηκε, η σύνταξη του νέου νόμου αποβλέπει και στη διοικητική αλλά και τεχνολογική αναβάθμιση χειρισμού των υποθέσεων. Παράδειγμα τέτοιας αναβάθμισης, ανέφερε η Επίτροπος, αποτελεί η πρόταση μας για τη δημιουργία ξεχωριστού Τμήματος στην Υπηρεσία Ασύλου που θα ονομάζεται Τμήμα Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Το Τμήμα αυτό θα είναι το αρμόδιο για να ενεργεί στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής και Ταυτοποίησης, όπως είναι σήμερα το «Πουρνάρα», με αρμοδιότητα την υποδοχή των υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών, την ενημέρωση τους σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, την ταυτοποίηση και την καταγραφή τους, τον ιατρικό τους έλεγχο αλλά κατά κύριο λόγο τον διαχωρισμό των ανθρώπων αυτών στη βάση των ειδικών τους συνθηκών και της ευαλωτότητας τους, την ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το πρόσωπο χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, τη διαπίστωση της ανηλικότητας καθώς και τις χώρες από τις οποίες προέρχονται. Επίσης, ο νέος νόμος θα διασαφηνίσει και θα ενισχύσει τον διαχωρισμό των αιτήσεων για σκοπούς οργάνωσης στο στάδιο εξέτασης της αίτησης τους. 

Πιο αυστηρές χρονικές διαδικασίες

Μπορεί να είναι πρόωρο να λεχθεί τώρα, αλλά εισηγούμαστε επίσης, να τίθενται πιο αυστηρές χρονικές πρόνοιες», υπογραμμίζει η Επίτροπος, για την εξέταση των αιτήσεων και ακολούθως για τις διαδικασίες του Δικαστηρίου ως επίσης και για την προσωπική εμπλοκή του αιτητή στις διαδικασίες. «Γίνεται, επίσης, πρόνοια για την υποχρέωση των αιτητών να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς των κέντρων πρώτης υποδοχής ή κέντρων φιλοξενίας και για την αντίστοιχη μη τήρηση τους που σχετίζεται με την παροχή ή όχι της υλικής βοήθειας. Επίσης θα εισαχθούν πρόνοιες με τις οποίες ο σεβασμός και οι υποχρεώσεις θα είναι πλέον αμφίδρομες και των αιτητών προς το κράτος αλλά και του κράτους προς τους αιτητές. Επιπλέον, θα πρέπει να βελτιωθεί ο τρόπος χειρισμού των μεταγενέστερων αιτήσεων που η ΕΕ έκρινε εν τη σοφία της ότι δεν υπάρχει όριο στον αριθμό. Μεγάλη σημασία θα δοθεί στη συνεργασία όχι μόνο με διεθνείς ή ευρωπαϊκούς οργανισμούς αλλά και στην μεταξύ των υπηρεσιών του κράτους συνεργασία». 

Επιπρόσθετα, υπάρχει προσπάθεια τεχνολογικού εκσυγχρονισμού όλων των διαδικασιών που σχετίζονται με την αίτηση. Πιο συγκεκριμένα, εισηγούμαστε ότι η βεβαίωση υποβολής αίτησης μπορεί να εκδίδεται σε μορφή κάρτας με ηλεκτρονική καταγραφή και ανανέωση, καθώς και με κάθε πρόσφορο τεχνολογικά μέσο. Τέτοιος εκσυγχρονισμός, επίσης, αποβλέπει στη γενικότερη αυτοματοποίηση των Υπηρεσιών, για παράδειγμα, σε περίπτωση ολοκλήρωσης της αίτησης να υπάρχει αυτόματη ακύρωση της βεβαίωσης υποβολής αίτησης που είναι το έγγραφο που δίνει και όλα τα δικαιώματα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για το Δικαστήριο που όταν εκδίδει την απόφαση του θα πρέπει να  υπάρχει άμεση ενημέρωση του συστήματος και άμεση εκτέλεση της απόφασής απομάκρυνσης. Ήδη βέβαια, το Ανώτατο Δικαστήριο, με νέο διαδικαστικό κανονισμό του Σεπτεμβρίου του 2022, έχει δείξει την προθυμία και αποφασιστικότητά του να αναθεωρήσει διαδικασίες για αντιμετώπιση του τεράστιου αριθμού αιτήσεων ενώπιον των Δικαστηρίων. 

«Στο στάδιο αυτό είμαστε σε συνεχή συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών και τα αρμόδια Τμήματα του για ανταλλαγή απόψεων για τις πρόνοιες του νομοσχεδίου και η Επίτροπος και η ομάδα της θα καταβάλουν το άπαν των δυνάμεών τους λόγω της εξαιρετικής σοβαρότητας του θέματος για να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, για να τεθεί και στην απαραίτητη δημόσια διαβούλευση».  

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Αύξηση λειτουργών

Πρέπει επιτέλους ο κάθε κατεργάρης να κάτσει στον πάγκο του. Έχουν και οι αιτητές ασύλου τα δικαιώματά τους, έχει και το κράτος. Οι διαδικασίες είναι εκεί για ν’ αλλάζουν. Πρέπει όταν υποβάλλεται μια αίτηση, να εξετάζεται με γρήγορες διαδικασίες και παράλληλα όσοι αιτητές δεν τηρούν τα θέσμια να τους αποκόπτονται οι παροχές.

Παράλληλα, αντί να προσληφθούν 300 ειδικοί αστυνομικοί για να προσπαθήσουν να μην έρχονται νέοι αιτητές, γιατί δεν αυξάνονται οι λειτουργοί που θα εξετάζουν αιτήσεις, ώστε να δίνουν απάντηση… χθες. Δεν μπορεί να έχεις αιτητές στο περίμενε για έξι ή 12 μήνες και να μην αυξάνονται οι αιτήσεις. Αν όμως δίνεις απάντηση άμεσα, τότε θα το σκεφτεί κάποιος να υποβάλει αίτηση.