Γεννήθηκε στο Αφγανιστάν. Εκεί όπου η ζωή είναι άκρως διαφορετική από αυτή την οποία γνωρίσουμε στην Ευρώπη. Εκεί, σε μια οικογένεια, ο πατέρας είναι αφέντης. Δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει. Ακόμη και να κτυπάει τη γυναίκα του. Εκεί όπου οι Ταλιμπάν λειτουργούν με δικούς τους βάρβαρους νόμους. Η συγκλονιστική περιπέτεια την οποία θα διαβάσετε, γράφτηκε διά χειρός της 12χρονης Ζάχρα Γκόμπριελ, η οποία σήμερα φοιτά στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου Αγίου Βασιλείου στη Λευκωσία. Έγραψε την προσωπική της περιπέτεια στην εφημερίδα του σχολείου της υπό τον τίτλο «Η βόμβα που έγινε λουλούδι», για να μάθουν τα άλλα παιδιά του σχολείου της, όσα μαρτυρικά έχει βιώσει ως μετανάστρια. Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύονται με άδεια των γονέων της. Ευχαριστούμε τον διευθυντή του σχολείου κ. Ευαγόρα Καραγιώργη, τους γονείς και την ίδια τη Ζάχρα για την άδεια να αναδημοσιεύσει ο «Φ» τη συγκεκριμένη ιστορία.

«Γεννήθηκα στο Αφγανιστάν. Το Αφγανιστάν βρίσκεται δίπλα από το Ιράν. Η κουλτούρα εκεί είναι πολύ περίεργη και διαφορετική από όλες τις άλλες χώρες. Σε μια οικογένεια ο άνδρας είναι ο αφέντης του σπιτιού. Έχει όλα τα δικαιώματα, ακόμη και να κτυπάει τη γυναίκα του. Η γυναίκα θεωρείται δούλα των αντρών και ο ρόλος της είναι να υπακούει πάντα τον σύζυγό της χωρίς να αντιδρά, γιατί αν αντιδράσει μπορεί και να τη σκοτώσει. 

Όταν γεννήθηκα, η ζωή στο Αφγανιστάν ήταν φυσιολογική. Υπήρχε φτώχεια και πείνα, όμως όλοι ζούσαν ειρηνικά. Ώσπου μια μέρα ξεκίνησε ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ταλιμπάν και των Αφγανών. Οι Ταλιμπάν είναι μία τρομοκρατική οργάνωση, η οποία εκπαιδεύεται, για να σκοτώνει ανθρώπους, με σκοπό να κατακτήσει περισσότερες περιοχές. Αποτελείται μόνο από άντρες που δεν φοβούνται και δεν τους νοιάζει να χάσουν τη ζωή τους, κινούνται ομαδικά, φοράνε μαντήλες και κρατάνε όπλα, προκαλώντας τρόμο στους απλούς πολίτες.   

Στον πόλεμο αυτόν έλαβε μέρος και ο μπαμπάς μου και κάθε μέρα αγωνιούσα αν θα τα καταφέρει να επιστρέψει στο σπίτι μας. 

Μια μέρα, ενώ έπαιζα με τα αδέλφια μου, ένας Ταλιμπάν έβγαλε τους γείτονές μας έξω από το σπίτι τους, για να τους σκοτώσει. Όταν το είδα, έτρεξα κοντά τους για να βοηθήσω, αλλά ο Ταλιμπάν με κτύπησε και με τραυμάτισε στο πόδι. Ήμουν σχεδόν πέντε χρονών. Αφού με τραυμάτισε, έφυγε βιαστικά και έτσι οι γείτονές μου σώθηκαν.

Οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουμε στο Ιράν, γιατί εκεί θα ήμασταν πιο ασφαλείς. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, από αυτό το συμβάν μπήκαμε στο λεωφορείο, το οποίο ήταν παγιδευμένο με βόμβα. Η βόμβα εξερράγη στο πρόσωπό μου και το μόνο που θυμάμαι είναι να ακούω τον ήχο της Πυροσβεστικής και του ασθενοφόρου. 

Όταν ξύπνησα, βρισκόμουν σε ένα νοσοκομείο και δίπλα μου ήταν μόνο ο μπαμπάς μου. Η υπόλοιπη οικογένεια είχε ήδη πάει στο Ιράν. Στο νοσοκομείο οι γιατροί ήθελαν πολλά χρήματα για να με χειρουργήσουν, τα οποία όμως δεν είχαμε. Για τον λόγο αυτό, φύγαμε από εκεί, χωρίς να έχω κάνει τις επεμβάσεις που έπρεπε. Μετά το νοσοκομείο πήγα με τον μπαμπά μου στο Ιράν και βρήκαμε την υπόλοιπη οικογένεια. Μόλις φτάσαμε στο Ιράν, οι γονείς μου μού ανακοίνωσαν ότι θα πάω με έναν «αδελφό» μου, τον οποίο δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, σε νοσοκομείο στην Αθήνα, για τις εγχειρήσεις που χρειαζόμουν.

Η διαμονή στην Ελλάδα και η άφιξη στην Κύπρο

Το ταξίδι προς την Αθήνα ξεκίνησε… και σίγουρα δεν ήταν όπως το περίμενα. Περπατούσαμε για ώρες μέχρι που φτάσαμε σε μια ακτή και μπήκαμε σε μια μικρή βαρκούλα. Εκεί ο δήθεν «αδελφός» μου με έσπρωξε και σκίστηκε το φρύδι μου. Επιβιβαστήκαμε στη βάρκα και φτάσαμε μετά από πολλές μέρες στην Αθήνα. 

Στην Αθήνα ζούσα σε διάφορες σκηνές και περνούσα πολύ δύσκολα, αφού ο «αδελφός» μου με χτυπούσε πολύ δυνατά με γροθιές και μπουνιές και με είχε δεμένη συνεχώς. Μια μέρα ήρθε μία κοπέλα και μου είπε ότι θα πάω στο νοσοκομείο, για να δουν το πρόσωπό μου. Στο νοσοκομείο γνώρισα και τους θετούς μου γονείς, οι οποίοι με επισκέφθηκαν εκεί και οι νοσοκόμες μου είχαν πει ότι αυτοί θα είναι οι άνθρωποι που θα με προσέχουν και θα με φροντίζουν. Η μαμά ερχόταν κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ και περνούσαμε μαζί τον χρόνο παίζοντας. Ο μπαμπάς ερχόταν κάποιες φορές, γιατί ταξίδευε λόγω της δουλειάς του. Δεν ήξερα ελληνικά, αλλά η μητέρα μου φρόντισε να έρχονται δάσκαλοι στο νοσοκομείο, για να κάνω μαθήματα εκμάθησης ελληνικής γλώσσας. Όταν έγινα καλά και ήρθε η ώρα να φύγω από το νοσοκομείο, ήρθαν δύο άγνωστες γυναίκες και μου έδειχναν φωτογραφίες από το «Χαμόγελο του Παιδιού». Στο «Χαμόγελο του Παιδιού» με πήραν για λίγο καιρό. Δεν μου άρεσε καθόλου. Ήθελα να το σκάσω. Με κτυπούσε ένα αγόρι που έμενε κι αυτό εκεί. 

Η θετή μου μητέρα με επισκεπτόταν και στο «Χαμόγελο του Παιδιού» και τα Σαββατοκύριακα με έπαιρνε στο σπίτι της. Το σπίτι της ήταν στην Αθήνα.

Παράλληλα, ξεκίνησα και το σχολείο που δεν ήξερα καν τι ήταν. Εκεί πέρασα άλλα βάσανα, γιατί με έβαζαν σε διαφορετικές τάξεις μέχρι να βρουν το μαθησιακό επίπεδο που μου ταιριάζει. Στο τέλος, αποφάσισαν να με βάλουν στη δευτέρα τάξη Δημοτικού και φοίτησα στο ίδιο σχολείο μέχρι την πέμπτη τάξη Δημοτικού. 

Συνέχισα την έκτη τάξη Δημοτικού σε σχολείο στην Κύπρο, όταν μετακομίσαμε. Εδώ βρίσκεται όλη η οικογένεια της μαμάς μου. Ζω με τους θετούς γονείς μου περίπου επτά χρόνια και έχω άλλες δύο αδελφές. Έχω και έναν σκύλο που τη λένε Melody.

Μέχρι σήμερα έχω κάνει πολλές επεμβάσεις στο πρόσωπό μου που το βοήθησαν, αλλά ακόμη υπάρχουν σημάδια που δεν έχουν γιατρευτεί. Βέβαια, έχω ακόμη πολλές επεμβάσεις να κάνω. Ό,τι κατάφερα ως τώρα το οφείλω στους γονείς μου. Τους ευχαριστώ πολύ για όλα όσα μου έχουνε προσφέρει. 

Ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτά τα λόγια για τη ζωή μου, για να δώσω ελπίδα και σε άλλα παιδιά που μπορεί να ζούνε ή να ζήσανε δύσκολα. Εύχομαι να σταματήσει κάποτε αυτός ο φρικτός πόλεμος που το μόνο που φέρνει είναι η καταστροφή».