Ούτε μέρα δεν χαρίστηκε σε 44χρονο το Ανώτατο Δικαστήριο, που παραπονιόταν ότι η ποινή των οκτώ χρόνων φυλάκισης που του επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο για τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ήταν υπερβολική. 

Το Ανώτατο που συνεδρίαζε ως Εφετείο έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ζύγισε όλους τους παράγοντες και ορθά έκρινε πως έπρεπε να επιβάλει αποτρεπτικές ποινές για αδικήματα που παρουσιάζουν έξαρση. Όπως αναφέρεται, ο κατηγορούμενος κατόπιν παραδοχής του, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε εννέα κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα. Πρόκειται για τρεις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς και έξι κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Αυγούστου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 εις βάρος τριών ανήλικων αγοριών ηλικίας 14 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο κατηγορούμενος, ηλικίας τότε 41 ετών, διατηρούσε λογαριασμό στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης INSTAGRAM με την ονομασία «lasting moments».

Παρουσίαζε τον εαυτό του ως επαγγελματία φωτογράφο μοντέλων, αναρτώντας μάλιστα και κάποιες φωτογραφίες. Τα τρία θύματα τα προσέγγισε αναρτώντας σχόλια και ψηφιακές εικόνες (emoji) κάτω από δικές τους αναρτήσεις και στη συνέχεια, μέσω της ίδιας πλατφόρμας, τους απέστειλε ξεχωριστά, ιδιωτικά μηνύματα, καλώντας τους να συναντηθούν μαζί του για σκοπούς φωτογράφησης έναντι αμοιβής €50. Πραγματικός σκοπός του μέσω της συνάντησης που θα είχε μαζί τους ήταν να προβεί στην τέλεση σεξουαλικής πράξης έναντι αμοιβής €50 ξεχωριστά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Σε όλα τα θύματα διενεργήθηκε ψυχολογική εξέταση από την οποία προέκυψε ότι το πρώτο και το τρίτο θύμα είχαν αναπτύξει μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες, συνδεόμενη με σεξουαλική κακοποίηση.

Ο 44χρονος με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα υπερβολικές, στη βάση του ότι το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του καθώς και των περιστάσεων της υπόθεσης, αλλά και των μετριαστικών παραγόντων, δεν δικαιολογούσαν μια τέτοια αντιμετώπιση.

Στην απόφασή του, το Ανώτατο συμφώνησε σε όλα με το πρωτόδικο δικαστήριο τονίζοντας ότι πριν επιβάλει ποινή είχε ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη, δίδοντας τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και στους ελαφρυντικούς και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. Προσέγγισε δε ορθά την επιμέτρηση της με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα. «Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε, σε καμία περίπτωση, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική ή ότι παρεισέφρησε σε αυτή οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία, αντικατοπτρίζοντας συνάμα την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων», καταλήγει το Δικαστήριο.