Του Giacomo Tognini

Την περασμένη Δευτέρα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έριξε… βόμβα απαγγέλλοντας κατηγορίες σε έναν πρώην πράκτορα του FBI και έναν Ρώσο πρώην διπλωμάτη και διερμηνέα για ξέπλυμα χρήματος και άλλες παράνομες ενέργειες προκειμένου να βοηθήσουν τον Ρώσο ολιγάρχη Όλεγκ Ντεριπάσκα, ο οποίος βρίσκεται υπό καθεστώς δυτικών κυρώσεων. Το κατηγορητήριο των 21 σελίδων διαβάζεται σαν σενάριο γκανγκστερικής ταινίας: οι κατηγορούμενοι αναφέρονται στον υπό κυρώσεις πελάτη τους ως “ο φίλος μας από τη Βιέννη”, “ο ξέρεις ποιος” και “ο μεγάλος”.

Το πιο εντυπωσιακό περιστατικό, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, είναι ότι ο Ντεριπάσκα προσέλαβε τον πρώην πράκτορα Τσαρλς Μακ Γκόνιγκαλ και τον πρώην διπλωμάτη Σεργκέι Σεστακόφ για να κάνουν “φύλλο και φτερό” έναν άλλον Ρώσο ολιγάρχη –ο οποίος δεν κατονομάζεται– , αφού την άνοιξη του 2021 ο Ντεριπάσκα “αμφισβήτησε την κυριότητα μιας μεγάλης ρωσικής εταιρείας”. Η έρευνα φέρεται να περιελάμβανε την εξέταση των περιουσιακών στοιχείων του αντίπαλου ολιγάρχη εκτός Ρωσίας και την πιθανότητα να είχε και άλλο διαβατήριο εκτός από το ρωσικό.

Πρόσωπο με γνώση της υπόθεσης αποκάλυψε στο Forbes ότι “πιθανότατα ο ολιγάρχης αυτός να είναι ο Βλαντίμιρ Ποτάνιν”,  ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Ρωσία, αφού η περιουσία του εκτιμάται στα 27,5 δισ. δολάρια. Η “ρωσική εταιρεία” μάλλον είναι η Norilsk Nickel [Nornickel], έναν από τους παγκόσμιους κολοσσούς στην παραγωγή νικελίου και παλλαδίου.

“Ο Ντεριπάσκα συγκέντρωνε στοιχεία για να καταθέσει αγωγή στο Λονδίνο [σε βάρος του Ποτάνιν] προκειμένου να πετύχει μια νέα συμφωνία με τους μετόχους της Norilsk Nickel υπό τους ίδιους όρους”, πρόσθεσε η ίδια πηγή. Εκπρόσωπος του Ντεριπάσκα δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα του Forbes για σχολιασμό.

Δεν είναι η πρώτη φορά που Ντεριπάσκα και Μακ Γκόνιγκαλ συγκεντρώνουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας: τα ονόματά τους ενεπλάκησαν στην έρευνα του FBI για συμμετοχή της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ για τις Προεδρικές του 2016. Το 2020 υψηλόβαθμος αξιωματούχος του FBI δήλωσε ότι η αναφορά του Μακ Γκόνιγκαλ (σε e-mail του από το 2016) στους ισχυρισμούς του Τζορτζ Παπαδόπουλου, συμβούλου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, ότι είχε “ένα πολιτικό στίγμα” για τη Χίλαρι Κλίντον, πυροδότησε την έρευνα κατά Τραμπ-Ρωσίας, ενώ το FBI φέρεται να προσπάθησε να στρατολογήσει τον Ντεριπάσκα ως πληροφοριοδότη, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε προσλάβει ως σύμβουλο τον Πολ Μάναφορτ, πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social την Τρίτη, ο Τραμπ είπε για τον Μακ Γκόνιγκαλ: “Μακάρι να σαπίσει στην κόλαση!”

Το 2018, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μακ Γκόνιγκαλ ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον Σεστακόφ και έναν “υπάλληλο και πράκτορα του Ντεριπάσκα” που αναφέρεται ως “Πράκτορας 1”. Το κατηγορητήριο περιγράφει τις ενέργειες που φέρεται να έκαναν οι Μακ Γκόνιγκαλ και Σεστακόφ για να ξεθάψουν παρανομίες του αντίπαλου ολιγάρχη. Τον Αύγουστο του 2021, οι δύο κατηγορούμενοι σε συνεργασία με τον “Πράκτορα-1”, υπέγραψαν συμφωνία με μια κυπριακή εταιρεία, η οποία με τη σειρά της θα κατέβαλε σε μια εταιρεία με έδρα το Νιου Τζέρσεϊ –που ανήκει σε φίλο του McGonigal– 41.790 δολάρια τον μήνα και 51.280 δολάρια για την εκτέλεση του αντικειμένου της συμφωνίας, δηλαδή την παροχή “πληροφοριών, αναλύσεων και ερευνών για τη ρωσική εταιρεία, τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και τους μετόχους της”. Από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 2021, η εταιρεία με έδρα το Νιου Τζέρσεϊ εισέπραξε συνολικά 218.440 δολάρια μέσω ρωσικής τράπεζας, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Στο πλαίσιο της έρευνας, ο Μακ Γκόνιγκαλ φέρεται να προσέλαβε έναν υπεργολάβο για να πραγματοποιήσει μια εξονυχιστική έρευνα για τον αντίπαλο ολιγάρχη και τη ρωσική εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 2021, ο υπεργολάβος μετέφερε στον Μακ Γκόνιγκαλ ότι ένα τρίτο μέρος είχε εντοπίσει αρχεία στο dark web που αποκάλυπταν “κρυμμένα περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 500 εκατ. δολαρίων” και “άλλες πληροφορίες που ο Μακ Γκόνιγκαλ πίστευε ότι θα ήταν πολύτιμες για τον Ντεριπάσκα”. Το κατηγορητήριο αναφέρει επίσης ότι ο Μακ Γκόνιγκαλ και ο Σεστακόφ διαπραγματεύτηκαν με τον “Πράκτορα 1” ώστε να τους δώσει χρήματα ο Ντεριπάσκα για την αγορά των αρχείων στο dark web, κάπου ανάμεσα στα τέλη Οκτωβρίου και τέλη Νοεμβρίου του 2021. Πράκτορες του FBI κατέσχεσαν τις προσωπικές ηλεκτρονικές συσκευές τους στις 21 Νοεμβρίου του 2021.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αμπράμοβιτς: «Άγνωστος» στόλος και καταπίστευμα στην Κύπρο

Η διαμάχη μεταξύ Ντεριπάσκα και Ποτάνιν χρονολογείται από τον Απρίλιο του 2008, όταν η Rusal του πρώτου εξαγόρασε το 25% της εισηγμένης Nornickel από τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Μιχαήλ Προχόροφ σε μια συμφωνία που περιλάμβανε μετρητά και μετοχές –και η οποία εκτιμάται ότι ανήλθε στα 14 δισ. δολάρια–, με τον Προχόροφ να παίρνει ως αντάλλαγμα μερίδιο 14% στη Rusal. Ο Προχόροφ ήταν ο αρχικός συνεταίρος του Ποτάνιν στη Nornickel, με τους δύο επιχειρηματίες να συνιδρύουν τον τραπεζικό όμιλο Oneximbank το 1993 και αργότερα να αποκτούν τη Nornickel μέσω του περίφημου προγράμματος “δάνεια έναντι μετοχών”, στο πλαίσιο του οποίου ο Ποτάνιν και άλλοι επιχειρηματίες χρηματοδότησαν την εκστρατεία επανεκλογής του Ρώσου προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, με αντάλλαγμα συμμετοχές σε κρατικές εταιρείες ενέργειας και εξόρυξης εμπορευμάτων τις οποίες θα αποκρούσαν κοψοχρονιά εάν ο Γέλτσιν κέρδιζε τις εκλογές. (Όπως και έγινε.)

Μετά το deal του 2008, ο Ντερίπασκα συγκρούστηκε με τον Ποτάνιν σχετικά με την επιρροή του δεύτερου στο ΔΣ της Nornickel, ένα σχέδιο επαναγοράς μετοχών της εταιρείας και τις αγορές περιουσιακών στοιχείων από την Interros του Ποτάνιν. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους κήρυξαν ανακωχή, με τη Rusal να αποσύρει τις νομικές της αξιώσεις κατά της Nornickel για την επαναγορά μετοχών της εταιρείας. Η μάχη, όμως, φούντωσε ξανά τον Αύγουστο του 2010, όταν η Rusal κατέθεσε προσφυγή κατά της Interros του Ποτάνιν στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου και τον επόμενο μήνα ανέβασε στο διαδίκτυο έναν ιστότοπο με την ονομασία “Save Norilsk Nickel”.

Μετά από δύο χρόνια, ένας άλλος γνωστός Ρώσος ολιγάρχης, ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, λειτούργησε ως μεσολαβητής για να κατευνάσει την ένταση. Ο ίδιος μαζί τους συνεταίρους του και επίσης δισεκατομμυριούχους, Αλεξάντερ Αμπράμοφ και Αλεξάντερ Φρόλοφ, εξαγόρασαν τον Δεκέμβριο του 2012 μερίδιο 6% στη Nornickel έναντι 1,5 δισ. δολαρίων. Ο Αμπράμοβιτς, ο Ποτάνιν και ο Ντεριπάσκα συμφώνησαν το ΔΣ της εταιρείας να συγκροτείται από 4 μέλη που θα πρότειναν έκαστος ο Ποτάνιν και ο Ντεριπάσκα, ενώ ένα μέλος του ΔΣ θα ήταν πρόταση Αμπράμοβιτς. Η συμφωνία, με ισχύ 10ετίας (έληξε την 1η Ιανουαρίου 2023), προέβλεπε πως ο Ποτάνιν θα παρέμενε CEO της Nornickel και δέσμευε τη Nornickel σε μια νέα μερισματική πολιτική.

Η νέα κρίση παρουσιάστηκε το 2018, όταν ο Ποτάνιν επιχείρησε να αγοράσει ένα ποσοστό των μετοχών του Αμπράμοβιτς στη Nornickel – κίνηση στην οποία εναντιώθηκε η Rusal και κατάφερε να τη σταματήσει με απόφαση λονδρέζικου δικαστηρίου τον Ιούνιο του 2018. Εντέλει ο Αμπράμοβιτς πούλησε μετοχές του στον Ποτάνιν στις αρχές του 2019. Έως τον Αύγουστο του 2020 ο Ποτάνιν αποκαλούσε τη συμφωνία “κατάλοιπο του παρελθόντος”, όπως είχε πει σε συνέντευξή του στο Reuters.

Τα πράγματα φάνηκαν να έχουν ηρεμήσει μέχρι τον Απρίλιο του 2021, όταν η Rusal εξέφρασε την ικανοποίησή της για την απόφαση του ΔΣ της Nornickel να αγοράσει ίδιες μετοχές αξίας 2 δισ. δολαρίων. Περίπου την ίδια περίοδο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που συντάχθηκε στις ΗΠΑ, ο Ντεριπάσκα είχε αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του για να κάνει “φύλλο και φτερό” τον αντίπαλο του ολιγάρχη. Από την πλευρά του ο Ποτάνιν άρχισε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επαναγοράζοντας τον ρωσικό τραπεζικό όμιλο Rosbank από τη γαλλική Société Générale τον περασμένο Απρίλιο και “αρπάζοντας” τη ρωσική τράπεζα Tinkoff Bank δύο εβδομάδες αργότερα – το αντίτιμο για τις δύο αυτές συναλλαγές παραμένει άγνωστό. 

Τον περασμένο Ιούλιο, αρκετούς μήνες πριν τη λήξη της συμφωνίας, ο Ποτάνιν είχε εκφράσει δημοσίως τη σκέψη του για να συγχωνευθούν οι Rusal και Nornickel – σε μια κίνηση αξίας 60 δισ. δολαρίων. Κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την επιβολή κυρώσεων στον Ποτάνιν από τις ΗΠΑ στις 15 Δεκεμβρίου 2022. Στον Ντεριπάσκα είχαν ήδη επιβληθεί αμερικανικές κυρώσεις από τον Απρίλιο του 2018. (Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επιβάλει επίσης κυρώσεις και στους δύο επιχειρηματίες, ενώ η ΕΕ μόνο στον Ντεριπάσκα. Ενδεχομένως δεν “άγγιξε” τον Ποτάνιν λόγω της εξάρτησης της Ευρώπης από τις ποσότητες νικελίου και παλλαδίου που προμηθεύεται από τη Nornickel).

Το τελευταίο επεισόδιο στη διαμάχη Ντεριπάσκα – Ποτάνιν “παίχτηκε” στις 21 Οκτωβρίου 2022, όταν η Rusal κατέθεσε αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου κατά του Ποτάνιν. “Οι αξιώσεις της Rusal εδράζονται στην αποτυχία του κ. Ποτάνιν να ασκήσει τα καθήκοντά του ως CEO της Norilsk Nickel”, ανέφερε η εταιρεία. “Υπό τη διαχείριση του κ. Ποτάνιν, η Norilsk Nickel απώλεσε περιουσιακά στοιχεία που διαδραμάτιζαν ουσιαστικό ρόλο στις δραστηριότητες του ομίλου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Norilsk Nickel και οι μέτοχοί της να υποστούν σημαντικές απώλειες”. (Ο Ποτάνιν κατέχει το 37% της Nornickel μέσω της επενδυτικής του εταιρείας Interros, ενώ ο Ντεριπάσκα έχει το 45% της En+ Group, η οποία με τη σειρά της κατέχει το 26% της Nornickel συν το 57% της Rusal).

Η Rusal υποστήριξε επίσης ότι “προσπαθούσε συνεχώς να εισέλθει σε εποικοδομητικό διάλογο με τον κ. Ποτάνιν προκειμένου να πετύχουν έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό”, αλλά “οι προσπάθειες αυτές αποδείχθηκαν ατελέσφορες”.

Είτε αυτός ο “εποικοδομητικός διάλογος” περιλαμβάνει τη φερόμενη παράνομη έρευνα του Ντεριπάσκα για τα περιουσιακά στοιχεία του Ποτάνιν είτε όχι, ο πόλεμος μεταξύ των δύο Ρώσων ολιγαρχών δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης.

Πηγή: Forbes