Η αποδεικτική δύναμη που νομικά περιβάλλεται το γραμμάτιο συνήθους τύπου εξασφαλίζει τον πιστωτή και τον θέτει σε πλεονεκτική θέση έναντι του οφειλέτη, αποκλείοντας τον από του να εγείρει υπερασπίσεις που θα του επιτρέπουν να καθυστερήσει τη δικαστική διαδικασία ή να αποφύγει να πληρώσει την οφειλή του.

Οι μόνες υπερασπίσεις που ο οφειλέτης μπορεί να εγείρει είναι ότι η υπογραφή στο γραμμάτιο δεν είναι η δική του, ότι αυτό εκδόθηκε λόγω απάτης ή εξαναγκασμού, καθώς και η υπεράσπιση που πρόσθεσε η νομολογία αυτή της εξόφλησης της οφειλής του γραμματίου. Φυσικά, δεν επαρκεί τυχόν γενική αναφορά τους, αλλά απαιτείται στοιχειοθέτηση, όπως η ύπαρξη απόδειξης εξόφλησης. καταγγελία στην αστυνομία για πλαστογραφία και ισχυρισμοί που να καταδεικνύουν περιστάσεις απάτης ή εξαναγκασμού σε βάρος του οφειλέτη. Ο πιστωτής συνήθως όταν ο οφειλέτης δεν τηρεί την υπόσχεση του, χρησιμοποιεί το μέτρο της υποβολής αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης και επιτυγχάνει την έκδοσης της σε πολύ σύντομο χρόνο, ανακόπτοντας τον οφειλέτη να καταχώριση υπεράσπιση.

Ως έγγραφο είναι αυστηρής μορφής, δεδομένων των προνοιών του νόμου που του αναγνωρίζουν ότι το περιεχόμενο του συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό. Το γραμμάτιο συνήθως τύπου αποτελεί γραπτή υπόσχεση του χρεώστη προς τον πιστωτή για πληρωμή του ποσού που αναγράφεται σε αυτό, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο ή προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο, πλέον τόκος και σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων τα συναφή έξοδα και αναφέρει επίσης την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, ο χρεώστης υπογράφει στην παρουσία δύο τουλάχιστον μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι και η εγκυρότητα του δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι αυτό ασφαλίζεται με εγγύηση ή ενέχυρο ή υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας. Εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του, το περιεχόμενο του καθίσταται αμάχητο και οι μόνες υπερασπίσεις που μπορεί να εγερθούν είναι οι ανωτέρω, όπως εξάλλου καθορίζονται και στο άρθρο 80 του Νόμου.

Στην απόφαση που εξέδωσε το Εφετείο στην Π.Ε.154/18, ημερ. 20.3.2024, εξετάζοντας το παράπονο του χρεώστη κατά της πρωτόδικης απόφασης για την απόφαση που εξέδωσε εναντίον του, παρέπεμψε στον νόμο και τη νομολογία και τόνισε ότι το γραμμάτιο συνήθους τύπου ως αυτοτελής αιτία αγωγής, αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση αφού αποδίδει σημαντικά πλεονεκτήματα στον ενάγοντα. Σύμφωνα με το άρθρο 80, σε κάθε δικαστική διαδικασία τα καταγεγραμμένα γεγονότα στο γραμμάτιο συνήθους τύπου αποτελούν αμάχητη απόδειξη, οι δε υπερασπίσεις που δύνανται να προβληθούν, είναι συγκεκριμένες.

Ο σκοπός του νομοθέτη, αναφέρει, είναι σαφώς η δημιουργία ενός ιδιαίτερου συμβατικού θεσμού με αυξημένη αποδεικτική δυναμική, με τον οποίο να αποκλείεται η έγερση των ευρύτερων υπερασπίσεων που είναι διαθέσιμες σε μια συνηθισμένη συμβατική σχέση. Ενόψει όμως των πιο πάνω πλεονεκτημάτων που παρέχονται στον πιστωτή γραμματίου συνήθους τύπου, καθίσταται επιβεβλημένη η αυστηρή τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 80, ώστε να χαρακτηριστεί ένα έγγραφο ως “γραμμάτιο συνήθους τύπου” και να δύναται έτσι να στοιχειοθετήσει αυτοτελή αιτία αγωγής.

Το Εφετείο υπέμνησε το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου για το παραδεκτό της ανεπιφύλακτης υπογραφής του γραμματίου, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε. Δεν συμφώνησε με τον ισχυρισμό του χρεώστη ότι το γραμμάτιο απώλεσε τα νομικά του χαρακτηριστικά και την αυτοτέλεια του, βασιζόμενος στον ισχυρισμό του ότι υπεγράφη στο πλαίσιο ειδικής συμφωνίας επαγγελματικής συνεργασίας “πάρε – δώσε”, που υπήρχε, λόγω της φύσης της συνεργασίας του με τον πιστωτή. Η θέση αυτή όμως δεν συνιστά υπεράσπιση δυνάμει του άρθρου 80 του Κεφ. 149.

Οι ισχυρισμοί όμως του χρεώστη περί εξόφλησης του γραμματίου που επικαλέστηκε, αναφέρει, απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας έκρινε ότι ο χρεώστης του άφησε αλγεινή εντύπωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως μια αγωνιώδης και επιτηδευμένη προσπάθεια να απεκδυθεί οποιασδήποτε ευθύνης ή υποχρέωσης έναντι του πιστωτή. Υπήρξε ως εκ τούτου εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όχι μόνο το επίδικο γραμμάτιο δεν είχε υπογραφτεί υπό συνθήκες απάτης ή εξαναγκασμού από τον πιστωτή, αλλά και ότι ο χρεώστης εξακολουθεί να οφείλει ολόκληρο το ποσό του γραμματίου. Συνεπώς το Εφετείο έκρινε πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία της μαρτυρίας και απέρριψε την έφεση.

  • Δικηγόρος στη Λάρνακα