Για πρώτη φορά, σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα ανέγνωσαν τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών ως μια έλλειψη εμπιστοσύνης και απαξίωσης προς το πολιτικό μας σύστημα.
Τα αρνητικά, όμως, μηνύματα προς το πολιτικό σύστημα δεν είναι σημερινά, αφού η αδιαφορία των πολιτών προς τα πολιτικά τεκταινόμενα και η αποχή τους από τις κάλπες ήταν μια εξελικτική στάση που ξεκίνησε εδώ και αρκετά χρόνια και είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές πολιτικές πράξεις αλλά και παραλείψεις, που επιδείνωσαν τη θέση και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του κοινωνικού ιστού.
Πράξεις και παραλείψεις οι οποίες συνδέονται με την αποδυνάμωση του κοινωνικού διαλόγου και την ανάπτυξη νεοφιλελεύθερων πολιτικών και που σε πολλές περιπτώσεις ήταν το αποτύπωμα μιας πελατειακής σχέσης και εξάρτησης του πολιτικού συστήματος με την «ελίτ» της οικονομικής ζωής του τόπου.
Περισσότερα κέρδη, μικρότεροι μισθοί
Μετά την οικονομική κρίση του 2013 και την πανδημία του κορωνοϊού, που επηρέασαν ετεροβαρώς την εργατική τάξη, η πολιτεία θα έπρεπε πρωτίστως να στηρίξει τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, τα οποία υποφέρουν σήμερα από την ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς, την έλλειψη αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας, την αδυναμία να αποκτήσουν στέγη ένεκα και των πολύ ψηλών και επαχθών τραπεζικών επιτοκίων, και που βιώνουν μια συνεχή αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Το μερίδιο των κερδών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε από το 18.1% που ήταν το 2012 στο 28.6% το 2023, ενώ την ίδια περίοδο το μερίδιο των απολαβών των μισθωτών μειώθηκε από το 48.3% στο 41%.
Να υπενθυμίσουμε επίσης αρκετές αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Κύπρο, αρκετές επιχειρήσεις είχαν αυξήσει τα κέρδη τους.
Στην υπηρεσία του επιχειρείν
Σε αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη περίοδο, οι κυβερνώντες αντί να υπηρετήσουν το κοινωνικό συμφέρον, να αφουγκραστούν τον σφυγμό της κοινωνίας και να στηρίξουν αυτούς που πλήρωσαν τον μεγάλο λογαριασμό των διαδοχικών κρίσεων, συνέχιζαν να συναλλάσσονται και να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του επιχειρηματικού κόσμου, προς τέρψη των κερδών, παραγνωρίζοντας αυτούς που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες, ακυρώνοντας εμφατικά τις καθημερινές τους διακηρύξεις περί ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας και των εργαζομένων.
Οι χαμηλοί μισθοί αποτελούν πλέον το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς εργασίας και αποτελεί πρόκληση να περηφανεύονται ότι πέτυχαν τη μείωση της ανεργίας. Καμιά μείωση της ανεργίας δεν έχει νόημα όταν οι θέσεις που προκύπτουν είναι επισφαλείς και όταν δεν δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αξιοπρεπή διαβίωση των νέων εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Εργασιακές συνθήκες
Η εισαγωγή εθνικού κατώτατου μισθού επιτεύχθηκε χάρις στην επιμονή των συνδικαλιστικών οργανώσεων αλλά το ύψος που καθορίστηκε δεν διασφαλίζει επαρκώς τις ανάγκες των εργαζομένων, ενώ την ίδια ώρα η Κυβέρνηση ανέβαλε στο διηνεκές τον καθορισμό της ωριαίας απόδοσης του, με αποτέλεσμα αρκετοί εργαζόμενοι να συνεχίσουν να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Η εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων θα μπορούσε να συνδράμει στην προστασία πολλών χιλιάδων εργαζομένων, αφού είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι συλλογικές συμβάσεις συνδέονται άμεσα με την αξιοπρεπή απασχόληση, διασφαλίζοντας καλύτερους μισθούς, εργασιακή ασφάλεια, ταμεία προνοίας, 13ο μισθό και άλλα εργασιακά δικαιώματα.
Δυστυχώς και στο θέμα αυτό παρατηρείται μια τεράστια αδράνεια από την Κυβέρνηση, η οποία, ενώ πριν αρκετό καιρό διακήρυξε ότι θα προχωρήσει στην εφαρμογή της σχετικής οδηγίας για επέκταση των συλλογικών συμβάσεων σε ποσοστό τουλάχιστον του 80% των εργαζομένων του τόπου, δεν έχει ετοιμάσει κανένα πλάνο μέχρι σήμερα, ενώ τον τελευταίο χρόνο έχει «κλειδοστομιάσει» και έχει σταματήσει να αναφέρεται στον συγκεκριμένο στόχο.
Στέγαση και τραπεζικά κέρδη
Το άλλο μεγάλο ζήτημα που ταλαιπωρεί τους νέους εργαζόμενους είναι το πρόβλημα στέγασης, ένεκα του τεράστιου πλέον στεγαστικού κόστους, που γίνεται ακόμη μεγαλύτερο λόγω των ψηλών τραπεζικών επιτοκίων.
Δυστυχώς, έχει ξεχαστεί το γεγονός ότι είναι το τραπεζικό σύστημα που οδήγησε το 2013 τον τόπο μας ένα βήμα πριν την καταστροφή. Έχει, επίσης, ξεχαστεί το γεγονός ότι είναι οι ίδιοι οι πολίτες και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι, μέσα από θυσίες, κουρέματα και μειώσεις μισθών και ωφελημάτων που στήριξαν τις τράπεζες για να επιβιώσουν. Σήμερα, οι τράπεζες θησαυρίζουν, αφού το 2023 τα καθαρά κέρδη των τραπεζών της Κύπρου ξεπέρασαν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ και το 2024 αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Η Κυβέρνηση όφειλε να βρει τους τρόπους ώστε το τραπεζικό σύστημα, που επιβίωσε χάρη τις θυσίες των πολιτών, να τους επιστρέψει πίσω ένα μικρό μέρος και τα χρήματα αυτά να στηρίξουν σχέδια επιδότησης στεγαστικών δανείων των νέων και χαμηλόμισθων εργαζομένων. Με μια φορολόγηση μόνο λίγων ποσοστιαίων μονάδων επί των κερδών των τραπεζών μπορούν να εξοικονομηθούν δεκάδες εκατομμύρια, που θα ενισχύσουν ουσιαστικά χιλιάδες συμπολίτες μας, που βλέπουν την απόκτηση στέγης ως ένα άπιαστο όνειρο.
Το δωράκι των 96 σεντ
Με τον ίδιο τρόπο η Κυβέρνηση, που δεν φορολόγησε τα τραπεζικά κέρδη, έχει «χαρίσει» σε πολλές επιχειρήσεις δεκάδες εκατομμύρια, που τους δόθηκαν την περίοδο του covid, ενώ στην ουσία δεν ήταν δικαιούχοι. Με την ίδια ευκολία, επίσης, χαρίστηκαν πρόσφατα σχεδόν €40 εκατομμύρια ευρώ ετησίως προς τους εργοδότες, λόγω της κατάργησης του πενιχρού τέλους των €350 που κατέβαλλαν οι εταιρείες προς το κράτος.
Η ΣΕΚ είχε απευθύνει τότε έγκαιρα έκκληση προς την Κυβέρνηση και τη Βουλή για να «μην προχωρήσουν στην κατάργηση ενός τέλους που ισοδυναμούσε με 96 σεντ ημερησίως, τονίζοντας ότι το ασήμαντο αυτό ποσό δεν απειλεί τη βιωσιμότητα καμιάς εταιρείας και ότι η προώθηση της κατάργησης της συγκεκριμένης νομοθεσίας στερείται λογικής και ισοδυναμεί με αυτογκόλ».
Τελικά έγινε το «αυτογκόλ», ανακουφίστηκαν οι επιχειρήσεις με 96 σέντ ημερησίως (σημείωση, ένας καφές στοιχίζει πολύ περισσότερο), ενώ τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να στηρίξουν κοινωνικές πολιτικές, όπως είναι η απαίτηση για κατάργηση του πέναλτι (αναλογιστική αναπροσαρμογή) του 12% των συντάξεων του ΤΚΑ, που θα ανακούφιζε πραγματικά τους συνταξιούχους του ΤΚΑ, οι οποίοι στην τεράστια πλειονότητα τους απολαμβάνουν χαμηλές συντάξεις.
Συμπέρασμα
Το καμπανάκι, λοιπόν, δεν το κτύπησαν οι εκλογές της 9ης Ιουνίου 2024. Το καμπανάκι χτύπησε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, όταν Κυβέρνηση και Βουλή δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, στήριξαν περισσότερο τους πιο δυνατούς και λιγότερο τους πιο αδύνατους, αγνόησαν τους εργαζόμενους, δημιούργησαν ένα τείχος ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και στους πολίτες και δεν μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν και να αφουγκραστούν τις ανάγκες τους, εμπεδώνοντας στα μάτια των πολιτών τη δυσπιστία προς τους θεσμούς και την απαξίωση προς το πολιτικό σύστημα.
* Αναπληρωτής Γ.Γ. ΣΕΚ