Η απανθρακοποίηση δεν αποτελεί ένα κενό σύνθημα. Αντιθέτως, συνιστά τον θεμελιώδη πυλώνα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η οποία θέτει ως στόχο μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050, με ενδιάμεσο σταθμό τη μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή προσανατολισμού που επηρεάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, καταναλώνουμε και ανταγωνιζόμαστε στο ευρωπαϊκό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.

Η Κύπρος συμβάλλει ενεργά σε αυτή τη συλλογική ευρωπαϊκή προσπάθεια, έχοντας θέσει ως εθνικό στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 32% έως το 2030. Ο στόχος αυτός αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο αποτελεί τον οδικό χάρτη της χώρας για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, την αύξηση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Σύμφωνα με πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης του στόχου μείωσης κατά περίπου 54% μέχρι το 2030, υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη θα εφαρμόσουν πλήρως τα υφιστάμενα και προγραμματισμένα εθνικά και ευρωπαϊκά μέτρα και πολιτικές, όπως αυτά έχουν κατατεθεί στα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα.

Το γεγονός αυτό, εν μέσω έντονων γεωπολιτικών εξελίξεων και οικονομικών πιέσεων, καταδεικνύει ότι η ΕΕ δεν αποκλίνει από την πορεία των κλιματικών της δεσμεύσεων, αλλά αντιθέτως συνεχίζει αποφασιστικά την πορεία της προς στις καθαρές μορφές ενέργειας.Αν και ενθαρρυντική η εκτίμηση αυτή, δεν επιτρέπει εφησυχασμό καθώς η απόσταση από το σχεδιασμό στην πράξη παραμένει κρίσιμη, έχοντας υπόψη το μέγεθος των ενεργειακών προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Η εν λόγω αξιολόγηση παρέχει τη βάση για τον καθορισμό του επόμενου σημαντικού ορόσημου, του ενδιάμεσου  στόχου για το 2040. Σε αυτό το πλαίσιο, στις 2 Ιουλίου 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε την αναθεώρηση της Κλιματικής Νομοθεσίας, προτείνοντας μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Όπως τονίζεται στην πρόταση, ο φιλόδοξος αυτός στόχος έχει διαμορφωθεί με πλήρη επίγνωση των σημερινών προκλήσεων (οικονομικών, γεωπολιτικών, ενεργειακών) και επιδιώκει να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, προσφέροντας ταυτόχρονα ρυθμιστική σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Στόχος είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για επενδύσεις στην καινοτομία, την ενεργειακή ασφάλεια και τη βιομηχανική ανθεκτικότητα της Ευρώπης.

Ταυτόχρονα, ο στόχος του 90% στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα, επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη στις παγκόσμιες κλιματικές συμφωνίες, προχωρά  με συνέπεια στην υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού και συνεχίζει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.  Η επιμονή της ΕΕ σε υψηλές περιβαλλοντικές επιδιώξεις λειτουργεί και ως καταλύτης για ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και αύξηση της πίεσης προς τρίτες χώρες για ανάληψη αντίστοιχων δεσμεύσεων.

Η ΟΕΒ υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο, επαρκή χρηματοδοτικά εργαλεία, φορολογικά κίνητρα και τις κατάλληλες υποδομές που θα ενθαρρύνουν, την καινοτομία, τις επενδύσεις και την επιχειρηματική πρωτοβουλία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, παρότι οι φορολογικοί και χρηματοδοτικοί μηχανισμοί είναι κρίσιμης σημασίας, δεν επαρκούν από μόνοι τους για να διασφαλίσουν μια μαζική και ουσιαστική προσαρμογή.

Η αξιοποίηση των διαθέσιμων εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων προσφέρει ιδιαίτερα σημαντικές ευκαιρίες, ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις με περιορισμένη πρόσβαση σε ίδια κεφάλαια. Ωστόσο, παρατηρείται συχνά αδυναμία αξιοποιήσεις των διαθέσιμων εργαλείων, λόγω περιορισμένων διοικητικών και τεχνικών δυνατοτήτων, αυξημένων απαιτήσεων και πολύπλοκων διαδικασιών.

Η ΟΕΒ έχει επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη για ένα ολιστικό και πολυδιάστατο πλαίσιο πολιτικής, το οποίο θα περιλαμβάνει σαφές ρυθμιστικό και επενδυτικό περιβάλλον, τεχνική και οικονομική υποστήριξη, ουσιαστική απλοποίηση διαδικασιών και ίσως το σημαντικότερο, επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό.

Τέλος, καμία πράσινη πολιτική δεν μπορεί να θεωρείται αποτελεσματική εάν δεν διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα προσιτής και σταθερής ενέργειας. Η έλευση του φυσικού αερίου, η ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, η ηλεκτρική διασύνδεση της Κύπρου με γειτονικές αγορές και η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για τη σταθεροποίηση του ενεργειακού κόστους και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας.

Παράγοντες που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα των κυπριακών επιχειρήσεων, όχι μόνο έως το 2030, αλλά και μακροπρόθεσμα με ορίζοντα το 2040 και το 2050.

* Ανώτερος Λειτουργός, Τμήμα Ενέργειας και Περιβάλλοντος (ΟΕΒ)