Μπορεί κανείς να καταστεί εμμονικός ακόμη και με μια πολύ καλή συνήθεια. Ακόμη – όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Γερμανίας – και με την αυτοπειθαρχία σε οικονομικό επίπεδο.
Με την οικονομία στα πρόθυρα της ύφεσης και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη να στέλνει “σήματα” κινδύνου, το Βερολίνο απαιτείται να προχωρήσει σε μια ισχυρή ένεση δημοσιονομικής χαλάρωσης. Υπό τέτοιες συνθήκες, ο φόβος έναντι του κρατικού δανεισμού αποτελεί τον αντίποδα μιας συνετής πολιτικής.
Η κυβέρνηση εκτελεί τον προϋπολογισμό με πλεόνασμα και μιλά μόνον αόριστα για πρόσθετες δαπάνες – σε κάποιο σημείο, ίσως, και μόνον εάν παραστεί ανάγκη.
Η ανάγκη έχει ήδη προκύψει. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη Γερμανία έχει κατρακυλήσει σε χαμηλά επτά ετών. Η οικονομία συρρικνώθηκε το β’ τρίμηνο του 2019 και η Bundesbank προειδοποιεί ότι η παραγωγή ενδεχόμενα να ακολουθήσει πτωτική πορεία και το γ’ τρίμηνο. Δύο συναπτά τρίμηνα συρρίκνωσης ισοδυναμούν με ύφεση.
Δεν υπάρχει άλλωστε κανένας λόγος για δεύτερες σκέψεις. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας είναι μόλις και μετά βίας στο 60% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 85% στις χώρες – μέλη της ζώνης του ευρώ. Σήμερα, η χώρα είναι τόσο πλημμυρισμένη σε αποθεματικά που το κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού της είναι αρνητικό: δανειστές είναι πρόθυμοι να πληρώνουν το Βερολίνο για να δέχεται τα χρήματά τους. Ο πρόσθετος δανεισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άριστα, διότι η γερμανική είναι μια οικονομία υψηλής φορολογίας με ολοένα και πιο εμφανή καθυστέρηση στις δαπάνες για υποδομές. Χαμηλότεροι φόροι και νέες δημόσιες επενδύσεις θα είχαν νόημα ακόμη και αν η οικονομία δεν εμφανιζόταν στα πρόθυρα ενός κύκλου συρρίκνωσης.
Δεν πρόκειται μόνο για τη Γερμανία. Οι προοπτικές για την Ευρωζώνη στο σύνολό της είναι τόσο ζοφερές που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δώσει ήδη σήματα για την πρόθεσή της να προχωρήσει σε νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, ενόψει της επόμενης συνεδρίασης της σχετικά με τη νομισματική πολιτική, στις 12 Σεπτεμβρίου. Το πρόβλημα είναι ότι το βασικό επιτόκιο αναφοράς στην Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη στο -0,4% και το τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων από πλευράς της ΕΚΤ, που προς το παρόν βρίσκεται “στον πάγο” εν αναμονή των εξελίξεων, έχει αρχίσει να προσκρούει στα ανώτατα όρια του όγκου τον οποίο μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράσει νομίμως. Μια περαιτέρω νομισματική ώθηση είναι δυνατή, ωστόσο θα ήταν λιγότερο ευθεία και πολύ πιθανόν λιγότερο αποτελεσματική από μια σταθερή δημοσιονομική ώθηση από πλευράς Γερμανίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ότι τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι καθόλου δημοφιλέστερα στη Γερμανία σε σχέση με τα – επίσης αντιδημοφιλή – δημοσιονομικά ελλείμματα. Χάρη στο πάμφθηνο χρήμα, οι τράπεζες βλέπουν τα κέρδη τους και τις δραστηριότητες λιανικής τραπεζικής τους να συμπιέζονται. Οι αποταμιευτές, που ήδη διαμαρτύρονται, θα εξοργιστούν έτι περαιτέρω εάν οι τράπεζες αρχίσουν να εφαρμόζουν πολιτική αρνητικών επιτοκίων και στις καταθέσεις των μικροκαταθετών. Πράγματι, ορισμένοι, Γερμανοί πολιτικοί ήδη ζητούν να απαγορευθεί νομικά οποιαδήποτε τέτοια κίνηση.
Όσο περισσότερο πάρει στην κυβέρνηση της Γερμανίας να αποφασίσει εφαρμόσει την ενδεδειγμένη δημοσιονομική πολιτική, τόσο περισσότερο θα κινείται η ΕΚΤ προς τη λήψη “ακραίων” νομισματικών μέτρων – και τόσο λιγότερο θα αρέσει κάτι τέτοιο στους Γερμανούς.
Η κυβέρνηση της Γερμανίας θα πρέπει να βάλει άμεσα στην άκρη την πολιτική μηδενικού δανεισμού και να παρουσιάσει νέα δημοσιονομικά σχέδια. Θα πρέπει επίσης να αρχίσει τη διαδικασία αναθεώρησης της πρόβλεψης για αυτόματο “φρένο” στο χρέος που είχε προστεθεί στο σύνταγμά της μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η τελευταία δίνει κάποια περιθώρια κρατικού δανεισμού, ωστόσο όχι εκείνου που χρειάζεται σε περιόδους σαν τη σημερινή.
Βεβαίως, αυτές οι αλλαγές θα χρειαστεί να συνοδεύονται από κάποιες πειστικές εξηγήσεις, ωστόσο αυτό δεν τις καθιστά λιγότερο απαραίτητες. Μπορεί κανείς να το θέσει στους ψηφοφόρους ως εξής: η αποτυχία του να ενεργήσει κανείς σε μια φάση όπως η τωρινή θα ήταν το απόγειο της απρονοησίας.
Πηγή: Bloomberg