Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ λέει ότι η Ευρώπη θα είναι καλύτερα προετοιμασμένη για μια πιθανή δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ σε σχέση με το πόσο ανέτοιμη ήταν μπροστά στο “απόλυτο σοκ” της πρώτης. Μακάρι να ήταν αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι ότι κανείς εκτός από τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ και τους υποστηρικτές του δε θα είναι έτοιμος για τον δεύτερο γύρο, εάν αυτός έρθει.

Η Μπέρμποκ ανήκει στο κόμμα των Πρασίνων της Γερμανίας και είναι φιλελεύθερη από κάθε άποψη, επομένως είχε ακριβώς τα σωστά ένστικτα στην επίσκεψή της στις ΗΠΑ. Αντί να παραμείνει στη ζώνη άνεσής της, επισκεπτόμενη λίγο πολύ ομοϊδεάτες Δημοκρατικούς και αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν, μπήκε στο λάκκο των λεόντων του κινήματος MAGA στο Τέξας, συναντώντας, μεταξύ άλλων, τον κυβερνήτη της πολιτείας Γκρεγκ Άμποτ.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτή τη συζήτηση. Ο Άμποτ έχει υποστηρίξει την απαγόρευση των αμβλώσεων και του γάμου μεταξύ ομοφύλων, έχει αντιταχθεί σε κάθε έλεγχο της οπλοκατοχής και έχει προωθήσει τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα έναντι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Είναι επίσης ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη χρηματοδότηση της άμυνας της Ουκρανίας, η οποία, σύμφωνα με τον Άμποτ, έρχεται σε βάρος των εσωτερικών αναγκών των ΗΠΑ.

Επανάσταση

Έτσι, η Μπέρμποκ αξίζει πολλά εύσημα που προσπάθησε να καταλάβει τι θα αντιμετώπιζε. Όπως σωστά επεσήμανε σε συνέντευξή της την Κυριακή στην τηλεόραση του Bloomberg, οι ξένοι διπλωμάτες δεν μπορούν να επιλέγουν προέδρους των ΗΠΑ. Ο Τραμπ αυτή τη στιγμή φαντάζει ως ο επικρατέστερος με διαφορά για να κερδίσει τουλάχιστον τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών για το προεδρικό χρίσμα και, αν φτάσει ξανά στον Λευκό Οίκο, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσει μια επανάσταση στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Ωστόσο, το σοκ θα ήταν μεγαλύτερο απ’ ό,τι το 2016, επειδή η Ομάδα Τραμπ θα είναι σε θέση να “τρέξει” γρήγορα τις πολιτικές της προτεραιότητες και ο αντίκτυπος θα ήταν μεγαλύτερος – στην Ευρώπη όπως και στις ΗΠΑ. Τότε, ο Τραμπ δεν είχε ομάδα, ενώ είχε και λίγες επεξεργασμένες πολιτικές έτοιμες για το ύπατο αξίωμα, καθώς κανείς δεν περίμενε ότι θα κέρδιζε.

Χρειάστηκαν τρία χρόνια σε μια τετραετή θητεία προκειμένου να “καθαρίσει” τον τελευταίο από τους λεγόμενους “ενήλικες στο δωμάτιο” – σκεφτείτε πρώην στελέχη όπως ο Γκάρι Κον και ο Ρεξ Τίλερσον ή στρατιωτικούς διοικητές όπως ο Τζέιμς “Μαντ Ντόγκ” Μάτις – που ως μέλη του υπουργικού συμβουλίου ματαίωναν την εφαρμογή ορισμένων από τις χειρότερες ιδέες του Τραμπ. Ακόμη και η προσπάθειά του να κλέψει τις εκλογές του 2020 δεν ευοδώθηκε.

Έτσι, ενώ η Μπέρμποκ έχει δίκιο στο ότι, πριν από επτά χρόνια, κανένας Ευρωπαίος δεν φανταζόταν καν ότι θα μπορούσε να καθίσει απέναντι από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ ο οποίος δεν θα υποστήριζε τον Οργανισμό του Συμφώνου του Βορείου Ατλαντικού (NATO), η συμμαχία τελικώς επέζησε. Για κάθε ξέσπασμα του Τραμπ σε μια σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, υπήρχε ένας Αμερικανός στρατηγός σε ετοιμότητα για να προσφέρει διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις. Οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ στην Ευρώπη στην πραγματικότητα κορυφώθηκαν στα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια υπό τον Τραμπ το 2019, από 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, το τελευταίο έτος της διακυβέρνησης Ομπάμα.

Αυτή τη φορά, τα MAGA ρεπουμπλικανικά think tank και οι πρώην αξιωματούχοι του Τραμπ θα έχουν δαπανήσει τέσσερα χρόνια για να ετοιμάσουν λεπτομερείς καταλόγους προσωπικού και έγγραφα πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει νομοθεσία η οποία θα τους δίνει τη δυνατότητα να ξεκινήσουν τη θητεία με μια εκκαθάριση αξιωματούχων “εκτός γραμμής”, και αυτή τη φορά ένα υπουργικό συμβούλιο που είναι απίθανο να περιλαμβάνει “ενήλικες” οι οποίοι να παρεμβαίνουν καθοριστικά.

Ο Τραμπ, για τον οποίο η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα προσωπικά του συμφέροντα και σε εκείνα των ΗΠΑ είναι δυσδιάκριτη, θα αποβλέπει σε αντίποινα εναντίον των θεωρούμενων από τον ίδιο ως εχθρών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η Γερμανία ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, πάλι, όχι.

Η Μπέρμποκ – και δεν αποτελεί έκπληξη – επικεντρώθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στις ΗΠΑ στη σημασία της συνέχισης της πολιτικής “ασφάλειας ζωής” του ΝΑΤΟ για την Ευρώπη και στην άμυνα της Ουκρανίας. Η Γερμανία, είπε, έχει αναδομήσει πλήρως την εξωτερική της πολιτική μετά τον περασμένο Φεβρουάριο για να κάνει “το σωστό”, υπερασπιζόμενη τα “θύματα” της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία. Μίλησε επίσης για το πώς η κρίση έχει αποδείξει πόσο ουσιαστική παραμένει η διατλαντική συμμαχία και για τις δύο πλευρές, όπως αυτή εκφράζεται στην αντίθεση σε μια επίθεση της οποίας η επιτυχία θα κατέστρεφε τη λεγόμενη διεθνή τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε κανόνες. Όλα τα παραπάνω είναι αλήθεια και οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι των ΗΠΑ θα συμφωνούσαν με πολλά εξ αυτών. Κάθε λέξη, ωστόσο, είναι ένα έναυσμα αντίδρασης για τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του.

Διαίρεση

Η Ουκρανία, στην Ευρώπη όπως και στις ΗΠΑ, γίνεται ολοένα και περισσότερο σημείο διαίρεσης για την εσωτερική πολιτική, με τα ακροδεξιά κόμματα να υποστηρίζουν ότι οι δαπάνες για την ενίσχυσή της στερούν πόρους από τις εσωτερικές προτεραιότητες. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις στη χώρα της Μπέρμποκ. Τα παράπονα από τα οποία τρέφονται αυτά τα κόμματα είναι πιθανό να γίνουν πιο ισχυρά από τώρα έως τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2024, καθώς ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων και της αύξησης του κόστους ζωής θα μειώνει την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα αναδιαμορφώσει την εικόνα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας μακροπρόθεσμα. Μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ θα δοκίμαζε επίσης στα όρια της πλήρους καταστροφής τη θεμελιώδη αντίληψη περί κοινών δημοκρατικών αξιών η οποία αποτελεί το υπόβαθρο της συμμαχίας ΗΠΑ-Ευρώπης, αξιών που ήδη δοκιμάζονται και θα ήταν δύσκολο να επιβιώσουν άλλα τέσσερα χρόνια χάραξης πολιτικής MAGA στον Λευκό Οίκο.

Ένας απομονωτικός και βαθιά συντηρητικός Λευκός Οίκος των ΗΠΑ πιθανότατα θα έρθει, αν όχι το 2024 και αν όχι υπό τον Τραμπ, πάντως κάποια στιγμή στο μέλλον. Για να προετοιμαστεί πραγματικά γι’ αυτό το ενδεχόμενο, η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει τα δύσκολα πράγματα για τα οποία έχει μιλήσει αλλά σε μεγάλο βαθμό απέτυχε να πραγματοποιήσει για χρόνια, αν όχι για δεκαετίες: να αναπτύξει μια πραγματική ικανότητα για άσκηση στρατηγικής και πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής, ενιαίες προμήθειες άμυνας για την αποφυγή σπατάλης σε πολλαπλές εκδόσεις των ίδιων οπλικών συστημάτων, καθώς και να εξορθολογίσει τις συλλογικές αμυντικές δαπάνες 345 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για να μπορεί να αναπτύξει τις δυνάμεις της σε κλίμακα.

Όχι μόνο η Ευρώπη θα μπορούσε τότε να παρέχει το δικό της ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, αλλά θα γινόταν και πιο ελκυστικός σύμμαχος ακόμη και για τους πλέον σκεπτικιστές Αμερικανούς.

BloombergOpinion