Αξίζουν εύσημα στον Λευκό Οίκο για την αναζωογόνηση της διπλωματίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, στη βιασύνη του να κλείσει μια συμφωνία, οι προτάσεις του πολύ συχνά έμοιαζαν να μην ξεχωρίζουν από μια υποταγή στους όρους της Ρωσίας. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να εξασφαλίσουν μια διαρκή ειρήνη, θα πρέπει να υποβάλουν μια πιο αξιόπιστη προσφορά – και, το σημαντικότερο, να αυξήσουν την πίεση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν να την αποδεχτεί.
Σύμφωνα με πολλαπλές αναφορές στα μέσα ενημέρωσης, οι Αμερικανοί διαπραγματευτές έχουν προτείνει ένα σχέδιο εκεχειρίας που θα άφηνε στη Ρωσία έναν de facto έλεγχο σχεδόν όλων των ουκρανικών εδαφών που κατέχει σήμερα. Εκτός από τα εδάφη, ο Πούτιν θα κέρδιζε και μια σημαντική ελάφρυνση των κυρώσεων. Οι ΗΠΑ μπορεί επίσης να αναγνωρίσουν επίσημα την Κριμαία, την οποία η Ρωσία προσάρτησε παράνομα το 2014.
Η Ουκρανία θα μπορούσε να διατηρήσει τον στρατό της, αλλά θα της προσφέρονταν μόνο αόριστες εγγυήσεις ασφαλείας, οι οποίες θα επιβάλλονταν από έναν ad hoc συνασπισμό συμμάχων (χωρίς τις ΗΠΑ). Τουλάχιστον για όσο διαρκεί η τρέχουσα κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα της απαγορευόταν η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Περαιτέρω λεπτομέρειες θα διαπραγματευτούν αφού σιωπήσουν τα όπλα.
Παρά την ευνοϊκή αυτή προσφορά, ο Πούτιν δεν φαίνεται να βιάζεται να τερματίσει την εισβολή του, συνεχίζοντας να απαιτεί και τις τέσσερις ουκρανικές περιοχές που ελέγχει μόνο εν μέρει. Από την πλευρά τους, οι Ουκρανοί ηγέτες υποστηρίζουν δικαίως ότι χρειάζονται μια σαφέστερη υπόσχεση για τη συνέχιση της στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ: όχι απαραίτητα στρατεύματα στο πεδίο, αλλά συστήματα αεράμυνας, βοήθεια στον κυβερνοχώρο και στις υπηρεσίες πληροφοριών, καθώς και μια αμερικανική υποστήριξη στα ενδεχόμενα συμμαχικά ειρηνευτικά στρατεύματα. Σε διαφορετική περίπτωση, οποιαδήποτε παύση είναι πιθανό να διαρκέσει μόνο όσο χρειάζεται η Ρωσία για να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της. Η συμφωνία που υπογράφηκε την Τετάρτη για να δοθεί στις ΗΠΑ προνομιακή πρόσβαση στους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας δεν αποτελεί υποκατάστατο.
Ο Λευκός Οίκος οφείλει να έχει κατά νου δύο πράγματα. Πρώτον, δεν μπορεί να περιμένει από τους Ουκρανούς να αποδεχθούν απλώς μια συνθηκολόγηση που αναμένουν ότι θα οδηγήσει σε νέα επίθεση. Αν και δεν έχουν πολλές ελπίδες να εκδιώξουν τις ρωσικές δυνάμεις στο εγγύς μέλλον, οι άμυνές τους είναι ισχυρές. Η χώρα διαθέτει τώρα τον μεγαλύτερο μόνιμο στρατό της Ευρώπης και κατασκευάζει πολλά από τα δικά της όπλα. Ο λαός της είναι κουρασμένος από τον πόλεμο, αλλά δεν είναι έτοιμος να παραδοθεί.
Δεύτερον, τα πλεονεκτήματα της Ρωσίας δεν είναι τόσο αποφασιστικά όσο φαίνονται. Τα τελευταία τρία χρόνια, τα στρατεύματά της προωθήθηκαν αργά και με τεράστιο κόστος. Η πολεμική της οικονομία πιέζεται από τον υψηλό πληθωρισμό, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, την εκτίναξη των επιτοκίων και τη συρρίκνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Αφού φέρεται να ξεπέρασε το 4% πέρυσι, η ανάπτυξη έχει πέσει γύρω στο 0%, σύμφωνα με την Goldman Sachs. Οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου έχουν μειώσει μια σημαντική πηγή εσόδων του προϋπολογισμού.
Όσο παρατείνεται ο πόλεμος, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης και κοινωνικής αναταραχής στο εσωτερικό. Ο Πούτιν έχει σοβαρούς λόγους να επιδιώξει μια συμφωνία – και λόγους να φοβάται την αμερικανική πίεση αν δεν το κάνει.
Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι έχουν παρουσιάσει την τελική τους προσφορά και είναι έτοιμοι να “αποχωρήσουν” αν οι δύο πλευρές δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν. Σίγουρα, αυτό θα ήταν σοφότερο από το να υπογράψουν μια προσχηματική συμφωνία που επιβραβεύει την επιθετικότητα και προσκαλεί μελλοντικούς πολέμους.
Μια καλύτερη στρατηγική, ωστόσο, θα ήταν να γίνει σαφές ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να παράσχουν υλικοτεχνική βοήθεια στους ειρηνευτές στο πεδίο, συνεχή υποστήριξη για τις στρατιωτικές και αμυντικές βιομηχανίες της Ουκρανίας και για την ενσωμάτωση της χώρας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και την ενδεχόμενη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να ενημερώσουν το Κρεμλίνο ότι αν συνεχίσει να εναντιώνεται, οι ΗΠΑ θα αυστηροποιήσουν περαιτέρω τις κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων δευτερογενών μέτρων κατά των αγοραστών ρωσικού πετρελαίου, και θα λάβουν μέτρα για την ενίσχυση της ικανότητας της Ουκρανίας να αμυνθεί. Η στρατιωτική βοήθεια και η πληροφοριακή υποστήριξη των ΗΠΑ θα ρέουν απρόσκοπτα.
Όποια συμφωνία και αν υπογράψει τώρα, ο Πούτιν πιθανότατα θα συνεχίσει να βλέπει την Ουκρανία ως ρωσική και την ελευθερία των Ουκρανών ως απειλή. Για να αντέξει, οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία πρέπει επομένως να περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό αποτρεπτικό μέσο κατά μιας μελλοντικής επίθεσης. Οι ΗΠΑ οφείλουν να το παράσχουν.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου