Η ανθρωπότητα αποφάσισε συλλογικά να συνεχίσει να “κακομαθαίνει” τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων παρά το γεγονός ότι γνωρίζει εδώ και δεκαετίες ότι τα προϊόντα της είναι όχι μόνο επιβλαβή για τη μακροπρόθεσμη ευημερία αλλά και άμεσα αντικαταστάσιμα. Δεν πρέπει να κάνει το ίδιο λάθος με την τεχνητή νοημοσύνη.
Την περασμένη εβδομάδα, η Λόρενς Τουμπιάνα, CEO του European Climate Foundation, μιας μη κερδοσκοπικής ομάδας έρευνας και υπεράσπισης, πρότεινε τη φορολόγηση της τεχνητής νοημοσύνης για να συγκεντρωθούν χρήματα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η Τουμπιάνα βοήθησε στη διαμόρφωση της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα και είναι μέλος της Global Solidarity Levies Task Force, μιας ομάδας που ψάχνει πηγές χρηματοδότησης για να βοηθήσει τον κόσμο να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο χαοτικό και καταστροφικό όσο ο πλανήτης θερμαίνεται. Η ομάδα έχει εντοπίσει κάποιους προφανείς στόχους, όπως η φορολόγηση των “premium flyers”, των κρυπτονομισμάτων, των κερδών από ορυκτά καύσιμα και των εκπομπών της ναυτιλίας.
Μέχρι τα σχόλια της Τουμπιάνα, η ομάδα δεν είχε πει πολλά για την τεχνητή νοημοσύνη. Ο νόμος του Σάτον – βασισμένος στον απόκρυφο ισχυρισμό του Γουίλι Σάτον ότι λήστευε τράπεζες επειδή εκεί ήταν τα χρήματα – υποδηλώνει ότι ίσως θα πρέπει να ρίξει μια ματιά στο AI. Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη εκτιμά ότι η αξία αυτής της αγοράς θα εκραγεί από 189 δισεκατομμύρια δολάρια σε 4,8 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2033, αρχίζοντας να απειλεί το μέγεθος της αγοράς ορυκτών καυσίμων.

Όλη αυτή η ανάπτυξη θα απαιτήσει ιλιγγιώδη ποσά ενέργειας για την αδιάκοπη λειτουργία των κέντρων δεδομένων (data centers) και πολύ νερό για την ψύξη των διακομιστών. Αυτές οι ενεργοβόρες εγκαταστάσεις, οι οποίες ξεφυτρώνουν σε όλο τον κόσμο, θα μπορούσαν να καταναλώνουν έως και το 12% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ έως το 2028, σύμφωνα με μια περσινή έκθεση του Lawrence Berkeley National Laboratory, από 4,4% το 2023. Μέχρι το 2050, τα κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να καταναλώνουν έως και το 8,7% της ενέργειας ολόκληρου του κόσμου, εκτιμά το BloombergNEF.
Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας θα παράγεται από ορυκτά καύσιμα, την κύρια πηγή των αερίων του θερμοκηπίου που θερμαίνουν την ατμόσφαιρα. Οι λειτουργίες των κέντρων δεδομένων θα μπορούσαν να αυξήσουν τις παγκόσμιες εκπομπές αυτών των αερίων κατά 3,5 δισεκατομμύρια τόνους την επόμενη δεκαετία, υπολογίζει το BNEF, που αντιστοιχεί περίπου στο 10% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών σήμερα. Τα μικροτσίπ, ο χάλυβας και το τσιμέντο που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κέντρων δεδομένων έχουν το δικό τους βαρύ κλιματικό αποτύπωμα. Εν τω μεταξύ, τα αμερικανικά κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να καταναλώνουν 74 δισεκατομμύρια γαλόνια νερού ετησίως έως το 2028, από λιγότερα από 6 δισεκατομμύρια το 2014, σύμφωνα με το Lawrence Berkeley.
Υπό αυτό το πρίσμα, η φορολόγηση της τεχνητής νοημοσύνης για την αντιμετώπιση της βλάβης που προκαλεί στο κλίμα ακούγεται σαν μια πολύ καλή ιδέα. Έχουμε ήδη το τέλειο παράδειγμα για το τι συμβαίνει όταν αποτυγχάνεις να θέσεις μια βιομηχανία προ των ευθυνών της για τον αντίκτυπό της στο περιβάλλον: τα ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, δίνουμε στους παραγωγούς πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα περίπου 6 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο σε σιωπηρές επιδοτήσεις, επειδή δεν τιμολογούμε τα προϊόντα τους αρκετά υψηλά ώστε να ληφθούν υπόψη οι περιβαλλοντικές ζημιές που προκαλούν. Πρόκειται για πολλά χρήματα, που θα μπορούσαν να διατεθούν για την προστασία μας από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και τις φυσικές καταστροφές.
Το σκεπτικό αυτών των επιδοτήσεων είναι ότι τα κοινωνικά οφέλη των ορυκτών καυσίμων – δηλαδή η άφθονη ενέργεια που τροφοδοτεί την οικονομική ανάπτυξη – αντισταθμίζουν το κόστος. Αλλά αυτό γίνεται όλο και πιο αναληθές κάθε χρόνο, καθώς το όλο και πιο χαοτικό κλίμα προκαλεί όλο και περισσότερες καταστροφές. Κάθε επιπλέον βαθμός Κελσίου στη θερμοκρασία του πλανήτη σε σχέση με τους προβιομηχανικούς μέσους όρους μειώνει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη κατά 12%, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε πέρυσι.
Φυσικά, αυτό δεν ήταν τόσο προφανές τον 19ο αιώνα, όταν η σημερινή βιομηχανία ορυκτών καυσίμων ήταν παρά μια ιδέα στο μυαλό του Τζον Ντ. Ροκφέλερ. Μαγικά πράγματα έβγαιναν από τη γη που κρατούσαν τα φώτα αναμμένα, και μας πήρε λίγο χρόνο να δούμε την αρνητική πλευρά. Αντίθετα, τα κοινωνικά οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης είναι στην καλύτερη περίπτωση ασαφή, ενώ τα πολλά μειονεκτήματα είναι ήδη εμφανή. Δεν έχει νόημα να δώσουμε σε αυτή τη βιομηχανία το δικό της ελεύθερο πάσο για την περιβαλλοντική καταστροφή.
Θεωρητικά, ένας φόρος στο AI, ή τουλάχιστον στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, θα ωθούσε τις τεχνολογικές εταιρείες να αναζητήσουν αποδοτικότητα και καθαρότερες πηγές ενέργειας. Στην πράξη, το να λειτουργήσει ένας τέτοιος φόρος θα ήταν πρόκληση, μου είπε ο Ρόμπερτ Μπίκελ, διευθυντής του προγράμματος Socially‚ Environmentally‚ and Ethically Responsible στο Pepperdine Graziadio Business School.
Αν ο φόρος είναι πολύ χαμηλός, τότε γίνεται απλώς ένα ακόμη κόστος μεταξύ άλλων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις και χάνει την αποτελεσματικότητά του. Αν είναι πολύ υψηλός, τότε οι εταιρείες τεχνολογίας θα κατασκευάσουν τα κέντρα δεδομένων τους σε μια χώρα που δεν είναι τόσο επιλεκτική όσον αφορά στο περιβάλλον. Το καθαρό αποτέλεσμα μπορεί να είναι περισσότερες εκπομπές από ό,τι χωρίς τον φόρο.
Η καθολική εφαρμογή ενός τέτοιου φόρου θα βοηθούσε στην επίλυση αυτού του προβλήματος. Καλή τύχη στο να πείσουμε δύο από τους μεγαλύτερους λάτρεις της τεχνητής νοημοσύνης στον κόσμο – τις ΗΠΑ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και την Κίνα – να συμφωνήσουν. Για το θέμα αυτό, ένας παγκόσμιος φόρος άνθρακα θα ήταν το πιο αποτελεσματικό μέτρο από όλα, που θα αντιμετώπιζε αυτές τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων και θα κρατούσε τη βιομηχανία τεχνητής νοημοσύνης σε τάξη, με μια κίνηση. Αλλά αυτό ακούγεται ακόμα πιο δύσκολο να εφαρμοστεί.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα εργαλεία. Το κίνημα NIMBYism (“Not In My Back Yard”) δεν είναι πάντα χρήσιμο για αρκετούς λόγους, αλλά έχει βάλει ένα φρένο στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των κέντρων δεδομένων. Τα τελευταία δύο χρόνια, έργα αξίας 64 δισεκατομμυρίων δολαρίων ακυρώθηκαν ή καθυστέρησαν εξαιτίας της αντίδρασης του κόσμου, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα Data Center Watch. Η αντίδραση είναι διακομματική: το 55% των δημόσιων λειτουργών που αντιτάχθηκαν σε νέα κέντρα δεδομένων ήταν Ρεπουμπλικάνοι.
Η πίεση από τους ντόπιους και τους επενδυτές θα μπορούσε να είναι αρκετή για να κάνει τους παρόχους AI να υιοθετήσουν τεχνολογία που χρησιμοποιεί λιγότερη ενέργεια και νερό. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την περίσσεια θερμότητας για να κρατήσουν ζεστά τα σπίτια στις κοντινές τοπικές κοινωνίες, μειώνοντας τους λογαριασμούς ενέργειας και τη ζήτηση ορυκτών καυσίμων. Θα μπορούσαν να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αναβαθμίσεις του δικτύου και απομάκρυνση και δέσμευση άνθρακα.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να σταματήσουν και να σκεφτούν κατά πόσο αυτή η βιασύνη να κάνουν την τεχνητή νοημοσύνη όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και πιο απαιτητική σε πόρους είναι πραγματικά απαραίτητη. “Υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία ότι η περισσότερη τεχνολογία και η μεγαλύτερη ανάπτυξη είναι εγγενώς καλές”, δήλωσε ο Μπίκελ. “Μου αρέσει να αντιστρέφω αυτή την [πεποίθηση] και να λέω τι εξυπηρετεί η οικονομία; Τι εξυπηρετεί η τεχνητή νοημοσύνη; Πώς συμβάλλει στην ανθρώπινη ευημερία ή ακόμη και στην υπαρξιακή σταθερότητα;”.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό να γίνει η ανάπτυξη της ΑΙ πιο βιώσιμη και να αποφευχθούν πολλά περισσότερα δαπανηρά λάθη.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου