Η Τούλσι Γκάμπαρντ, η διευθύντρια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, ομολογουμένως αστόχησε, σε ένα μελοδραματικό βίντεο που δημοσίευσε μετά την επίσκεψή της στη Χιροσίμα, η οποία καταστράφηκε από την ατομική βόμβα πριν από ακριβώς 80 χρόνια.

“Καθώς βρισκόμαστε σήμερα εδώ, πιο κοντά στο χείλος του πυρηνικού αφανισμού από ποτέ άλλοτε”, είπε η Γκάμπαρντ, “οι πολεμοκάπηλοι της πολιτικής ελίτ υποδαυλίζουν απρόσεκτα τον φόβο και τις εντάσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων”. Αυτή η αναφορά σε απροσδιόριστους πολεμοκάπηλους ακολουθούσε το ατυχές μοτίβο της να διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας. Το αφεντικό της, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, δεν ήταν ευχαριστημένος.

Αλλά η Γκάμπαρντ είχε δίκιο σε ένα σημείο: ότι εμείς – οι Homo sapiens – μπορεί να βρισκόμαστε πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού από ποτέ άλλοτε. Αυτό είναι που ακούω συνεχώς από ειδικούς σε θέματα πυρηνικής στρατηγικής στην Ουάσινγκτον. Ο κίνδυνος σήμερα μπορεί να μην είναι τόσο οξύς όσο ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Αλλά είναι πολύ πιο διάχυτος, περίπλοκος και απρόβλεπτος από ποτέ. Και ενώ οι γνώστες μπορούν να συνοψίσουν το πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, κανείς, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει μια καλή ιδέα για το πού πρέπει να πάμε από εδώ και πέρα.

Η “διάγνωση” είναι ουσιαστικά ένας μακρύς κατάλογος ξεχωριστών αλλά ταυτόχρονων εξελίξεων που ανέτρεψαν συλλογικά τη σχετικά απλή ισορροπία του τρόμου που σταθεροποίησε τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου. Εκείνη την εποχή, δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις κρατούσαν η μία την άλλη υπό έλεγχο, ενώ μερικά άλλα έθνη διατηρούσαν μικρά οπλοστάσια για αποτροπή και σχεδόν όλες οι άλλες χώρες τηρούσαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης, που είχε ως στόχο να περιορίσει την εξάπλωση αυτών των διαβολικών όπλων.

Ολόκληρα οικοσυστήματα εμπειρογνωμοσύνης είχαν ανθίσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα και την κυβέρνηση για να μοντελοποιήσουν τα σενάρια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον Αρμαγεδδώνα, και η προκύπτουσα θεωρία παιγνίων, αν και εξελιγμένη, ήταν σχετικά απλή. Ορίζοντας ότι ένας πυρηνικός πόλεμος “δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί”, οι δύο μεγάλοι – Ουάσιγκτον και Μόσχα – διαπραγματεύτηκαν συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών για τη μείωση του αριθμού των πυρηνικών κεφαλών και των όπλων. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στράφηκαν στη μελέτη άλλων απειλών – τρομοκρατία και άλλα παρόμοια θέματα – επειδή η πυρηνική εξόντωση φαινόταν “passé”.

Αντίθετα, βρίσκεται και πάλι στην κορυφή της “κατάταξης τρόμου”. Η τελευταία εναπομείνασα συνθήκη για τον έλεγχο των όπλων μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, που ονομάζεται New START, λήγει σε έξι μήνες και δεν γίνονται προσπάθειες για την παράταση ή την αντικατάστασή της. Το ένα από τα δύο μέρη, η Ρωσία, ενεργεί κακόπιστα και παραβιάζει τα πυρηνικά ταμπού απειλώντας να χρησιμοποιήσει όπλα χαμηλότερης απόδοσης (που μερικές φορές αποκαλούνται “τακτικά” ή πυρηνικά “πεδίου μάχης”) στην Ουκρανία και τοποθετώντας πυρηνικές κεφαλές στη γειτονική Λευκορωσία.

Ακόμη χειρότερα, μια τρίτη πυρηνική υπερδύναμη, η Κίνα, μετατρέπει την πρώην δυάδα σε τριάδα. Ενώ το Πεκίνο διατηρούσε επί μακρόν ένα ελάχιστο αποτρεπτικό μέσο, τα τελευταία χρόνια διπλασίασε το οπλοστάσιό του σε περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές και προσθέτει γρήγορα κι άλλες, με προφανή στόχο να έχει 1.500 περίπου σε μια δεκαετία – περίπου όσες έχουν αναπτύξει σήμερα οι ΗΠΑ και η Ρωσία*.

Αυτή η νέα πραγματικότητα αναγκάζει τους αναλυτές στην Ουάσιγκτον να αναλογιστούν τι θα συνέβαινε αν η Ρωσία και η Κίνα συντόνιζαν ποτέ επιθέσεις, ας πούμε, στην Ανατολική Ευρώπη και την Ταϊβάν. Ένας τέτοιος διμέτωπος πόλεμος θα μπορούσε να ξεκινήσει “συμβατικά” (δηλαδή χωρίς πυρηνικά) αλλά να κλιμακωθεί με χρήση πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης, οπότε η περαιτέρω κλιμάκωση θα ήταν ανυπολόγιστη.

Οι ΗΠΑ ήδη εκσυγχρονίζουν -αν και με τεράστιες καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους- τους πυραύλους, τα βομβαρδιστικά, τα υποβρύχια και τις κεφαλές τους. Θα πρέπει μήπως τώρα να ενισχύσουν και το οπλοστάσιό τους συνολικά, για να αποτρέψουν ή να είναι σε θέση να πολεμήσουν ταυτόχρονα τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα; Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η πυρηνική αποτροπή δεν είναι ένα καθαρό παιχνίδι αριθμών (όλες οι πλευρές θα μετατρέπονταν γρήγορα σε ερείπια). Και η θεωρία παιγνίων δεν είναι καθόλου σαφής σχετικά με το τι είναι σταθεροποιητικό και τι αποσταθεροποιητικό στον πραγματικό κόσμο- τα μαθηματικά σε ένα τέτοιο “πρόβλημα των τριών σωμάτων” γίνονται απαγορευτικά.

Ούτε ο αριθμός τρία αποτυπώνει τη φρίκη αυτού του προβλήματος. Συνολικά, εννέα χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Και ακόμη και αν τα πρόσφατα αμερικανικά χτυπήματα στο Ιράν ανακόψουν για λίγο το πρόγραμμα της Τεχεράνης, άλλες χώρες μπορεί να κατασκευάσουν τα δικά τους. Σε αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Νότια Κορέα ή η Πολωνία, αν χάσουν την πίστη τους στην αμερικανική πυρηνική “ομπρέλα”.

Περισσότεροι παίκτες σημαίνει περισσότερα σενάρια και πιθανότητες να κάνουν λάθος υπολογισμούς. (Μια ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδος είναι η φάση κατά την οποία οι χώρες κατασκευάζουν πυρηνικά αλλά δεν τα διαθέτουν ακόμη, επειδή οι αντίπαλοι μπορεί να σκέφτονται προληπτικά πλήγματα).  Η Βόρεια Κορέα μπορεί ήδη να πλήξει τις ΗΠΑ με τα όπλα της- και η Ουάσινγκτον πιστεύει ότι και το Πακιστάν κατασκευάζει πυραύλους που μπορούν να φτάσουν στην Αμερική.

Ακόμη και αυτό, δεν αποδίδει το νέο τοπίο απειλών, διότι οι τύποι των πολεμικών κεφαλών και των οχημάτων μεταφοράς αλλάζουν. Για παράδειγμα, περισσότερες χώρες επενδύουν σε αυτά τα τακτικά πυρηνικά όπλα που ανέφερα, τα οποία είναι “περιορισμένα” μόνο στη θεωρία αλλά στην πράξη είναι πιθανό να προκαλέσουν ανεξέλεγκτη κλιμάκωση σε πυρηνικό πόλεμο πλήρους κλίμακας.

Η Κίνα κατασκευάζει επίσης υπερηχητικά οχήματα ολίσθησης, τα οποία, σε αντίθεση με τους βαλλιστικούς πυραύλους, μπορούν να ταξιδέυουν γύρω από τη Γη και να αποκρύπτουν τους προορισμούς τους. Η Ρωσία σκέφτεται να τοποθετήσει πυρηνικά στο διάστημα. Και ο Τραμπ θέλει να τοποθετήσει εκεί πάνω έναν αμυντικό “Χρυσό Θόλο”, ο οποίος θα δημιουργήσει τα δικά του στρατηγικά προβλήματα.

Προσθέστε σε αυτές τις ανατροπές τον αστάθμητο παράγοντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο οποίος επιταχύνει δραστικά την ανθρώπινη λήψη αποφάσεων και συνεπώς αυξάνει την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους, ιδίως υπό πίεση. Αυτοί οι κίνδυνοι γίνονται ακόμη χειρότεροι όπου η τεχνητή νοημοσύνη συναντά την παραπληροφόρηση. (Κατά την πρόσφατη σύγκρουση μεταξύ της επίσης πυρηνικά εξοπλισμένης Ινδίας και του Πακιστάν, ψεύτικες φωτογραφίες ζημιών έγιναν viral και στις δύο χώρες). Οι επιστήμονες προειδοποιούν για τον συνδυασμό παραπληροφόρησης που “πυκνώνει την ομίχλη του πολέμου” και “δίνει τους κωδικούς εκτόξευσης στο ChatGPT”.

Ειδικοί μελετούν αυτές τις εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των Βιπιν Ναράνγκ και Πρανάι Βάντι, δύο πυρηνικών εμπειρογνωμόνων που υπηρέτησαν στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και τώρα βρίσκονται στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Αλλά είναι άλλο η “διάγνωση”, και άλλο η “συνταγογράφηση”. Οι ΗΠΑ “θα χρειαστούν καινοτόμες προσεγγίσεις”, καταλήγουν – χωρίς να απαριθμούν κάποια από αυτές.

“Πλησιάζουμε σε έναν τριπολικό κόσμο και όλα είναι διαφορετικά σε αυτό το σενάριο”, λέει ο Τζον Μπόλτον, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας στην πρώτη θητεία του Τραμπ. “Όλοι οι υπολογισμοί μας σχετικά με τα πυρηνικά όπλα, την πυρηνική τριάδα, το πού αναπτύσσεται το υλικό, πώς δημιουργείς δομές αποτροπής”, μου είπε, “πώς συμμετέχεις σε διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών, όλα αυτά, όλη αυτή η θεωρία … όλα αυτά είναι σε διπολική βάση”. Στη συνέχεια πρόσθεσε με θλίψη: “Αν μιλάμε για τρίπολο, πρέπει να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή”.

Ο Τραμπ φαίνεται να έχει αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα. Έχει πει επανειλημμένα ότι θέλει να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών και ότι θέλει να είναι τουλάχιστον τριμερείς, συμπεριλαμβάνοντας τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα. Το αν οι ομόλογοί του στη Μόσχα και το Πεκίνο θα ανταποκριθούν είναι ασαφές.

Πολλά διχάζουν αυτούς τους τρεις ηγέτες, αλλά και την ανθρωπότητα. Ωστόσο, αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε να απομονώσουμε τα μίση και τις ματαιοδοξίες μας για να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μοναδική απειλή, τίποτα δεν θα έχει σημασία.

*”Αναπτυγμένο” σημαίνει έτοιμο για χρήση ανά πάσα στιγμή. Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα έχουν επίσης χιλιάδες ακόμη σε αποθήκες.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion