Της συντακτικής ομάδας του Bloomberg

Αν σε ένα πράγμα συμφωνούν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό είναι ότι το μπλοκ πρέπει να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά του – βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση επειγουσών προκλήσεων όπως η ανοικοδόμηση της άμυνας, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Ωστόσο, στην προσέγγισή τους στον τραπεζικό τομέα, ορισμένοι συμπεριφέρονται σαν να μην καταλαβαίνουν τι πραγματικά σημαίνει ο όρος.

Οι τράπεζες κυριαρχούν στη χρηματοδότηση στην Ευρώπη, οπότε είναι βέβαιο ότι θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των τρισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτούνται για την κατασκευή περισσότερων αρμάτων μάχης, την εγκατάσταση σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και γενικά για επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες και πολυεθνικές ώστε να μπορούν να μεταφέρουν τα χρήματα οπουδήποτε χρειάζεται στην Ευρώπη. Θα πρέπει επίσης να είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, ώστε να έχουν την ικανότητα απορρόφησης ζημιών για να αναλαμβάνουν άφθονα ρίσκα.

Οι τράπεζες της ΕΕ δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Εστιάζουν ως επί το πλείστον στο εσωτερικό, σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να διαθέτουν την κλίμακα και το εύρος για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και της διαφοροποίησης. Μόνο η αγοραία αξία της JP Morgan Chase & Co. ξεπερνάει τη συνολική αξία των επτά μεγαλύτερων εισηγμένων στο χρηματιστήριο ιδρυμάτων της Ευρώπης. Τα TCE (tangible equity) ανέρχονται μόλις στο 4,8% των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων (tangible assets) – γεγονός που τις καθιστά σημαντικά λιγότερο κεφαλαιοποιημένες από τις αντίστοιχες αμερικανικές τράπεζες. Ακόμα χειρότερα, η προτίμησή τους για το χρέος των χωρών τους ενισχύει έναν φαύλο κύκλο, το λεγόμενο “doom loop”, όπου τα οικονομικά των τραπεζών και των κυβερνήσεων είναι επικίνδυνα αλληλένδετα.

Γνωρίζει η Ευρώπη έστω τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα;

Οι αξιωματούχοι της ΕΕ γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Ένας μηχανισμός εγγύησης καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα στοιχείο που λείπει εδώ και καιρό από την τραπεζική ένωση του μπλοκ, θα επέτρεπε τη δημιουργία πραγματικά πανευρωπαϊκών ιδρυμάτων – για παράδειγμα, με την εξάλειψη της ανάγκης να καλύπτονται οι καταθέσεις σε κάθε χώρα με περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα απαιτούσε μια αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ΕΕ με την εξουσία να κατάσχει προβληματικά ιδρύματα (κατά τα πρότυπα της US Federal Deposit Insurance Corp.) καθώς και κάποιο είδος ορίου για την έκθεση του κράτους της χώρας προέλευσης. Πέραν αυτού, η πιστή εφαρμογή των παγκοσμίως συμφωνημένων κεφαλαιακών κανόνων θα ενίσχυε την ανθεκτικότητα και θα αμβλύνει τις ανησυχίες σχετικά με το ποιος θα πληρώσει για τις διασώσεις.

Η πολιτική εμποδίζει πάντοτε τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Στους εκλεγμένους αξιωματούχους αρέσει να έχουν εθνικούς πρωταθλητές που είναι πιο πρόθυμοι να υπακούν στις διαταγές τους. Επηρεάζονται επίσης από τα στελέχη των τραπεζών, τα οποία τείνουν να ευνοούν μια φιλικότερη τοπική εποπτεία – και τα οποία προτιμούν να χρησιμοποιούν λιγότερα ίδια κεφάλαια και περισσότερο χρέος, επειδή το τελευταίο απολαμβάνει κρατικές επιδοτήσεις και ενισχύει ορισμένα μέτρα κερδοφορίας.

Δείτε τον Φρίντριχ Μερτς, τον νεοεκλεγέντα καγκελάριο της Γερμανίας. Κατήγγειλε τη “μη φιλική” προσφορά της ιταλικής τράπεζας UniCredit SpA για την εξαγορά της Commerzbank AG (σε πείσμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θεωρεί τέτοιου είδους συγχωνεύσεις απαραίτητες για την ανταγωνιστικότητα) και επανέλαβε τη μακροχρόνια αντίθεση της χώρας του στην ασφάλιση των καταθέσεων σε όλη την ΕΕ – ακολουθώντας τη γραμμή των δημοσίων και συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες υποστηρίζουν ότι θα καταλήξουν να πληρώσουν μεγάλο μέρος του λογαριασμού. Οι δικές τους ασφαλιστικές ρυθμίσεις, ωστόσο, δεν έχουν αποτρέψει ορισμένες πολύ μεγάλες διασώσεις που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους, γεγονός που υποδηλώνει ότι μια υπερεθνική προσέγγιση θα μπορούσε να ωφελήσει συνολικά τους Γερμανούς.

Εν τω μεταξύ, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, μεταξύ άλλων, πίεσε με επιτυχία την ΕΕ να αναβάλει δύο φορές την εφαρμογή αυστηρότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις συναλλαγές των τραπεζών. Όπως έχει υποστηρίξει η ΕΚΤ, αυτό είναι ακριβώς το λάθος είδος απορρύθμισης. Ο εξορθολογισμός των κεφαλαιακών κανόνων – οι οποίοι είναι αδικαιολόγητα πολύπλοκοι – θα ήταν μια πολύ ανώτερη μορφή ανακούφισης.

Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ένα κατακερματισμένο, εύθραυστο τραπεζικό σύστημα -όπως και οι διαιρεμένες κεφαλαιαγορές, το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και η αμυντική βιομηχανία- δεν αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αντιθέτως, θα υπονομεύσει την πρόοδο στον τομέα της ασφάλειας, του περιβάλλοντος και της παραγωγικότητας που χρειάζεται επειγόντως η ΕΕ.

BloombergOpinion