Του Conor Sen

Δεν χρειάζεται να ψάχνει κανείς μακριά αυτή την περίοδο για ενδείξεις επικείμενης ύφεσης: η αγορά κατοικίας κατρακυλά, η καμπύλη αποδόσεων της αγοράς ομολόγων έχει αντιστραφεί και η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) προβλέπει ότι το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα θα αυξηθεί το 2023. Ένας άλλος αξιοσημείωτος παράγοντας, ωστόσο, που ήταν μέρος αυτής της ζοφερής εικόνας μόλις πριν από λίγους μήνες, έχει εξαφανιστεί: η τιμή του πετρελαίου.

Στις τρεις πιο πρόσφατες υφέσεις πριν από την πανδημία, το πετρέλαιο είχε εκτιναχθεί στα ύψη ακριβώς πριν την εκδήλωση ύφεσης. Είδαμε τις τιμές να αυξάνονται νωρίτερα μέσα στο έτος, για να τις δούμε στη συνέχεια να χαλαρώνουν τους τελευταίους έξι μήνες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο πλανήτης δεν θα συμφωνήσει ποτέ να καταργήσει το πετρέλαιο

Αυτή είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες εξελίξεις για τους ανθρώπους οι οποίοι ελπίζουν ότι η υπερθερμανθείσα οικονομία των ΗΠΑ θα είναι σε θέση να επιτύχει μια ήπια προσγείωση. Εγείρει επίσης ερωτήματα σχετικά με το εάν το πετρέλαιο είναι εξίσου σημαντικός οικονομικός δείκτης σε σχέση με το παρελθόν.

Ιστορία

Ιστορικά, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου έχει υπάρξει κακή για την οικονομία των ΗΠΑ επειδή συμπιέζει τους καταναλωτές και τους παραγωγούς – και συχνά συμβαίνει όταν η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια για να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό.

Η ύφεση του 1990 ξεκίνησε με την έναρξη του Πολέμου του Κόλπου, όταν οι τιμές του πετρελαίου διπλασιάστηκαν. Και πάλι, οι τιμές αυξήθηκαν στα 33 δολάρια το βαρέλι από τα 12 δολάρια πριν η οικονομία κυλήσει σε ύφεση στις αρχές του 2001. Η δε ύφεση του 2008 ήταν ακόμη χειρότερη, καθώς οι τιμές του πετρελαίου εξακολουθούσαν να αυξάνονται μετά την έναρξη της οικονομικής συρρίκνωσης – κι έτσι οι καταναλωτές επλήγησαν συνδυαστικά από την κατακρήμνιση της αγοράς κατοικιών και το υψηλότερο ενεργειακό κόστος.

Όταν οι τιμές του πετρελαίου εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία στις αρχές του τρέχοντος έτους, φάνηκε ότι η ιστορία μπορεί να επαναλαμβανόταν. Μεταξύ Νοεμβρίου 2020 και Ιουνίου 2022, η τιμή ενός βαρελιού αργού πετρελαίου τύπου West Texas Intermediate αυξήθηκε στα 120 δολάρια από τα 40. Η Fed πραγματοποίησε την πρώτη της αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% τον Ιούνιο του 2021, εν μέρει λόγω του πληθωρισμού που δημιουργήθηκε από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου.

Εκείνη όμως αποδείχθηκε ότι ήταν η κορύφωση της τιμής του αργού, ενώ η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε το γ’ τρίμηνο και μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι ακόμη ισχυρότερη το δ’ τρίμηνο. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για να εξηγήσει κανείς γιατί οι τιμές μειώθηκαν: οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed αποθάρρυναν την κερδοσκοπία στις αγορές εμπορευμάτων. Η απελευθέρωση πετρελαίου, με πρωτοβουλία του Λευκού Οίκου, από το Στρατηγικό Αποθεματικό Πετρελαίου των ΗΠΑ, αύξησε την προσφορά, ενώ οι προσπάθειες της Κίνας να ελέγξει την εξάπλωση της Covid-19 αποδυνάμωσαν τη ζήτηση για πετρέλαιο εκεί. Όλα αυτά αποτελούν μια κάποια ανακούφιση για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ.

Ούριος άνεμος

Με την τιμή του πετρελαίου να έχει πλέον υποχωρήσει κατά 35% από την κορύφωσή της, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το πετρέλαιο γίνεται περισσότερο ούριος παρά αντίθετος άνεμος για την οικονομική ανάπτυξη. Τη Δευτέρα, η μέση λιανική τιμή της βενζίνης στις ΗΠΑ έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Φεβρουάριο. Αν και τα 3,60 δολάρια το γαλόνι εξακολουθούν να ακούγονται πολλά για τους καταναλωτές που συνήθιζαν να πληρώνουν λιγότερα τα προηγούμενα χρόνια, τα εισοδήματα των εργαζομένων έχουν αυξηθεί πολύ με την πάροδο του χρόνου. Σε σχέση με την αύξηση των μέσων μισθών, οι τιμές της βενζίνης βρίσκονται σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα του 2018 – μια εποχή κατά την οποία οι τιμές του πετρελαίου δεν φιλοξενούνταν στα πρωτοσέλιδα.

Επομένως, είναι λογικό να υποστηρίξει κανείς ότι οι τιμές της ενέργειας απλώς δεν είναι πια τόσο σημαντικές για την κατεύθυνση της οικονομίας των ΗΠΑ όσο ήταν παλιότερα. Μια οικονομία της δεκαετίας του 2020 που βασίζεται κατά κύριο λόγο στις υπηρεσίες είναι λιγότερο ευαίσθητη στις τιμές της ενέργειας από μια οικονομία της δεκαετίας του 1970, η οποία βασιζόταν στη μεταποίηση. Η εξέλιξη της εγχώριας ενέργειας την τελευταία δεκαετία καθιστά τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου περισσότερο μια δυναμική με κερδισμένους και χαμένους, παρά μια πραγματικότητα ενώπιον της οποίας η οικονομία των ΗΠΑ υποφέρει συνολικά.

Τα κέρδη αποδοτικότητας και η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) σημαίνουν ότι η ενέργεια αποτελεί ολοένα και χαμηλότερο μερίδιο των οικιακών προϋπολογισμών με την πάροδο του χρόνου – τον Σεπτέμβριο, τα ενεργειακά αγαθά και υπηρεσίες αποτελούσαν το 4,5% των δαπανών των νοικοκυριών, το ήμισυ σε σχέση με εκείνο που αποτελούσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Επίσης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν η πτώση των τιμών του πετρελαίου από τον Ιούνιο έως σήμερα θα αποδειχθεί διατηρήσιμη. Οι απελευθερώσεις ποσοτήτων από το Στρατηγικό Αποθεματικό Πετρελαίου πρόκειται να τερματιστούν. Η ζήτηση της Κίνας θα μπορούσε να αυξηθεί καθώς η χώρα χαλαρώνει τις πολιτικές της έναντι του Covid. Εάν η Ευρώπη περάσει έναν σκληρό χειμώνα παραμένοντας σε αρκετά καλή κατάσταση, η οικονομική ανάπτυξη και η ζήτηση για πετρέλαιο στην περιοχή θα μπορούσαν να επιταχυνθούν. Η αγορά πετρελαίου εξακολουθεί να φαντάζει διαρθρωτικά ανεπαρκής ως προς την προσφορά τα επόμενα χρόνια.

Σε ό,τι όμως αφορά την αναζήτηση “σημάτων” για την οικονομία, η τιμή του πετρελαίου δεν δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ύφεσης στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή. Στην πραγματικότητα, οι τιμές είναι αρκετά χαμηλές ώστε αναμφισβήτητα να ενισχύουν αντί να συμπιέζουν την ανάπτυξη. Οι υφέσεις γενικά δεν συμβαίνουν όταν τα εισοδήματα των εργαζομένων αυξάνονται και οι τιμές της ενέργειας υποχωρούν – αυτό είναι καλό να το θυμάται κανείς σε μια εποχή που υπάρχει τριγύρω μας τόσο μεγάλη αρνητικότητα.

Πηγή: BloombergOpinion