Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να μειώσει τα επιτόκια μέχρι τουλάχιστο τον Σεπτέμβριο του 2024, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση οικονομολόγων που οργάνωσε το Bloomberg, κάτι που υποδηλοί πως η γενική εντύπωση δεν επιτρέπει αισιοδοξία ούτε για τη μείωση του πληθωρισμού κάτω από το 2% μέσα στον επόμενο χρόνο.
Άλλωστε, το περασμένο Σάββατο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε πως χρειάζεται χρόνος για να ελεγχθούν οι τιμές καταναλωτή. «Ο βασικός πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα», δήλωσε η κ. κάρντ, η οποία υποστήριξε πως «η αύξηση των μισθών βρίσκεται σε ιστορικά επίπεδα» και ότι «ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% το 2025»…
Το αποτέλεσμα της τελευταίας έρευνας του Bloomberg μεταξύ οικονομολόγων αποτελεί απόκλιση από τον προηγούμενο γύρο, όταν οι ερωτηθέντες πίστευαν πως η μείωση του κόστους δανεισμού θα ξεκινούσε τον Μάρτιο του ’24. Η έρευνα συμφωνεί με τα σχόλια αξιωματούχων της ΕΚΤ που μίλησαν στο περιθώριο των ετήσιων συνεδριάσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο Μαρακές τις τελευταίες ημέρες. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρτινς Καζάκς δήλωσε ότι οι τρέχουσες οικονομικές προβλέψεις δεν συνάδουν με μια μείωση των επιτοκίων στο πρώτο εξάμηνο του 2024 και «στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, θα δούμε».
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Σλοβενίας Bostjan Vasle δήλωσε ότι η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων είναι ένδειξη ότι και οι επενδυτές αποδέχονται ότι θα χρειαστεί μια «μεγαλύτερη περίοδος υψηλότερων επιτοκίων» για να επανέλθει ο πληθωρισμός στον στόχο του 2%.
Οι αναλυτές που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση του Bloomberg εξακολουθούν να θεωρούν ότι η αύξηση των τιμών θα συγκρατηθεί στο 2,7% το επόμενο έτος και στο 2,1% το 2025. Ωστόσο, η οικονομική επέκταση αναμένεται να είναι χαμηλότερη από ό,τι προηγουμένως. Η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί μόλις στο 0,7% το επόμενο έτος μετά από 0,5% το 2023, έδειξε η δημοσκόπηση.
Παράλληλα, όμως, κυβερνητικά στελέχη χωρών της Ευρωζώνης, καθώς και οικονομικοί αναλυτές, εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο πρόκλησης μιας νέας ενεργειακής κρίσης και πρόσθετων πληθωριστικών πιέσεων ευρύτερα, αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι ότι η εμπόλεμη κατάσταση στο Ισραήλ δυνατό να οδηγήσει τις τιεμές του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι ή και ψηλότερα.