Δεν φαίνεται να υπάρχει χαραμάδα ελπίδας για μείωση των επιτοκίων κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στις 25 Ιανουαρίου, καθώς στα συμπεράσματα του οικονομικού δελτίου που δημοσιεύθηκε χθες, με θέμα οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και νομισματικές εξελίξεις, αποκλείεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, λόγω της επιμονής του πληθωρισμού, έστω σε φάση αποκλιμάκωσης.

Στα συμπεράσματα σημειώνεται πως «με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρεί ότι τα επιτόκια βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο (σ.σ. 2%). Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα καθοριστούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί μια τέτοια έγκαιρη απόδοση. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και διάρκειας περιορισμού».

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται, «το διοικητικό συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα στο πλαίσιο της εντολής του για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του (2%) και να διατηρηθεί η ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής».

Στο οικονομικό δελτίο σημειώνεται ότι «συνολικά, με τις μεσοπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, που εκτιμάται ότι παραμένουν σταθερές στον στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό 2%, ο μετρικός πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ αναμένεται να είναι μειωμένος από 5,4% το 2023 σε μέσο όρο 2,7% το 2024, 2,1% το 2025 και 1,9% το 2026.

Σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου 2023, ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω για το 2023 και το 2024, κυρίως λόγω των χαμηλότερων από τα αναμενόμενα αποτελέσματα και των χαμηλότερων υποθέσεων για τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων ενέργειας, ενώ δεν έχει αναθεωρηθεί για το 2025».

Πέρα από την νομισματική πολιτική, που είναι άμεσα συνυφασμένη με την πορεία του πληθωρισμού, δεν απουσιάζουν οι αναφορές  ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν επηρεάσει το καθαρό εισόδημα από τόκους νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Επισημαίνεται ότι μετά από μια δεκαετία χαμηλών επιτοκίων, η ΕΚΤ ξεκίνησε μια σειρά αυξήσεων επιτοκίων τον Ιούλιο του 2022. Οι αλλαγές στα επιτόκια πολιτικής επηρεάζουν τα επιτόκια που εισπράττονται σε έντοκα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι τραπεζικές καταθέσεις, και εκείνα που καταβάλλονται για τοκοφόρες υποχρεώσεις, όπως π.χ. ως δάνεια και ομόλογα. Αυτά, με τη σειρά τους, επηρεάζουν το εισόδημα από τόκους που εισπράττουν και πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, όπως και το μέγεθος, η εναπομένουσα λήξη και ο χρόνος αναπροσαρμογής των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων τους.

Σοβαρή μείωση εσόδων νοικοκυριών από τόκους

Από τις πέντε μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ, το καθαρό εισόδημα από τόκους των νοικοκυριών είναι σημαντικά πιο αρνητικό στην Ισπανία και την Ολλανδία.

Το 2023 το καθαρό εισόδημα από τόκους των νοικοκυριών ήταν περίπου -10% του ΑΕΠ στην Ισπανία και -2% στην Ολλανδία, ενώ το ποσοστό ήταν κοντά στο μηδέν στις άλλες μεγάλες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Τα ιταλικά νοικοκυριά βρίσκονται στο άλλο άκρο του φάσματος, με μακροχρόνιο θετικό καθαρό εισόδημα από τόκους που έχει γίνει ελαφρώς αρνητικό το 2020. Τα καθαρά έσοδα από τόκους για τις επιχειρήσεις μειώθηκαν σε όλες τις χώρες από τότε που ξεκίνησε ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων το 2022, αντανακλώντας μεγάλο όγκο εταιρικού χρέους με μεταβλητά επιτόκια αν και με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών.