Η συσσώρευση συστημικού κινδύνου στον χρηματοπιστωτικό τομέα κινείται πέρα από τις τράπεζες και ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγράφει τους προβληματισμούς και αναζητά τις απόψεις των ενδιαφερομένων.
Ο μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας διαδραματίζει πλέον βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας, αναφέρεται στο ιστολόγιο της ΕΚΤ από τους αρθρογράφους Φρανσουά Χάας, Κορνέλια Χολθάουζεν και Βασίλειο Μαδούρο, καθιστώντας τον πολύτιμο συμπλήρωμα της παραδοσιακής τραπεζικής χρηματοδότησης.
Συνολικά, η αυξημένη μη τραπεζική χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και συνεπώς η χρηματοδότηση μέσω κεφαλαιαγορών, μπορεί να ωφελήσει ολόκληρη την οικονομία. Αυτό στηρίζει την ατζέντα της Ένωσης για την αποταμίευση και τις επενδύσεις της ΕΕ και είναι ο θεμελιώδης λόγος για την οικοδόμηση μιας ενιαίας κεφαλαιαγοράς στην Ευρώπη.
Η μη τραπεζική χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, με την ευρεία έννοια, περιλαμβάνει ένα σύνολο χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, οντοτήτων και υποδομών, πέρα από τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων επενδυτικών κεφαλαίων, οικογενειακών γραφείων, συνταξιοδοτικών ταμείων, ασφαλιστικών εταιρειών.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, ο μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας διαδραματίζει πλέον βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Ωστόσο, όπως εξηγούν, όλες οι μορφές χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, μπορεί να φέρουν χρηματοοικονομικά τρωτά σημεία, τα οποία -αν αφεθούν ανεξέλεγκτα- μπορούν να συμβάλουν στη συσσώρευση συστημικού κινδύνου. Οι μη τραπεζικές οντότητες μπορεί να εκτεθούν σε υψηλό κίνδυνο ρευστότητας. Μπορούν επίσης να αποκτήσουν υπερβολική μόχλευση και συχνά συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με άλλα μέρη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τα τρωτά σημεία στον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών οντοτήτων μπορούν να προκαλέσουν, να εξαπλώσουν ή να ενισχύσουν χρηματοοικονομικούς κλυδωνισμούς που επηρεάζουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία, αναφέρουν οι αρθρογράφοι.
Θα πρέπει να υπάρχουν τεστ αντοχής σε ολόκληρο το σύστημα στην Ευρώπη για τον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση των κινδύνων για την ανθεκτικότητα των βασικών αγορών, σημειώνουν στο άρθρο. Αυτές οι δοκιμές θα αξιολογούσαν πώς αντιδρούν όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά σε δυσμενείς κραδασμούς και πώς οι συλλογικές τους ενέργειες ενδέχεται να επηρεάσουν τον κίνδυνο σε όλο το σύστημα.
Υποδεικνύουν επίσης ότι η ενίσχυση της μακροπροληπτικής προοπτικής στην εποπτεία τους απαιτεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των μηχανισμών συντονισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών και των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη μακροπροληπτική πολιτική εποπτεία. Αναμφίβολα, τονίζουν οι αρθρογράφοι, θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να αναπτυχθεί πλήρως μια μακροπροληπτική προσέγγιση όπως περιγράφεται, αλλά θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, στην Ευρώπη και διεθνώς.