Βαρνάβας Λοϊζίδης, Όσο φυσούν οι Άνεμοι, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Καθώς την αυριανή 21η Μαρτίου γιορτάζουμε την Ημέρα της Ποίησης, επιλέγουμε να παρουσιάσουμε ψήγματα από την ποιητική συλλογή του Βαρνάβα Λοϊζίδη, ενός ολιγογράφου πλην σημαντικού ποιητή και ευπαίδευτου φιλολόγου. Και καθώς η εαρινή ισημερία κομίζει την επίσημη είσοδο της άνοιξης, εξορκίζοντας ως παραμυθία της τραγωδίας τα πρόσφατα δεινά, αντί του βυζαντινού «Ίδε το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει» είτε παραπέμποντας στα αρχαιότατα «χελιδονίσματα», αξίζει εκ προοιμίου να παραθέσουμε αυτούσιο το δικό του «άσμα ευχετήριον», που επιγράφει «Άνοιξη στην αυλή μας»: «Αριστερά όταν περνάς την σιδερένια είσοδο/ Σήκωσε λίγο το κεφάλι/ Άκου την φωνή της αμυγδαλιάς./ Έχει να σου πει πολλά τις μέρες που ψάχνεις/ Να μαζέψεις/ Από χάμω τις παγωμένες λέξεις σου./ Αριστερά όταν περνάς την σιδερένια είσοδο/ Σήκωσε λίγο το κεφάλι/ Άκου γέλασμα αναρίθμητο./ Κι αν σου θυμίζω τώρα τα κύματα/ Είναι γιατί ανθοφορεί στον τόπο μας/ Η θάλασσα χαμόγελα./ Κι αν σου μιλώ μ’ ένα μπουκέτο ήχους/ Είναι γιατί ο τόπος μας συνήθισε/ Να μιλά με την σιωπή./ Γιατί οι αποσκευές είναι βαριές;/ Γιατί οι σκιές μένουν ακίνητες;/ Οι αλκυονίδες μίλησαν/ Το χελιδόνι νοικοκύρεψε το σπίτι του/ Ο κούρος σήκωσε το πόδι/ Το τραίνο σφύριξε και το ταξίδι σου αρχίζει.».

Συνταξιδεύουμε λοιπόν με τον ποιητή «Όσο φυσούν οι άνεμοι», που ως σηματωροί εύπλοιας διαπνέουν τα 30 ποιήματα της συλλογής του, ενώ αφουγκραζόμαστε την πνοή τους στα ελληνικά φθογγόσημα του στοχαστικού νοήμονος λόγου του ως «φωνή αύρας λεπτής» και «επί υδάτων πολλών». Από τα Ομηρικά «ακρογιάλια» της γενέτειράς του «στις παρυφές της Αιγιαλούσας» και «στην άκρη των νερών της Κιλικίας» έως μέσα «στα βάθη του Αιγαίου», όθεν αναδύονται πρόγονοι και επιγενόμενοι «τεχνίτες», εμπνέοντας τη γραφή του. Εξ ου και συνομιλούμε γοητευμένοι με μια γλώσσα έμφορτης φιλολογικής σκευής, συγκινησιακής φόρτισης και αισθητικής μεταρσίωσης στις εναρμόνιες κλίμακες της ποιητικής πανδαισίας. Για να προσλάβουμε τα εύληπτα μηνύματα των καιρών είτε να αποκρυπτογραφήσουμε τους αλληγορικούς συμβολισμούς των κρυπτικών νοημάτων, που εκπέμπουν μέσα από μιαν αέναη διαλεκτική μέθεξη τα τοπία της αναθάλλουσας φύσης και οι δυστοπίες της υπέρβασής της, οι καθαγιασμένοι τόποι και οι παλαιοί έως οι νεώτεροι άνθρωποι της ελληνίδας γης του. Αυτής που ραψωδεί με σφύζοντες αναπαλμούς από αείζωες μνήμες και νοσταλγικές θύμησες σε τόνους χαρμολύπης στην πρώτη του συλλογή «Το Δέντρο με τα πέντε δάκτυλα ή Παναγία Αιγιαλούσα» (2002).

Κυρίαρχη και εδώ «η μνήμη του τόπου» του με τις αναμνήσεις των ατέρμονων αναπολήσεων και τα όνειρα των μάταιων αναμονών, καθότι  «δεμένη σαν αράχνη» η «Κόρη στο παράθυρο» του ομώνυμου ποιήματος, «απλώνει, απλώνει, απλώνει» και «υφαίνει, υφαίνει, υφαίνει». Προσφυές το σχήμα της ρηματικής επαναφοράς χωρίς ουσιαστικό τέλος. Σε αντιστικτική συγχορδία το εμβληματικό σχέδιο του Αντρέα Λαδόμματου, όπως και το σκίτσο στο ποιητικό προανάκρουσμα «In aeternum», που σηματοδοτεί το διηνεκές της ανεκπλήρωτης προσδοκίας. Για τη φιλοτέχνηση επίσης του εξωφύλλου αντιδώρημα το φερώνυμο ποίημα.   

Η μακρόστιχη αφηγηματική σύνθεση «Ανώνυμη πτήση» βρίθει οιονεί Καβαφικών ειρωνικών υπαινιγμών. Η πτήση για επιστροφή στην πόλη αποδεικνύεται όχι μόνο επισφαλής, αλλά πλάνη και εμπαιγμός απραγματοποίητης υπόσχεσης. Στο όνομα της «οικοδέσποινας της πτήσης» δεσπόζουν άπειροι καπετάνιοι και χρυσοθήρες, προφανώς, διεφθαρμένοι συγκυβερνήτες. Ο δε στίχος «Ποιητές σπουδαίοι, Άγγλοι και Αμερικανοί» έμπλεως σαρκασμού στη μεθερμηνεία του, όπως και οι κυνικές υποδείξεις στην ακροτελεύτια στροφή υπονοούν την απαγορευτική επάνοδο στην τουρκοκατεχόμενη πόλη: «Όταν από την αίθουσα αναμονής/ Την έξοδο θα βρεις/ Εξέτασε μόνο αν το εισιτήριό σου ισχύει». Αλλά «τον δρόμο για την πόλη μας», διαμηνύει ένα άλλο ποίημα, θα δείξει μόνο η αφύπνιση των αισθήσεων, «όταν η ομίχλη γίνει δροσερή σταγόνα». Αποφθεγματικός ο λόγος του ποιητή: «Ελπίζεις όταν έχεις πια ξυπνήσει».  

Αφηγηματικό και το ποίημα «Η κοπέλα στο Μοναστηράκι», όπου στους εγκιβωτισμένους συνειρμούς αντιπαρατίθεται ο χρυσοφόρος πακτωλός του Κροίσου με «το άφθαρτο κι αμόλυντο στον κόσμο» της αιώνιας ομορφιάς. Ο Κροίσος, εξάλλου, κατ’ έμπνευση από τις Ηροδότειες Ιστορίες μετενσαρκώνεται στους σύγχρονους «Κροίσους» του αντίστοιχου ποιήματος με τον Δελφικό χρησμό των αλληγορικών προεκτάσεων να μεταπλάθει τον ημίονο βασιλιά Κύρο σε μουλάρι κατακτητή της ζωής και της πατρίδας μας. Η αποχρησμοδότηση στο τελευταίο αριστοτεχνικό ποίημα, ο τίτλος του οποίου προαγγέλλει και επιστεγάζει τη συλλογή: «Η ζωή μας μοιάζει ενός Κροίσου/ Περιμένουμε έναν Σόλωνα να μας μιλήσει ξανά».

Μέχρι πότε όμως θα φανούν «οι λόφοι κι ο αόρατος» στην Αχαιών Ακτή του ποιητή;