Στην πολιτική υπάρχει μια διαχρονική σταθερότητα μεταξύ λόγων και έργων. Πολιτικοί και κόμματα όντας ευρισκόμενοι στην αντιπολίτευση και διεκδικώντας την εξουσία μπορούν με άνεση να δίνουν υποσχέσεις προς το εκλογικό σώμα. Γιατί οι υποσχέσεις αυτές είναι πιο εύκολο να κερδίσουν την στήριξη του κόσμου. Και στον αντίποδα των υποσχέσεων βρίσκεται η υλοποίηση τους. Και όσο εύκολο είναι να δίνονται υποσχέσεις άλλο τόσο δύσκολο είναι αυτές να υλοποιούνται. 

Αυτή διαχρονική σταθερότητα (προς απογοήτευση πολλών) δεν αποτελεί κυπριακή πατέντα. Αυτό συμβαίνει στα πλείστα κράτη τα οποία λειτουργούν υπό καθεστώς δημοκρατίας, όπου κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι συναγωνίζονται ποιος θα κερδίσει μεγαλύτερη στήριξη μέσα στο εκλογικό σώμα. Αν και στην σημερινή εποχή έχουν εκλείψει τα σκληρά ιδεολογικά σύνορα μεταξύ δεξιάς και αριστερά, τα οποία βίωσε η Ευρώπη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, εντούτοις η εκάστοτε αντιπολίτευση (είτε δεξιά, είτε κεντροαριστερά, είτε αριστερά) βρίσκει τον τρόπο να κεντρίζει με υποσχέσεις το ενδιαφέρον των πολιτών.

Με την Κύπρο να μην αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα δεν είναι λίγες οι φορές που οι εκάστοτε ένοικοι του Λόφου βρέθηκαν εκτεθειμένοι στα μάτια της κοινής γνώμης λόγω αδυναμίας υλοποίησης προεκλογικών δεσμεύσεων. Και δεν θα μπορούσε και ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αποτελέσει την εξαίρεση του κανόνα. Όπως και οι προκάτοχοί του, παρ’ όλο ότι θα επιθυμούσαν, δεν κατάφεραν να μην μείνουν εκτεθειμένοι στα μάτια του εκλογικό σώματος αδυνατώντας να υλοποιήσουν προεκλογικές υποσχέσεις. Δεν έχει σημασία το μέγεθος ή η θεματολογία. Η ουσία είναι πως στο πρώτο λάθος ή παράλειψη ο εκάστοτε ένοικος του Προεδρικού βρίσκεται εκτεθειμένος ενώπιον της κοινής γνώμης για αδυναμία υλοποίηση προεκλογικών υποσχέσεων. 

Όλοι οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν για το πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όταν κάθισαν πίσω το προεδρικό γραφείο. Έμμεσα ένας έκαστος μέσα από τα λόγια του να παραδέχεται πως είναι εύκολο να κερδίζει κανείς εκλογές, το δύσκολο κομμάτι είναι να καταφέρει να κυβερνήσει χωρίς να απωλέσει την εμπιστοσύνη της ίδιας της κοινωνίας. 

Πριν ακόμα συμπληρώσει τις πρώτες του εκατόν ημέρες στην Προεδρία της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, βρίσκεται αντιμέτωπος με την απειλή του να χάσει την εμπιστοσύνη της πολιτών. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την δεινή ικανότητα της αντιπολίτευσης, αλλά με μια σειρά λανθασμένων κινήσεων που έδωσαν τροφή στους αντιπολιτευόμενους. Λανθασμένες επιλογές προσώπων προεκλογικά δεν έδειξαν να επηρεάζουν το εκλογικό σώμα, το οποίο έδειξε να δείχνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις υποσχέσεις, που δίνονταν για τερματισμό του κομματικού παρεμβατισμού και τερματισμό της ανακύκλωσης προσώπων. 

Ο πήχης τοποθετήθηκε ψηλά και από την επομένη των εκλογών ο Νίκος Χριστοδουλίδης βρέθηκε εγκλωβισμένος μέσα στις προδιαγραφές που ο ίδιος είχε προεκλογικά θέσει. Η προσπάθεια σύστασης υπουργικού συμβουλίου έδωσαν μια πρώτη πικρή γεύση του πόσο πιο δύσκολο είναι να κυβερνήσει κάποιος παρά να κερδίσει τις εκλογές. Στο τέλος επικράτησε η λογική των κομμάτων. 

Και εκείνο το πάθημα δεν φαίνεται να γίνεται μάθημα και τα γεγονότα τις περασμένης εβδομάδας άφησαν εκ νέου εκτεθειμένο τον Νίκο Χριστοδουλίδη στα μάτια της κοινής γνώμης, η οποία είδε και πάλι επιλογές που κινούνται εκτός των προδιαγραφών, που ο ίδιος (και όχι κάποιος άλλος) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε θέσει προεκλογικά. Από την άλλη, όλοι βλέπουν έναν αριθμό θέσεων να παραμένουν κενές. Η επίσημη θέση είναι πως ο Πρόεδρος σκοπεύει να επανεξετάσει την λειτουργία συγκεκριμένων θεσμών πριν αποφασίσει για το μέλλον τους. Στην κοινή γνώμη, βλέποντας και τα λάθη επιλογών, που έγιναν μέχρι στιγμής, αρχίζει να κερδίζει έδαφος η εκτίμηση (ορθώς ή λανθασμένα) πως η μη πλήρωση θέσεων έχει να κάνει με αδυναμία εξεύρεσης ατόμων, παρά σχετίζεται με πρόθεση αλλαγής. 

Πολλά απ’ όσα έχουν να κάνουν επιλογές και διορισμούς είχαν προεκλογικά – αλλά φαίνεται και μετ’ εκλογικά – συνδεθεί με σύσταση ενός Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει καμιά απολύτως κίνηση για τη σύσταση του συγκεκριμένου συμβουλίου. Πριν όμως ληφθεί η τελική απόφαση θα είναι καλό οι κυβερνώντες να ζυγίσουν καλά τα πράγματα πριν αποφασίσουν. Εάν όντως η σύσταση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου θα βοηθήσει ή θα δημιουργηθεί ένα όργανο, το οποίο θα εγκλωβίσει ακόμα τον Πρόεδρο στις αποφάσεις του.