Ούτε οι καταγγελίες του συνδικαλιστικού κινήματος για πάρτι όσον αφορά την παραχώρηση αδειών εργασίας σε εργαζόμενους από τρίτες χώρες, εξ  αφορμής της νέας στρατηγικής που εφαρμόζεται, ούτε και οι μεμψιμοιρίες των εργοδοτών για συνέχιση των γραφειοκρατικών διαδικασιών που καθυστερούν την έγκαιρη στελέχωση των επιχειρήσεων, δικαιολογούνται από τα όσα παρουσίασε χθες ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Παναγιώτου στην Επιτροπή Εργασίας της Βουλής.

Η νέα στρατηγική απασχόλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες συζητήθηκε χθες αυτεπάγγελτα, παρουσία του υπουργού Εργασίας αλλά και του συνόλου των κοινωνικών εταίρων, χωρίς, πάντως, να προστίθεται κάτι καινούργιο στο σκηνικό όπως διαμορφώθηκε μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβούλιο υπό την προηγούμενη του σύνθεση στις 22 Φεβρουαρίου.

Οι αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος για το θέμα επιβεβαιωθήκαν και χθες, όπως και η θέση των εργοδοτών ότι η προηγούμενη στρατηγική έπρεπε να αλλάξει, χωρίς όμως κανείς να δηλώνει πλήρως ικανοποιημένος με τις νέες διαδικασίες. Διαδικασίες, πάντως, που σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο υπουργός στη Βουλή δεν φαίνεται να έχουν ανατρέψει αισθητά τις εγκρίσεις για την παραχώρηση αδειών για ξένο προσωπικό. Αντίθετα, τα στοιχεία που παρουσίασε ο Γιάννης Παναγιώτου δείχνουν μείωση των αιτήσεων για άδειες.

 Σύμφωνα με τον ίδιο, από την 1η Μαρτίου έως τις 15 Μαΐου υπήρξαν αιτήσεις για 2.084 άδειες, σε σχέση με αιτήσεις για 2.915 άδειες την ίδια περίοδο πέρσι, με τον αριθμό των αιτημάτων για πρόσωπα/άδειες να καταγράφει ετήσια μείωση 28,5%.

Ο υπουργός ανέφερε πως για τα ξενοδοχεία τα αιτήματα περιορίστηκαν στα 961, σε σχέση με 1.529 την υπό αναφορά περίοδο του 2022, προσθέτοντας, όμως, πως υπήρξαν αυξημένα αιτήματα για τον τομέα των εστιατορίων (από 274 σε 332), όπως στον τομέα των κατασκευών (από 11 πέρσι σε 36 φέτος).


Ανεξαρτήτως των αριθμών, για τα οποία ιδιαίτερα ο γ.γ. της ΣΕΚ Ανδρέας Μάτσας ζήτησε να υπάρξουν και στοιχεία για την περίοδο από τις 22 Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου – με το Τμήμα Εργασίας να δηλώνει, πάντως, πως δεν υπήρξε μεγάλη διαφορά σε σχέση με πέρσι όσον αφορά τις αιτήσεις – το συνδικαλιστικό κίνημα επανέλαβε την ανάγκη επανεξέτασης του θέματος, με τη γ.γ. της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους να χαρακτηρίζει τη νέα στρατηγική ως ακόμα έναν μηχανισμό απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.


Σε αυτό συμφώνησε και ο αναπληρωτής πρόεδρος της ΔΕΟΚ Στέλιος Χριστοδούλου, επιμένοντας πως δεν προηγήθηκε διάλογος. Το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως και ο πρόεδρος της Επ. Εργασίας Ανδρέας Καυκαλιάς, ζήτησε επίσης να υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις πριν τον Σεπτέμβριο, τονίζοντας τη σημασία που είχε η λειτουργία των τεχνικών επιτροπών, οι οποίες καταργήθηκαν με τη νέα στρατηγική.


Από πλευράς εργοδοτών, οι Πολύβιος Πολυβίου (ΟΕΒ) και Αιμίλιος Μιχαήλ (ΚΕΒΕ) απέρριψαν την άποψη ότι δεν έγινε διάλογος, υποστήριξαν πως υπάρχουν ακόμα ζητήματα όσον αφορά την τήρηση χρονοδιαγραμμάτων που προβλέπονται στη νέα στρατηγική αλλά και πως αυτή ήρθε να αντιμετωπίσει μερικές μόνο στρεβλώσεις.


Ο υπουργός επανέλαβε και χθες πως, λόγω και του χρονικού σημείου που βρισκόμαστε, δεν μπορεί πρακτικά να αλλάξει κάτι. Διαβεβαίωσε πως δεν πρόκειται να επιτρέψει καταχρήσεις και πως με την ολοκλήρωση της καλοκαιρινής περιόδου θα υπάρξει αξιολόγηση της στρατηγικής και της αναγκαιότητας αξιοποίησης ξένου εργατικού δυναμικού, στο πλαίσιο και της πολιτικής που προωθείται για την οικοδόμηση κυπριακού κορμού για τη στελέχωση των επιχειρήσεων.

Νεότερα αύριο για τηλεργασία

Κατά τη χθεσινή παρουσία του στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, ο υπουργός Εργασίας ενημέρωσε ότι στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου την Πέμπτη θα καταθλεσει το νομοσχέδιο για ρύθμιση της τηλεργασίας. Πρόσθεσε ότι αμέσως μετά την αναμενόμενη έγκριση από το Υπουργικό, το νομοσχέδιο θα κατατεθεί στη Βουλή, με την ελπίδα να ψηφιστεί πριν από το κλείσιμο της Βουλής για το καλοκαίρι.

Εξήγησε ότι στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναλάβει τη δέσμευση για ρύθμιση του θέματος το πρώτο εξάμηνο του 2023.


Ωστόσο, όπως είπε, επειδή υπάρχει παράλληλα δέσμευση για ρύθμιση του θέματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν στο μεσοδιάστημα εγκριθεί σχετική οδηγία από την ΕΕ, το νομοσχέδιο θα αποσυρθεί, ενώ αν υπάρξει οδηγία μετά την ψήφιση του νόμου, θα υπερισχύσει το ευρωπαϊκό δίκαιο.