Σε βίντεο που ανέβηκε πρόσφατα στο you tube, καμπόσα κοπελλούθκια εξασκούν το αγαπημένο τους σπορ, το παρκούρ, δηλαδή τραπηδούν που ταράτσα σε ταράτσα τζιαι κάμνουν ακροβατικά τζιαι κωλοτούμπες. Ας κάμνουν το αγαπημένο τους σπορ, κανείς δεν αντιλέγει, έσσω τους όμως, στις βεράντες των σπιθκιών τους και στους δρόμους των πόλεων τους. Όχι έσσω μου.

Τους δόθηκε άδεια να μπουν στην Ιπποκράτους τζιαι να τραπηδούν που την κλινική του Χατζηκακού, στην πολυκατοικία του Λοϊζίδη, στο σπίτι του Σπυριδάκη που έγινε πολυκατοικία, στο σπίτι της Pauline… Και εμείς βλέπουμε από μακριά, άλαλοι και άφωνοι… Ζωολογικός κήπος η πόλη. Ανοίγει στις 8.30 το πρωί και κλείνει στις 8.30 το βράδυ. Την είδαν και την περπάτησαν ένα εκατομμύριο, είπε με περηφάνεια το καθεστώς. Στην πλευρά μας σιγή ιχθύος, ψιθυρίζουν ανάμεσά τους να μην ακούμε, να μην αντιδράσουμε, μη θυμώσουν οι υπόλοιποι μου συμπατριώτες, να μη ρίξουμε λάδι στη φωτιά… Στα πόσα «μεμονωμένα περιστατικά πρέπει να δράσουμε»;

Την περασμένη Πέμπτη το βράδυ άκουσα σε μια αίθουσα ημί-γεμάτη εκδήλωση του ΟΠΕΚ για την προσφυγιά, τη λύση, το μέλλον. Στο πάνελ η τρίτη γενιά, τα παιδιά μας. Συνειδητή η απόφαση τους να μην γίνουν κορόιδα, να μην υποστούν τον εξευτελισμό που πέρασαν οι γονιοί τους. Δεν αναμένουν, ούτε ελπίζουν, μεγαλώνουν τα παιδιά τους πατώντας στέρεα στο μισό έδαφος της Δημοκρατίας. Δεν τους φορτώνουν πάθη και λάθη. Επιστρέφοντας σκέφτηκα ότι είναι η πρώτη φορά μετά από 49 χρόνια που άκουσα αλήθειες και όχι μιξοκλάματα και ψευδοπατριωτισμούς. Η δική μου γενιά ξυπνά και κοιμάται με την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, το Καρπάσι… γιατί ξέρει.  

Την Παρασκευή βγήκα σε πρωινάδικο τηλεοπτικό. Σε άλλο παράθυρο ο νομικός κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, που είπε ότι πρέπει να σταματήσουμε τις κλάψες, λύση για την ώρα δε βλέπει… Αλλά βλέπει δύο ειδών κυρώσεις… Τον ρώτησα αν εκτός από κυρώσεις υπήρχε και καμιά πρόταση;

Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο για ένα Βαρωσιώτη που έφυγε την περασμένη βδομάδα. Τον Αυγερινό Νικήτα. Λεμεσιανός τη καταγωγή, Βαρωσιώτης τη ψυχή, έγραψαν οι δικοί του. Κλασικός Βαρωσιώτης, όπως ο Ζαννετίδης, ο Σιάηλος, ο Κλυτίδης, ο Σκοτεινός, ο Κομίτης, ο γιατρός ο Φάνος… των οποίων οι ιστορίες μας συντροφεύουν κάθε φορά που βρισκόμαστε αναμεταξύ μας. Δεν κλαίμε, κύριε Αιμιλιανίδη, τους ευγνωμονούμε για τη δημιουργική τους παρουσία και το αστείρευτο χιούμορ τους. Με αυτά έκτισαν το Βαρώσι τότε που πετούσε, τροφοδοτώντας τα ταμεία της δημοκρατίας.

Λιμάνι ήταν η Αμμόχωστος, έμπαιναν και έβγαιναν οι Βαρωσιώτες ακομπλεξάριστοι, γλεντζέδες, ελεύθεροι, δημιουργικοί, αναρχικοί, ποιητές και βιομήχανοι, αθλητές και ρήτορες παραλιών, κοσμοπολίτες. Ο Αυγερινός γέννημα του 1927, ταλέντο στη μουσική, τελειωμένος μουσικός στα δεκαέξι, μάστρος του σαξόφωνου και του κλαρίνου, μπάρκαρε μια μέρα για τη Βαγδάτη- την Αθήνα της Ανατολής- που αναζητούσε μουσικούς για τη βασιλική ορχήστρα. Εκεί ο Αυγερινός, μαζί με 3 άλλους Κύπριους, χάιδευε τα αυτιά του ανήλικου βασιλιά και των πιστών του με το ταλέντο του. Τέσσερις λίρες τη μέρα έπαιρνε, μα το μυαλό του πήγαινε πίσω στα έξι αδέλφια του… άντεξε τα τραπέζια με τους αστακούς και τους χουρμάδες δυο χρόνια και άραξε στη Βηρυτό. Γνώρισε μέσα από το κλαρίνο και το σαξόφωνο του την αριστοκρατία, τη χλιδή, το μυαλό του, όμως, πάλι πήγαινε στ’ αδέλφια του. Άντεξε ένα χρόνο, πήρε το πρώτο βαπόρι για την Κύπρο που έφτασε ένα πρωινό του 1948  στο λιμάνι της Αμμοχώστου.

Του άρεσε η πόλη, χάθηκε μια μέρα στους αμμόλοφους γύρω από την Ανόρθωση, το μόνο που υπήρχε ήταν τ καφενείο του Βοσκαρή. Βρήκε δουλειά σε ένα υπόγειο, κλειστοφοβικός δεν άντεξε, έδωσε παραίτηση και ανάλαβε ως έμπειρος και πολυταξιδεμένος το γνωστό Αρλεκέν, μπαλέτα, οι Los Paraguayos, μόνο τα μπαγκάζια τους του στοίχησαν 1,200 λίρες! Παντρεύτηκε την Αντρούλα, σπουδαία μοδίστρα με μαθήτριες, πασίγνωστη στο Βαρώσι, απέκτησαν τρία παιδιά που όλα έχουν τη μουσική και το Βαρώσι μέσα τους. Το 1963 παράτησε τη μουσική, έγινε επιχειρηματίας, άνοιξε κατάστημα και έφερνε μάρκες εξωτερικού, ρούχα ευρωπαϊκά, αναπτήρες Dupont, ανάρπαστα από τους σικ Βαρωσιώτες και Χωραΐτες. Το 1965 όταν κτίστηκε το Εσπέρια, άνοιξε το περίφημο Περοκέ, έφερε από την Αίγυπτο τον Γιάννη, προσωπικό σεφ του Φαρούκ, και μαζί με τη θεία μου την Πέπα αποφάσιζαν το μενού των 7 πιάτων.

Όχι ένα οποιοδήποτε μαγαζί. Στους τοίχους του Περοκέ, τα γλυπτά του Χριστόφορου Σάββα, εστιατόριο υψηλών προδιαγραφών, στο πάλκο ορχήστρες και μπαλέτα που ενέκρινε ο ίδιος, Αθηναϊκό κουαρτέτο και Sky Rockets, ο Πίτσικας μαέστρος πιανίστας, Βογιατζής και Μπελίντα, Ρένα Βλαχοπούλου, Πουλόπουλος, Ζαμπέτας, οι μετέπειτα Abba! Δόξες το Περοκέ, ουρές τα αυτοκίνητα, το Βαρώσι δεν κοιμόταν! Το ΡΙΚ έστειλε το 1966 το πρώτο εξωτερικό συνεργείο να πάρει συνέντευξη από Μπελίντα και Βογιατζή, guest stars στις εκδηλώσεις της Ομοσπονδίας Ταχυπλόων Σκαφών… Η Μπελίντα αργούσε κάθε Παρασκευή να βγει στη σκηνή γιατί έβλεπε με την Αντρούλα του Αυγερινού την τουρκική ταινία του ΡΙΚ, και ήθελε ώρα μέχρι να στεγνώσουν τα δάκρυα…

Αυτό ήταν το Βαρώσι, μια πρώτη γεύση, περισσότερα για τούτους τους μοναδικούς ανθρώπους θα διαβάσετε τον Νοέμβριο… Ευχαριστώ Χριστάκη Νικήτα.

Ελεύθερα, 11.6.2023