Για πολλούς, οι ανησυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος για διάβρωση και υπόσκαψη των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας εξαιτίας της επιχειρούμενης θέσπισης εθνικού κατώτατου μισθού ήταν αδικαιολόγητες. Εντούτοις, φαίνεται, βάσει της διαδικασίας που άρχισε για ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στην οικοδομική βιομηχανία, να έχουν -τουλάχιστον- βάση.

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προώθησης αιτημάτων από τις δύο πλευρές για ανανέωση της σύμβασης στον οικοδομικό κλάδο, που έχει λήξει στο τέλος Μαΐου, η εργοδοτική πλευρά και συγκεκριμένα η Ομοσπονδία Συνδέσμων Εργολάβων Οικοδομών Κύπρου (ΟΣΕΟΚ) πρότεινε όπως περιληφθεί στη σύμβαση πρόνοια ώστε οι νεοεισερχόμενοι εργαζόμενοι ειδικών καθηκόντων να προσλαμβάνονται με τον εθνικό κατώτατο μισθό, όπως αυτός θα καθορίζεται από το διάταγμα που αναμένεται. Σημειώνουμε ότι σήμερα -και βάσει της σύμβασης που έληξε στο τέλος Μαΐου- ο μίνιμουμ μισθός για νεοεισερχόμενους γενικών καθηκόντων ορίζεται στα 270 ευρώ περίπου εβδομαδιαίως. Η σύμβαση ορίζει επίσης μίνιμουμ εβδομαδιαίους μισθούς για σειρά ειδικοτήτων στην οικοδομική βιομηχανία, οι οποίοι συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων και τους οποίους η συντεχνιακή πλευρά επιθυμεί όπως καταχωρηθούν νομικά. Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρθηκε, η εργοδοτική πλευρά επιθυμεί την εισαγωγή του εθνικού κατώτατου μισθού στη σύμβαση, τουλάχιστον για τους νεοεισερχόμενους στον κλάδο. Η πιο πάνω διαφορά δεν είναι η μόνη που προκαλεί δυσκολίες στην ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στις οικοδομές, παρά το γεγονός ότι οι απευθείας διαπραγματεύσεις δεν άρχισαν ακόμα, αλλά είναι ενδεικτική των παρενεργειών που ενδέχεται να προκαλέσει η θεσμοθέτηση εθνικού κατώτατου μισθού στις εργασιακές σχέσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Κατώτατος με διαφωνίες

Ως γνωστόν, οι διαπραγματεύσεις για τον εθνικό κατώτατο μισθό εισέρχονται από τη Δευτέρα στην τελική ευθεία, καθώς την ερχόμενη Τετάρτη θα πραγματοποιηθεί η τελευταία κοινή συνάντηση του υπουργού Εργασίας Κυριάκου Κούσιου με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τις συντεχνίες και αναμένεται αυθημερόν η προώθηση των τελικών εισηγήσεων του υπουργείου στο Υπουργικό Συμβούλιο για έκδοση του σχετικού διατάγματος, με το οποίο θα καθορίζεται ο εθνικός κατώτατος μισθός, ο οποίος εκτός απροόπτου θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2023, χωρίς συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών. Καθώς οι συντεχνίες, όπως γράψαμε ξανά, επιμένουν, εκτός από την ανάγκη διασφάλιση των συλλογικών συμβάσεων μέσω του διατάγματος και τη ρύθμιση του ωραρίου εργασίας που θα καλύπτει ο κατώτατος. Ιδιαίτερα για τις συμβάσεις, αίτημα τουλάχιστον της ΠΕΟ είναι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τον κατώτατο να υπάρξουν ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν ότι οι συμφωνημένοι κατώτατοι μισθοί στις κλαδικές συμβάσεις εργασίας θα είναι δεσμευτικοί για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου.

Θέλουν τσιμέντωμα και μισθών

Για διασφάλιση των μίνιμουμ μισθών στην οικοδομική βιομηχανία οι συντεχνίες οικοδόμων της ΣΕΚ και της ΠΕΟ πρότειναν νομική κατοχύρωση και των μισθών στο πλαίσιο της ανανέωσης της συλλογικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, ΣΕΚ και ΠΕΟ προώθησαν αίτημα στην ΟΣΕΟΚ ενόψει της ανανέωσης της σύμβασης στον κλάδο, ώστε όλα τα άρθρα της συλλογικής σύμβασης που αναφέρονται στους κατώτατους μισθούς (μίνιμουμ πρόσληψης) για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων, να υπαχθούν στην υπάρχουσα νομοθεσία που αναφέρεται ως «Ο Περί Εργοδοτουμένων στην Οικοδομική Βιομηχανία (Βασικοί Όροι Υπηρεσίας) Νόμος του 2020». Η εν λόγω νομοθεσία ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας που υπήρξε στο πρόσφατο παρελθόν, με το οποίο ανανεώθηκε η σύμβαση στον κλάδο που έληξε τον περασμένο Μάιο.

Με την εν λόγω νομοθεσία, κατοχυρώνονται οι κυριότεροι όροι εργοδότησης στην οικοδομική βιομηχανία και συγκεκριμένα, οι ώρες εργασίας, υπερωρίες, γιορτές/αργίες, το ταμείο προνοίας και το φιλοδώρημα για όλη την οικοδομική βιομηχανία, όπως έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων για τη σύμβαση που έληξε. Με το αίτημα των συντεχνιών για ενσωμάτωση στην εν λόγω νομοθεσία και των μίνιμουμ μισθών στον κλάδο είναι ξεκάθαρο πως οι συντεχνίες θέλουν στην ουσία να κατοχυρώσουν νομικά και τους μίνιμουμ μισθούς στη βιομηχανία ακόμα και για τους νεοεισερχόμενους. Την ίδια ώρα, όπως αναφέραμε, θέση της εργοδοτικής πλευράς είναι, τουλάχιστον για τους νεοεισερχόμενους, οι μίνιμουμ μισθοί να είναι αυτοί που θα καθορίζονται με τον εθνικό κατώτατο μισθό, που δεν αναμένεται να είναι σε ύψος αισθητά πάνω από τον υφιστάμενο που αφορά συγκεκριμένα επαγγέλματα, ήτοι 870 ευρώ ακαθάριστα μετά την πρόσληψη και 924 ευρώ ακαθάριστα μετά από εξάμηνη συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη. Την ίδια ώρα, όμως, η ΟΣΕΟΚ στα αντιαιτήματά της δεν αποκλείει, ούτε φυσικά συναινεί, στη νομική κατοχύρωση των μίνιμουμ μισθών.

Αγκάθι και η επιστροφή των παλιών αποκοπών σε μισθούς

Η θέση των εργοδοτών για εισαγωγή του εθνικού κατώτατου μισθού στην οικοδομική βιομηχανία δεν είναι το μόνο αγκάθι στις προσπάθειες που αναμένεται να ενταθούν το επόμενο διάστημα για ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στον κλάδο. Η αλληλογραφία μεταξύ των δύο πλευρών ενόψει των επικείμενων απευθείας διαπραγματεύσεων αποκαλύπτει κι άλλες σημαντικές διαφορές, όπως τη διαφωνία για τις μισθολογικές αυξήσεις που ζητούνται, αν και οι συντεχνίες θεωρούν πως δεν πρόκειται για αυξήσεις αλλά για αποκατάσταση των αποκοπών που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν. Αρκετά δε αντιαιτήματα της ΟΣΕΟΚ (εργολάβοι) σχολιάστηκαν ήδη αρνητικά δημοσίως από τη συνδικαλιστική πλευρά και όλα δείχνουν πως αναμένεται να χρειαστεί και αυτή τη φορά η παρέμβαση του Τμήματος Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας για μεσολάβηση, χωρίς να αποκλείεται και κινητοποιήσεις στον κλάδο εφόσον οι δύο πλευρές επιμένουν στις θέσεις τους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: 

Αυτό που φαίνεται να έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των συντεχνιών είναι μεταξύ άλλων το αίτημα των εργοδοτών για αύξηση των ωρών εργασίας ανά βάρδια στις 8 ώρες, από 7,5 ώρες σήμερα, η διαγραφή του άρθρου της σύμβασης για το ταμείο αγωγής μελών και η διαγραφή του άρθρου για το ταμείο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, προφανώς λόγω ΓεΣΥ.

Ενόχλησε, επίσης, η απόρριψη του αιτήματος για αυξήσεις μισθών, καθώς για το θέμα η ΟΣΕΟΚ εισηγείται σε επιστολή της προς τις συντεχνίες πως «λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες αυξήσεις του κατασκευαστικού κόστους, τη μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί στον κλάδο και με γνώμονα την διαφύλαξη των θέσεων εργασίας, την διατήρηση των μισθών και ωφελημάτων στα ίδια επίπεδα (χωρίς οποιεσδήποτε αυξήσεις) καθ’ όλη την διάρκεια της σύμβασης».

Από πλευράς τους, οι συντεχνίες πρότειναν ανανέωση της σύμβασης για δύο χρόνια και εισηγήθηκαν «επαναφορά στο 100% του ποσού που αποκόπηκε από τους προσωπικούς μισθούς βάση της ειδικής συμφωνίας του 2013, σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων». Πρότειναν, επίσης, όπως το ποσοστό του φιλοδωρήματος για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων ανέλθει στο 11%, από το 8% που είναι σήμερα, δηλαδή όπως υποστηρίζουν  να υπάρξει επαναφορά του αποκοπέντος 3%, που  έγινε βάση της ειδικής συμφωνίας του 2013. Οι δε εργοδότες πρότειναν, μεταξύ άλλων, όπως διευκολυνθούν οι διαδικασίες εργοδότησης υπηκόων τρίτων χωρών για εξειδικευμένες εργασίες αλλά και γενικότερα εκσυγχρονισμό της συλλογικής σύμβασης στον κλάδο καθώς όπως υποστηρίζει η ΟΣΕΟΚ η σύμβαση σήμερα κρίνεται αναχρονιστική καθώς βασίζεται σε διαπραγματεύσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1950.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Επείγει η επούλωση των πληρών της κρίσης

Πολλές φορές στο παρελθόν η ανανέωση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων πέρασε μέσα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και κάποιες φορές μέσα και από απεργίες. Στο πλαίσιο, όμως, του διαλόγου, στο τέλος οι πλευρές, με τη συνδρομή και του κράτους, βρίσκουν λύσεις. Το ίδιο, εξάλλου, έπραξαν και στη δυσκολότερη ίσως στιγμή της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς η χώρα με αρκετές θυσίες από όλες τις πλευρές και πολλές πληγές κατάφερε και εξήλθε της ύφεσης. Αρκετές, όμως, από τις πληγές υπάρχουν, γι’ αυτό και ο διάλογος, ιδιαίτερα ο τριμερής μεταξύ κυβέρνησης, εργοδοτών και συντεχνιών, θα πρέπει κάποτε να δει πώς θα τις επουλώσει…