«Η σταθερότητα του ιδιωτικού τομέα κρίνεται εύθραυστη και ιδιαίτερα ευαίσθητη σε αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις, καθώς ενδεχόμενη μείωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας ή επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εξυπηρέτηση του υφιστάμενου χρέους, να αυξήσει τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων και να περιορίσει περαιτέρω την πρόσβαση σε νέο δανεισμό, ειδικότερα από ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις». Αυτή είναι η ακριβής αναφορά που περιλαμβάνεται στην Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας της Κεντρικής Τράπεζας για το 2024.
Η Κεντρική σημειώνει πως τα υψηλά επίπεδα χρέους παραμένουν σημαντική πηγή ευπάθειας για το σύνολο του εγχώριου ιδιωτικού μη χρηματοοικονομικού τομέα, παρά τη σημαντική μείωση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, το χρέος των εγχώριων νοικοκυριών και μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων συνέχισε να συρρικνώνεται κατά το 2024 ως ποσοστό του ΑΕΠ, φθάνοντας συνολικά στο 134,8% του ΑΕΠ τον Δεκέμβριο 2024, παραμένοντας, ωστόσο, πάνω από τον μέσο όρο του αντίστοιχου δείκτη της ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι, παρά τη συνεχιζόμενη μείωση στα επίπεδα του εγχώριου χρέους, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης στο ονομαστικό ΑΕΠ (επίπτωση παρονομαστή) που επιτεύχθηκε την τελευταία δεκαετία, και λιγότερο λόγω καθαρών αποπληρωμών, γεγονός που καθιστά τον ιδιωτικό τομέα ευάλωτο σε ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω των παγκόσμιων μακροοικονομικών εξελίξεων και γεωπολιτικών/οικονομικών εντάσεων.
«Το συνεχιζόμενο υψηλό επίπεδο χρέους που επιβαρύνει τους ισολογισμούς του ιδιωτικού μη χρηματοοικονομικού τομέα, και ιδιαίτερα των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δύναται να δημιουργεί προκλήσεις στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων του. Τυχόν επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα των δανειοληπτών να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους, αυξάνοντας τον κίνδυνο μετατροπής αυτών των δανείων σε νέες μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις», σημειώνουν οι τεχνοκράτες της ΚΤΚ υπενθυμίζοντας για ακόμα μία φορά για τους σοβαρούς κίνδυνους που εξακολουθούν να συνδέονται με το παλιό ιδιωτικό χρέος το οποίο παραμένει βαρίδιο για την οικονομία.
Βασική πηγή ευπάθειας
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η ΚΤΚ χαρακτηρίζει το υψηλό ιδιωτικό χρέος, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, ως κύρια πηγή ευπάθειας για την χρηματοοικονομική σταθερότητα, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα αποπληρωμών δανείων σε περίπτωση αρνητικών μακροοικονομικών κλυδωνισμών. Προσθέτει δε, πως η παθητική απομόχλευση καθιστά τη μείωση του ιδιωτικού χρέους ιδιαίτερα ευάλωτη σε ενδεχόμενη μείωση της εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης.
Παρά τη πρόοδο που κατέγραψαν συγκεκριμένοι δείκτες (π.χ. εισόδημα, ικανότητα αποπληρωμής δανείων από τον ιδιωτικό τομέα, δείκτης μόχλευσης των επιχειρήσεων, δείκτης εξυπηρέτησης χρέους-προς-εισόδημα για νοικοκυριά) το 2024, ο ιδιωτικός μη χρηματοοικονομικός τομέας στην Κύπρο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα χρέους και διαρθρωτικές ευπάθειες, οι οποίες τον καθιστούν ευάλωτο σε αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις. «Η βελτίωση στους ισολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση της ρευστότητάς τους, ενισχύει προσωρινά την ανθεκτικότητά τους. Ωστόσο, η εξάρτηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα για σκοπούς χρηματοδότησης, τα υψηλά επίπεδα μόχλευσης και η κληρονομιά μακροχρόνιων MEX περιορίζουν την ικανότητα απορρόφησης νέων οικονομικών κλυδωνισμών.
Η ενδεχόμενη επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων και πιθανή αναστροφή της καθοδικής πορείας των επιτοκίων, λόγω γεωπολιτικών ή χρηματοοικονομικών πιέσεων, θα μπορούσε να αναστρέψει την πτωτική πορεία του ιδιωτικού χρέους και να εντείνει τους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, κρίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για τον ιδιωτικό μη χρηματοοικονομικό τομέα να συνεχίσει την προσπάθεια ενεργούς απομόχλευσης του ισολογισμού του και την ενίσχυση των αποθεμάτων ρευστότητάς του, ούτως ώστε να υπάρχει η δυνατότητα απορρόφησης πιθανών κραδασμών και να διατηρεί απρόσκοπτη πρόσβαση σε νέο τραπεζικό δανεισμό.
Η σημασία της αγοράς ακινήτων
Ο τομέας των ακινήτων είναι από τους σημαντικότερους για την κυπριακή οικονομία, όχι μόνο από πλευράς οικονομικής δραστηριότητας αλλά και από πλευράς χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τον τομέα των ακίνητων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα παραμένουν σημαντικοί και χρήζουν συνεχούς και ενδελεχούς παρακολούθησης. Η αγορά ακινήτων συνδέεται άμεσα με τις εξελίξεις της πραγματικής οικονομίας, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε οικονομικές μεταβολές και διακυμάνσεις. Συνεπώς, η αυξημένη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την μακροοικονομική πολιτική σε διεθνές επίπεδο, έχει αυξήσει την πιθανότητα εκδήλωσης ακραίων σεναρίων όπως είναι μία απότομη μείωση των τιμών των ακινήτων.
Η έκθεση του χρηματοοικονομικού τομέα στον τομέα των ακινήτων αποτελεί ευπάθεια για την χρηματοοικονομική σταθερότητα, κυρίως στο απομακρυσμένο ενδεχόμενο σενάριο μείωσης στις τιμές των ακινήτων. Παρά τη σχετικά χαμηλή άμεση έκθεση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των Εταιρειών Εξαγοράς Πιστώσεων στην αγορά ακινήτων, η υψηλή έμμεση έκθεσή τους μέσω του δανειακού τους χαρτοφυλακίου αποτελεί σημαντική ευπάθεια για τους εν λόγω τομείς, σημειώνει η ΚΤΚ.