Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά στη ζώνη του ευρώ από την κορύφωση του 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 σε 2,0% πρόσφατα. Ταυτόχρονα, οι μισθοί έχουν αυξηθεί, αντισταθμίζοντας ένα μεγάλο μέρος των προηγούμενων απωλειών στο πραγματικό εισόδημα. Σε γενικές γραμμές, βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση. Αλλά για πολλά νοικοκυριά, δεν είναι έτσι, αναφέρει το προσωπικό της ΕΚΤ σε σημείωμά στο ιστολόγιο που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι συντάκτες Έλενα Μπομπέικα, Γκέριτ Κέστερ και Κριστιάν Νίκελ αναφέρουν στην ανάλυση, ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων από το τέλος του 2019 μέχρι τον Αύγουστο του 2025 κυμαίνεται από 20% στην Κύπρο έως 57% στην Εσθονία. Σύμφωνα με το διάγραμμα που παρουσιάζεται, η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα είναι 30%, στην Ιταλία 28%, στην Μάλτα 32%, στην Γαλλία 27%, Ισπανία 34%, Πορτογαλία 32%, Ιρλανδία 26%, Λετονία 52%, Λιθουανία 55%, Γερμανία 37%, Ολλανδία 39%, Βέλγιο 38%, Λουξεμβούργο 29%, Σλοβακία 52%, Αυστρία 39%.
«Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας προκάλεσε απότομη αύξηση του κόστους της ενέργειας (ιδίως του φυσικού αερίου) και των λιπασμάτων. Αυτό οδήγησε σε αύξηση των τιμών των τροφίμων στο σύνολο της ζώνης του ευρώ κατά την περίοδο 2021-23, ιδίως στις χώρες της Βαλτικής. Πιο πρόσφατα, οι αυξήσεις στο κόστος εργασίας και στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, που συνδέονται εν μέρει με την κλιματική αλλαγή, έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εκ νέου αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων», αναφέρει το άρθρο.
Οι τεχνοκράτες της ΕΚΤ περιγράφουν μια εικόνα που αρκετοί πολίτες θα έχουν νιώσει. «Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν σε ένα σούπερ μάρκετ, αρκετοί από αυτούς αισθάνονται φτωχότεροι από ό,τι πριν από την έξαρση του πληθωρισμού που ακολούθησε την πανδημία. Ένας στους τρεις από αυτούς ανησυχεί για το αν θα μπορέσει να αγοράσει τα τρόφιμα που θα ήθελε. Και αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό συναίσθημα: οι τιμές των τροφίμων παραμένουν πεισματικά υψηλές – κατά το ένα τρίτο υψηλότερες από ό,τι πριν από την πανδημία».
Χαρακτηριστικά αναφέρουν «όλοι πρέπει να τρώνε. Ωστόσο, οι τιμές των τροφίμων έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, τα οποία καταναλώνουν στα τρόφιμα το μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους.
Τί ενδιαφέρει την ΕΚΤ
Συνήθως, οι κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ επικεντρώνονται στις συνολικές μεταβολές των τιμών, σημειώνουν. «Τις περισσότερες φορές, δίνεται λιγότερη προσοχή στις επιμέρους συνιστώσες, ενέργεια, υπηρεσίες, καταναλωτικά αγαθά και τρόφιμα. Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους οι τιμές των τροφίμων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα. Πρώτον, το χάσμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των τιμών των τροφίμων και των συνολικών τιμών είναι πολύ μεγαλύτερο και πιο επίμονο από ό,τι στο παρελθόν. Δεύτερον, οι τιμές των τροφίμων επηρεάζουν τους πάντες συνεχώς και, ως εκ τούτου, διαμορφώνουν και τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Τρίτον, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων πλήττουν τα φτωχότερα νοικοκυριά περισσότερο από άλλα». Από την εισαγωγή του ευρώ το 1999, υποδεικνύουν, οι τιμές των τροφίμων τείνουν να αυξάνονται ελαφρώς περισσότερο από άλλες τιμές και το χάσμα που έχει συσσωρευτεί από το 2022 είναι σαφώς εξαιρετικό και επίμονο.
Μια ματιά στα ράφια
« Οι εξελίξεις στις τιμές των τροφίμων ήταν αρκετά ετερογενείς μεταξύ των κατηγοριών προϊόντων και μεταξύ των χωρών. Οι τιμές του κρέατος για το βοδινό κρέας, τα πουλερικά και το χοιρινό κρέας, για παράδειγμα, είναι πλέον περισσότερο από 30% υψηλότερες από ό,τι στο τέλος του 2019. Εν τω μεταξύ, οι τιμές του γάλακτος έχουν αυξηθεί κατά περίπου 40% και του βουτύρου κατά περίπου 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την πανδημία. Οι τιμές του καφέ, του ελαιόλαδου, του κακάο και της σοκολάτας έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο», αναφέρουν. Η κλιματική αλλαγή αναδεικνύεται ως ένας ακόμη βασικός παράγοντας: τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι ξηρασίες και οι πλημμύρες, γίνονται πιο συχνά και μπορούν να διαταράξουν σοβαρά τις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων. Για παράδειγμα, οι παρατεταμένες ξηρασίες στη νότια Ισπανία το 2022 και το 2023 οδήγησαν σε απότομες αυξήσεις στις τιμές του ελαιολάδου, ενώ οι τιμές του καφέ και του κακάο αυξήθηκαν ραγδαία μετά από δυσμενείς καιρικές συνθήκες σε βασικές χώρες εξαγωγής όπως η Γκάνα και η Ακτή Ελεφαντοστού».