Του Νίκου Καψάλη*

Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αυτή την εποχή περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα των ελλείψεων που σημειώνονται καθημερινά σε ένα πλήθος φαρμακευτικών σκευασμάτων, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να δυσκολεύονται να βρουν φάρμακα, ιδιαίτερα σε μια εποχή έξαρσης των εποχικών λοιμώξεων. Για την Ελλάδα, αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, καθώς η πολιτική σχετικά με το φάρμακο, ιδιαίτερα μετά από την εφαρμογή των μνημονιακών επιταγών, ευνοεί το φαινόμενο, ακόμα και σε σκευάσματα που αφορούν σε χρόνιες παθήσεις, καθώς αρκετά από αυτά βρίσκονται σε μόνιμη έλλειψη.

Θα μπορούσαν όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα να επηρεάσουν την Κύπρο; Άραγε, οι όποιες αποφάσεις λάβει η ελληνική κυβέρνηση μπορούν να έχουν αντίκτυπο στην Ευρώπη γενικότερα; Ο προβληματισμός αυτός πηγάζει από την κυριότερη αιτία των ελλείψεων αυτών, το Παράλληλο Εμπόριο που εφαρμόζεται εντός ης ΕΕ. Ως Παράλληλο Εμπόριο ή Παράλληλες Εξαγωγές ορίζεται η διασυνοριακή πώληση αγαθών εντός της ΕΕ, από εμπόρους εκτός του συστήματος διανομής του κατασκευαστή και χωρίς τη συγκατάθεση του κατασκευαστή.

Η εμπορική λογική που διέπει το παράλληλο εμπόριο είναι η δυνατότητα αγοράς αγαθών σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ σε σχετικά χαμηλή τιμή και στη συνέχεια μεταπώλησής τους σε άλλο κράτος μέλος, όπου η τιμή είναι υψηλότερη. Στην περίπτωση των φαρμακευτικών προϊόντων, αυτό ενθαρρύνεται από τις σημαντικές διακυμάνσεις στις τιμές των φαρμάκων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η Κομισιόν θεωρεί ότι οι παράλληλες εξαγωγές αυξάνουν τον ανταγωνισμό τιμών, καθώς η εισαγωγή αγαθών από μια χώρα με χαμηλότερες τιμές αναγκάζει τους πωλητές στη χώρα προορισμού να μειώσουν τις τιμές – αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή στην οποία βασίζεται η ενιαία αγορά – και αυτό με τη σειρά του έχει θετικό αντίκτυπο στους καταναλωτές. Στην περίπτωση όμως του φαρμάκου, τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Kαθημερινές οι ελλείψεις φαρμάκων

Η τιμολόγηση του φαρμάκου

Σε όλη την Ευρώπη το φάρμακο είναι διατιμημένο. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή του δεν διαμορφώνεται από τους νόμους της αγοράς αλλά ορίζεται σαφώς με νόμο. Τόσο η χονδρική όσο και η λιανική τιμή είναι συνήθως προκαθορισμένες και προκύπτουν παντού με συγκεκριμένο τρόπο, που φυσικά ποικίλει από χώρα σε χώρα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιες χώρες λειτουργούν ως χώρες αναφοράς για κάποιες άλλες, αναφορικά με την τιμή που θα λάβει το κάθε σκεύασμα εκεί, με αποτέλεσμα αρκετά φάρμακα να μην κυκλοφορούν ποτέ σε αυτές, για να μην επηρεαστεί η τιμή σε μεγαλύτερες, πιο ελκυστικές αγορές.

Η Κύπρος, πριν από την εποχή του ΓΕΣΥ, θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς, τότε, μεγάλο μέρος των αναγκών καλυπτόταν έπειτα από διαγωνισμούς (tenders) που προκήρυσσε το Υπουργείο Υγείας, ανάλογα με τις ανάγκες. Αν οι τιμές που πετύχαινε δημοσιοποιούνταν – εφόσον πιθανότατα ήταν χαμηλότερες από την αντίστοιχη χονδρική τιμή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες –  θα μπορούσε να συμπαρασύρουν τις τιμές π.χ. στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η φαρμακευτική εταιρία να χάσει σε μία νύχτα τεράστια έσοδα λόγω αυτής της μείωσης. Οι διαφορές της τιμής από χώρα σε χώρα, επομένως, δίνει τα περιθώρια της εμφάνισης του παράλληλου εμπορίου και στα φάρμακα.

Στην Ελλάδα, οι τιμές καθορίζονται από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των χωρών της Ευρώπης. Αυτό σημαίνει ότι ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα σε κάθε σκεύασμα είναι ακριβότερη το πολύ από άλλες δύο. Στην τιμή αυτή, προκύπτει μια επιπλέον μείωση για εκείνα τα φάρμακα που έχει λήξει η πατέντα τους και κυκλοφορούν γενόσημα, τα οποία τιμολογούνται στο 65% της αξίας του πρωτοτύπου. Βάσει της ίδιας τιμολογιακής πολιτικής, κάθε φορά που εκδίδεται νέο δελτίο τιμών, η τιμή ενός φαρμάκου δεν μπορεί να μειωθεί περισσότερο από 10%, ακόμα και αν από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων χωρών προέκυπτε μεγαλύτερη μείωση. Αυτή η τιμολογιακή πολιτική ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των φαρμάκων, ακόμα και εκείνων που δεν συνταγογραφούνται.

Θα περίμενε κάποιος αυτό να μεταφράζεται σε χαμηλότερη ιδιωτική δαπάνη για τους ασθενείς, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τα στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), από το 2020, δείχνουν ότι η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη, τα χρήματα δηλαδή που δαπανά απευθείας ο πολίτης για φάρμακα, είναι ετησίως 1,8 δισ. ευρώ. Περίπου το ήμισυ των δαπανών για φάρμακα προέρχονται από άμεσες ιδιωτικές πληρωμές, οι οποίες συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ενός νοικοκυριού, στο 13% έναντι 5,5% στη ΕΕ ή αλλιώς 58% υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σε αντίστοιχη ανάλυση του ΟΟΣΑ, η αναλογία δημόσιας/ιδιωτικής κατά κεφαλήν δαπάνης στην ΕΕ για το 2019 ήταν 310€/132€ ενώ στην Ελλάδα 198€/170€. Αντίστοιχα στοιχεία για την Κύπρο δεν θα ήταν αυτή τη στιγμή αξιόπιστα, καθώς η αγορά βρίσκεται ακόμα στο ξεκίνημά της και δεν θα μπορούσαν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Οι φαρμακαποθήκες

Το παράλληλο εμπόριο στα φάρμακα οδηγεί σε ελλείψεις στις φτηνές χώρες. Με εξαίρεση τα Νοσοκομειακά Φάρμακα, η διάθεση των φαρμάκων από τις εταιρίες προς τα φαρμακεία γίνεται μέσω των φαρμακαποθηκών. Μία φαρμακαποθήκη συνεργάζεται με όλες τις φαρμακευτικές εταιρίες, λειτουργώντας ως διαμετακομιστικό κέντρο σε αυτή την αλυσίδα διανομής. Οι φαρμακαποθήκες είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και πολλές φορές συνεταιρισμοί φαρμακείων, με τα φαρμακεία αυτά να αποτελούν την ίδια στιγμή πελάτες αλλά και μετόχους τους. Μέσα σε αυτή την αλυσίδα διανομής πραγματοποιούνται κυρίως οι παράλληλες εξαγωγές.

Οι πληττόμενοι από το παράλληλο εμπόριο φαίνεται να είναι οι φαρμακευτικές εταιρίες, καθώς είναι προφανές ότι έχουν σημαντικά διαφυγόντα κέρδη από πωλήσεις που χάνουν σε ακριβότερες χώρες, καθώς το επιπλέον κέρδος τους από τη διαφορά τιμής χάνεται στις παράλληλες εξαγωγές.

Για να περιορίσουν αυτά τα διαφυγόντα κέρδη έχουν προχωρήσει στον έλεγχο των ποσοτήτων που διαθέτουν στην αγορά, βασισμένες σε στοιχεία πωλήσεων προηγούμενων ετών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό φαίνεται να ξεκίνησε από το 2000, τότε που η Bayer το εφάρμοσε στη Γαλλία και την Ισπανία για κάποιο στρατηγικό της, εκείνη την εποχή, αντιυπερτασικό σκεύασμα που εξαγόταν στη Μεγάλη Βρετανία, όπου η τιμή του ήταν μεγαλύτερη. Πλέον, όλες οι φαρμακευτικές εταιρίες διαχειρίζονται με παρόμοιο τρόπο τις ποσότητες που διανέμουν σε χώρες όπου η τιμή είναι σημαντικά χαμηλότερη, ισορροπώντας επικίνδυνα στα όρια της νομιμότητας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το ντόμινο των τιμών, η Ελλάδα και ο κίνδυνος για την Κύπρο

Σε αυτό το αλληλεξαρτώμενο περιβάλλον, η πρόσφατη εξαγγελία του υπουργού Υγείας της Ελλάδας ότι προτίθεται να αυξήσει τις τιμές σε κάποια φάρμακα για να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις στα φαρμακεία, θα έπρεπε να προβληματίζει όλη την Ευρώπη, ακόμα και την Κύπρο. Μια τέτοια εξέλιξη θα συμπαρασύρει με βεβαιότητα προς τα πάνω τις τιμές σε κάποιες χώρες της ΕΕ που έχουν την Ελλάδα ως δείκτη για τις δικές τους τιμές.

Μια από τις χώρες αυτές είναι και η Κύπρος, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στο “καλάθι” των φθηνών χωρών – μαζί με τη Γαλλία και την Πορτογαλία. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, για τη διαμόρφωση τελικής τιμής λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων, η χαμηλότερη τιμή από την ομάδα των φτηνών χωρών. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα κάποια σκευάσματα που είναι σήμερα φτηνότερα στην Ελλάδα από τη Γαλλία και την Πορτογαλία, και άρα λαμβάνεται υπόψη αυτή η τιμή, να αυξηθούν, με αποτέλεσμα είτε να λαμβάνεται πια υπόψη η νέα αυξημένη τιμή της Ελλάδας είτε η τιμή μιας άλλης χώρας, που θα είναι πλέον φτηνότερη για τη διαμόρφωση της τελική τιμής στην Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της τιμής. Ακούγεται μπερδεμένο; Μπορεί να γίνει και πιο περίπλοκο αν αναζητήσουμε την επίδραση της ανατίμησης στην Ελλάδα σε άλλες χώρες που λαμβάνονται υπόψη στην Κύπρο, όπως πχ το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Ιταλία. Το μόνο βέβαιο είναι πως αυτή η πολιτική απόφαση μόνο σε αύξηση τιμών μπορεί να οδηγήσει. Μια αύξηση που μπορεί να ποικίλει σε ποσοστό κατά περίπτωση.

Το φαινόμενο της πεταλούδας και η αγορά

Οι θιασώτες της θεωρίας του Χάους σε μία απόπειρα να δείξουν την ευαισθησία ενός δυναμικού συστήματος από τις αρχικές συνθήκες, μίλησαν για το φαινόμενο της πεταλούδας: “Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα”.

Πρόκειται φυσικά για έναν σχηματικό τρόπο να διατυπωθεί η ανθρώπινη αδυναμία υπολογισμού της επίδρασης μιας απειροελάχιστης μεταβολής στη ροή των γεγονότων, που οδηγεί, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια διαφορετική εξέλιξη από εκείνη που θα λάμβανε χώρα αν αυτή δεν είχε συμβεί. Η περίπτωση του επερχόμενου ντόμινο στις τιμές των φαρμάκων, σε πανευρωπαϊκό  επίπεδο ως αποτέλεσμα μίας υπουργικής απόφασης η οποία πρόκειται να ληφθεί λόγω της άρνησης να αντιληφθούν οι υπεύθυνοι την πραγματική αιτία του προβλήματος των ελλείψεων σε φάρμακα, την ανεξέλεγκτη δηλαδή επικράτηση των σκληρών νόμων της αγοράς, όπως ορίζει και η ΕΕ, είναι ξεκάθαρος ντετερμινισμός. Ένας ντετερμινισμός που ορίζεται σαφώς από τους νόμους της Αγοράς.

* Συνεργάτης Φιλελεύθερου