Την αλήστου μνήμης εποχή της κατάρρευσης των τραπεζών και του λουκέτου στη Λαϊκή Τράπεζα επαναφέρει η προχθεσινή απόφαση του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου (δευτεροβάθμια δικαιοδοσία), με επίκεντρο την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τα πρώην τραπεζικά στελέχη και τότε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, Ευθύμιο Μπουλούτα, Ελευθέριο Χιλιαδάκη, Μάρκο Φόρου και Παναγιώτη Κουννή.
Η απόφαση έχει παρελθόν που χρονολογείται από το 2014, όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε συνολικό διοικητικό πρόστιμο €1,395 εκατ. στους τέσσερις εφεσείοντες, για παράβαση της νομοθεσίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας και για παράβαση του άρθρου 20(4) του περί δημόσιας προσφοράς και ενημερωτικού δελτίου νόμου.
Η νέα απόφαση του δικαστηρίου επί της έφεσης δεν δικαιώνει τους τέσσερις, οι οποίοι πρέπει να πληρώσουν αρκετές χιλιάδες ευρώ ο καθένας ως διοικητικό πρόστιμο.
Όπως καταγράφονται τα γεγονότα στη δικαστική απόφαση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε συνεδρία της, ημερομηνίας 28.4.2014, διαπίστωσε παραβάσεις της νομοθεσίας και επέβαλε στον κ. Μπουλούτα διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους €705.000 και στους κ. Χιλιαδάκη, κ. Φόρο και κ. Κουννή διοικητικά πρόστιμα €170.000, €90.000 και €430.000, αντίστοιχα.
Τα επίδικα ζητήματα για την έφεση των τεσσάρων πρώην στελεχών ήταν τρία:
– ισχυρισμός για ζήτημα μεροληψίας της προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (πριν 11 έντεκα χρόνια), κατά πόσο παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ενόψει του γεγονότος ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενέκρινε τα επίδικα ενημερωτικά δελτία και συνεπώς, ως αναφέρεται, η εφεσίβλητη (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) κωλύεται να προβάλει τον ισχυρισμό ότι αυτά δεν πληρούσαν όσα ο νόμος προνοεί.
– Επίσης, έθεσαν θέμα κατά πόσο συγκεκριμένα άρθρα της νομοθεσίας έδιναν την εξουσία στην Κεφαλαιαγορά να τους επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο.
Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα και σε άλλα πρόσωπα, μεταξύ αυτών και στην τράπεζα, η οποία διαπιστώθηκε ότι τι παραβίασε το άρθρο 40(1) του Ν. 190(Ι)/2007, καθότι σε εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις των ετών 2010 και 2011 καθώς και στην ετήσια έκθεση του έτους 2010 δημοσιοποίησε παραπλανητικά στοιχεία.
Ειδικότερα, δηλώθηκε ότι οι κίνδυνοι στους οποίους ο όμιλος ήταν εκτεθειμένος δεν αναμενόταν να αλλάξουν ουσιαστικά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2010, τη στιγμή που ο κίνδυνος των ομολόγων ελληνικών δημοσίου κατά την 30.6.2010 ήταν αυξημένος, σε σχέση με την 31.12.2009, καθότι από τον Απρίλη του 2010 τα ΟΕΔ αξιολογούνταν από διεθνείς οίκους αξιολόγησης σε μη επενδυτική βαθμίδα και δη ως «σκουπίδια». Διαπιστώθηκε ότι στην έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία αποτελούσε μέρος της ετήσιας οικονομικής έκθεσης της τράπεζας για το έτος που έληξε την 31.12.2010, δεν έγινε περιγραφή των κινδύνων από τα ΟΕΔ ως επίσης δεν έγινε οποιαδήποτε σύγκριση του ύψους της επένδυσης σε ΟΕΔ με το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων. Συνεπώς, ως αναφέρεται, οι ορθολογικοί επενδυτές δεν είχαν πληροφόρηση επί των σοβαρών κινδύνων των ΟΕΔ.