Μια συνάντηση με τον διεθνώς καταξιωμένο σκηνοθέτη που «αξιώθηκε» να ζήσει την είδηση του θανάτου του!

Οκτώβριος του 2018. Καθόλου άσχημα για έναν άνθρωπο που πριν από ένα μήνα είχε «πεθάνει», σκέφτηκα, ακούγοντάς τον να κατεβαίνει με βήμα γοργό την ξύλινη, εσωτερική σκάλα του σπιτιού του. Θα σας περιμένω στις δύο και τριάντα, μου είχε πει και δύο και τριάντα ακριβώς στεκόμουν μπροστά από τη μεγάλη κόκκινη πόρτα με τον αριθμό 244. Πληκτρολόγησα τον κωδικό που μου είχε δώσει, πέρασα σε μια εσωτερική αυλή, πίεσα το κουδούνι του σπιτιού, μου άνοιξε η γυναίκα του, η Μισέλ Ρέι Γαβράς, συστήθηκα, με ρώτησε αν έχουμε ραντεβού, απάντησα καταφατικά και δυο λεπτά αργότερα ο Κώστας Γαβράς καθόταν απέναντί μου, στην κουζίνα του σπιτιού του, στο κέντρο του Παρισιού, λίγα χιλιόμετρα από την Παναγία των Παρισίων και όχι πολύ μακριά από το μικρό δωμάτιο της φοιτητικής εστίας που έμενε όταν πρωτοπάτησε το πόδι του σ’ αυτή την πόλη, 63 ολόκληρα χρόνια πριν. Πίσω του, το ψυγείο, ήταν γεμάτο με φωτογραφίες των εγγονιών του και των παιδιών του.

Είχαμε μιλήσει λίγο πριν το καλοκαίρι με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, μου ζήτησε να τα πούμε ξανά τέλος του Αυγούστου, όταν θα επέστρεφε από τις καλοκαιρινές διακοπές – θα επισκεπτόταν τη γενέτειρα και το πατρικό του ύστερα από 25 χρόνια όπως μου είχε πει και αργότερα, στη συνάντησή μας, θα μου περιέγραφε την έκπληξη και απορία των εγγονιών του, «που γεννήθηκαν σε νοσοκομεία έχοντας την φροντίδα πέντε γιατρών», για το δωμάτιο που γεννήθηκε ο παππούς του, σ’ ένα σπίτι που δεν είχε καν βρύση για νερό – ακολούθως μεσολάβησε η «είδηση» του θανάτου του η οποία σε ελάχιστα λεπτά έκανε το γύρο του διαδικτύου, προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις… Φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι  του Οκτώβρη στο Παρίσι, να μου πει πως είναι να ζει κανείς την είδηση του θανάτου του. Ο ίδιος το διακωμωδούσε. «Μου είχε τηλεφωνήσει ένας συνάδελφός σας από την Αθήνα, από την ΕΡΤ, και όταν είπα “παρακαλώ” ένιωσα έναν κομπασμό στην άλλη άκρη της γραμμής, έκανε μερικά δευτερόλεπτα να μιλήσει. «Kύριε Γαβρά, εσείς; Ναι, εγώ. Ζείτε; Προφανώς». Έτσι έμαθα για το “θάνατό” μου. Όχι, δεν ταράχτηκα. Γελάσαμε. Τέτοιες βλακείες συνέβησαν και σε άλλους. Αφήστε που ανέβηκα στην εκτίμηση του εγγονού μου. Μετά που είδε τα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, με θεωρεί πλέον κάτι σπουδαίο, κάτι σαν τους ποδοσφαιριστές που θαυμάζει». 

Από εκείνη τη συνάντηση με τον διεθνή Κώστα Γαβρά, σταχυολογώ δυο πράγματα. Το πρώτο έχει να κάνει με την υστεροφημία του. «Δεν με απασχολεί η υστεροφημία μου», μού είπε. «Δεν θέλω να ζήσω στην αιωνιότητα. Άλλωστε, αυτούς τους τόσο σπουδαίους που εγώ έχω γνωρίσει, ποιος τους θυμάται σήμερα; Λίγοι μένουν και χιλιάδες άλλοι, εξίσου σπουδαίοι ή και σημαντικότεροι ακόμα, χάνονται στη λήθη. Οπόταν; Ποιο ακριβώς είναι το ζητούμενο; Το ζητούμενο είναι, στα εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα χρόνια που θα ζήσουμε, τι θα προσφέρουμε και τι προσφέρει η ζωή πίσω σε μας ώστε να αισθανόμαστε καλά μέσα μας. Περπατήστε στο Παρίσι, τόσα αγάλματα, τόσοι δρόμοι αφιερωμένοι, ποιος ασχολείται; Αδιαφορώ, λοιπόν, τελείως». Το δεύτερο έχει να κάνει με την ευτυχία. Τι κάνει έναν άνθρωπο ευτυχισμένο; Στα 85 σας το έχετε βρει, τον ρώτησα. Κι αυτός ευθαρσώς μου απάντησε: Η γνώση! «Η γνώση ανοίγει δρόμους. Μα κυρίως σου “ανοίγει” το μυαλό. Η γνώση μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, δίνει προοπτικές. Με τη γνώση βάζεις στόχους και αισθάνεσαι χρήσιμος. Κατά τ’ άλλα, δεν πιστεύω στην ευτυχία, με την έννοια που της αποδίδουμε συνήθως οι άνθρωποι. Τι πάει να πει ευτυχισμένος; Η ευτυχία είναι στιγμές». 

Φωτο: Ο γιος μιας φτωχής οικογένειας από την Αρκαδία, που στα 19 του, έχοντας ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, έφτασε στη Γαλλία για να μορφωθεί. Εκεί είδε μια ταινία, τον μάγεψε ο κινηματογράφος, σκέφτηκε ότι ήταν ένας ωραίος τρόπος να διηγηθεί ιστορίες και στη συνέχεια, με τις ταινίες του, κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο. Στη φωτογραφία, ο Κώστας Γαβράς, τον Οκτώβριο του 2018, στο σπίτι του.

Ελεύθερα, 7.11.2021.