Πολλοί μελετητές της Τουρκίας έχουν, εδώ και χρόνια, παρατηρήσει και καταγράψει τον έντονο τρόπο που η εξωτερική πολιτική της χώρας μετατράπηκε σε ζήτημα καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της.
Στις περισσότερες αναλύσεις επί του θέματος υπογραμμίζεται μάλιστα ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος και αντιπαράθεσης που παρουσιάζεται για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν, δεν έχει εμφανιστεί στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας. Η αλλαγή αυτή είναι όντως πραγματική. Ωστόσο δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο στην εργαλειοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση Ερντογάν και των συμμάχων του για εκλογικό ή πολιτικό όφελος. Χωρίς βεβαίως να αποκλείεται αυτή η διάσταση, είναι γεγονός η εικοσαετία της εξουσίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει αφήσει πλέον το στίγμα της ως μια περίοδος με την πλέον έντονη αναζήτηση για στρατηγική αυτονομία και μετατροπή της Τουρκίας σε μια περιφερειακή δύναμη. Η πολιτική επιμονή του Ερντογάν για περιφερειακή και όχι μόνο ενίσχυση της χώρας του, μοιραία ανέδειξε σταδιακά τον τομέα της διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων σε δομικό κομμάτι της καθημερινής πολιτικής δραστηριότητας κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Η συγκεκριμένη αναζήτηση περιφερειακής ισχυροποίησης της Τουρκίας, αν και επί της ουσίας καθόλου νέα, τα τελευταία είκοσι χρόνια αναπτύσσεται πιο ολοκληρωμένα σε δύο διαλεκτικά συνδεδεμένα πεδία.
>Το πρώτο πεδίο είναι ο εντονότερος παραλληλισμός της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας με ζητήματα όπως η διεκδίκηση νέων αγορών και επενδύσεων, η επιδίωξη νέων εμπορικών σχέσεων και η περαιτέρω ενσωμάτωση συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων στην διπλωματική δραστηριότητα.
>Το δεύτερο πεδίο είναι η σταδιακή στρατικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και οι αντιπαραθέσεις με τη Δύση που μάλλον έχουν το χαρακτήρα είτε συγκυριακής απομάκρυνσης και πόλωσης, είτε προσεκτικής αναδίπλωσης και προσέγγισης με βασικούς πρωταγωνιστές όπως οι ΗΠΑ και η Ε.Ε.
Η κληρονομιά του Οζάλ
Όπως έχει προαναφερθεί, η επιδίωξη της Τουρκίας να μετατραπεί σε περιφερειακή δύναμη δεν είναι νέα. Στη πιο σύγχρονη της φάση μπορεί να εντοπιστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δύο βαθιές αλλαγές της εποχής εκείνης ήταν που οδήγησαν τον τότε πρόεδρο της χώρας, Τουργκούτ Οζάλ να πει με το χαρακτηριστικό του ύφος ότι: “Τώρα άνοιξαν οι θύρες του προσκυνήματος ενώπιον της Τουρκίας”. Η πρώτη αλλαγή ήταν το τέλος του ψυχρού πολέμου με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή ήταν το ξέσπασμα του πολέμου στο Ιράκ την περίοδο 1990-1991. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύθηκαν από τα κέντρα εξουσίας στην Άγκυρα ως η χρυσή ευκαιρία της Τουρκίας να πάρει τη θέση της ως η ισχυρότερη περιφερειακή δύναμη – εκπρόσωπος της τότε αμερικανικής ηγεμονίας. Όμως οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις της περιόδου, η βαθιά πολιτική αποσταθεροποίηση και κρίση ηγεμονίας, η νέα φάση στρατιωτικής σύγκρουσης στο Κουρδικό πρόβλημα και η αστραπιαία άνοδος του τουρκικού ισλαμισμού υπό τον Νετζμεττίν Έρμπακαν και το Κόμμα Ευημερίας, ήταν φαινόμενα που αμφισβήτησαν προσωρινά την προσπάθεια Οζάλ για μεγιστοποίηση της τουρκικής επιρροής σε χώρους εκτός συνόρων. Οι δυσκολίες της περιόδου, ευνόησαν μέρη του στρατιωτικού κατεστημένου προς την επιβολή ενός νέου αυταρχικού καθεστώτος ασφάλειας με προτεραιότητες, οι οποίες σχετίζονταν περισσότερο με την αντιμετώπιση των “εθνικών απειλών” παρά με τη διεκδίκηση ηγεμονίας στην περιφέρεια. Αξίζει να υπενθυμιστεί μάλιστα ότι ήταν εντός των συγκεκριμένων συνθηκών της δεκαετίας του 1990 που εμφανίστηκε με τόση ένταση η ιδέα ότι το Κυπριακό μπορεί να “κλείσει” είτε με μια διευθέτηση συνομοσπονδίας, είτε ακόμα και με την επίσημη προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία.
Το ΑΚΡ εμφανίστηκε ακριβώς σε εκείνες τις χαοτικές συνθήκες του πολιτικού κενού στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Υποσχέθηκε την οικονομική ανάπτυξη ενάντια στη φτωχοποίηση της κοινωνίας και την πολιτική σταθερότητα απέναντι στην αβεβαιότητα των ασταθών κυβερνήσεων συνασπισμού. Κατάφερε αρχικά να ξεπεράσει τις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, ενώ η διεθνής νομιμοποίηση και οι διαδοχικές εκλογικές του επιτυχίες πρόσφεραν τις βάσεις πάνω στις οποίες τα επόμενα χρόνια θα ανέπτυσσε πιο ολοκληρωμένα τη διεκδίκηση για στρατηγική αυτονόμηση της Άγκυρας.
Το υπερκινητικό τουρκικό κεφάλαιο
Η όντως πιο αυτόνομη σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και γεμάτη κρίσεις και σκαμπανεβάσματα εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ συνήθως αναλύεται υπό το πρίσμα εννοιών όπως ο νέο-οθωμανισμός ή ακόμα και της επίκρισης ότι διεκδικείται η ανασύσταση μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας μέσα από εδαφική επέκταση. Αυτή η σχολή σκέψης θέτει την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν και του κυβερνώντος κόμματος εντός του πλαισίου των θρησκευτικών ή και αυτοκρατορικών αναφορών της ιδεολογίας του τουρκικού ισλαμισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδεολογική προοπτική, ο λόγος μέσα από τον οποίο υπογραμμίζεται αυτή η προοπτική, αλλά και οι διάφορες μορφές ισλαμικού εθνικισμού αποτελούν πυλώνες της προσπάθειας περιφερειακής ενίσχυσης της Τουρκίας. Τα στοιχεία αυτά είναι φανερά ιδιαίτερα στην δραστηριότητα εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δομών του τουρκικού κράτους σε πολλές χώρες. Είναι επίσης χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη της τουρκικής πολιτιστικής βιομηχανίας που τις τελευταίες δεκαετίες πρωταγωνιστεί στις εξαγωγή τηλεοπτικών σειρών. Ωστόσο, ο προσανατολισμός της χώρας προς την κατεύθυνση να γίνει περιφερειακή δύναμη δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από ιδεολογικούς παράγοντες. Δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από τις προσωπικές επιθυμίες ή και τις ικανότητες της ηγεσίας του ΑΚΡ.
Η επιθετικότερη παρέμβαση της Τουρκίας στην περιοχή της και οι εντονότερες αναζητήσεις για περιφεριακή ηγεμονία δεν είναι άσχετες με την καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά. Είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η Τουρκία αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα σε ότι αφορά στην αναβάθμιση της σε χώρα παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Είναι επίσης αλήθεια ότι σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανία της στηρίζεται στη φθηνή εργατική δύναμη. Όμως κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι εδώ και πολλές δεκαετίες μέρη της επιχειρηματικής ελίτ της Τουρκίας είναι «πανταχού παρόντα». Η δραματική μετακίνηση ισχύος σε διεθνές επίπεδο, οι εκατοντάδες εμπορικές συμφωνίες της Τουρκίας, αλλά και οι στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης της κυβέρνησης Ερντογάν, ήταν μεταξύ των σημαντικότερων δυναμικών που βοήθησαν το τουρκικό κεφάλαιο να επεκταθεί εκτός συνόρων και να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις διπλωματικές προτεραιότητες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008 και την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αγορών, το οικονομικό και εμπορικό ενδιαφέρον της Τουρκίας στράφηκε άμεσα στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία, αλλά και την Αφρική.
Μάλιστα η Αφρική είναι ίσως ένας από τα χαρακτηριστικότερα πεδία της ξέφρενης δραστηριοποίησης του τουρκικού κεφαλαίου, κάτι που οφείλεται στις ευρύτερες παγκόσμιες ανακατατάξεις. Το εξωτερικό εμπόριο της Τουρκίας με την Αφρική αυξήθηκε από 5,4 δισ. δολάρια το 2003 σε 40 δισ. δολάρια έως το 2023. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 2,1 δισ. δολάρια σε 22 δισ. δολάρια. Ο συνολικός όγκος του εμπορίου με την συγκεριμένη ήπειρο αυξήθηκε 7,5 φορές, ενώ με την υποσαχάρια Αφρική 11,3 φορές. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του τουρκικού κράτος, το μέγεθος των επενδύσεων τουρκικών εταιρειών στην Αφρική ανέρχεται σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ύψος των άμεσων επενδύσεων στην Αφρική αυξήθηκε από 100 εκατομμύρια δολάρια το 2003 σε 6,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Οι μεγάλες εταιρείες σε τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, της ένδυσης, των κατασκευών, των μεταφορών, του σιδήρου και του χάλυβα, της ενέργειας, του ηλεκτρισμού, των λευκών ειδών έχουν φτάσει σε μέγεθος άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Συνεπώς η επιδίωξη περιφερειακής ισχυροποίησης διαθέτει μια σοβαρή υλική βάση και δεν στηρίζεται μόνο στις ιδεολογικές ανησυχίες του Ερντογάν.
Η στρατιωτική τεχνολογία και η στρατικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής
Η εντονότερη παρουσία της Τουρκίας στις περιφερειακές εξελίξεις δεν είναι προϊόν μόνο των δυναμικών της οικονομικής στρατηγικής. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η επέκταση της επιρροής της χώρας στηρίζεται στην στρατιωτική ισχύ και στη συγκυριακή της χρήση. Από το 2021, περίπου 50.000 – 60.000 μέλη των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας βρίσκονται σε αποστολές εκτός των συνόρων. Όπως είναι γνωστό, η χώρα έχει μια μακρά ιστορία στρατιωτικής παρουσίας στη Κύπρο και υπό διαφορετικές συνθήκες στην Αλβανία, το Αφγανιστάν και το Κοσσυφοπέδιο. Πέραν αυτών όμως, τα τελευταία χρόνια δημιούργησε στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ, τη Σομαλία, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη. Διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη και ταυτόχρονα εμπλέκεται στη σύγκρουση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Διατηρεί συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με την Αλβανία, το Αζερμπαϊτζάν και το Σουδάν, ενώ ο τουρκικός στρατός είναι πρωταγωνιστής σε αποστολές του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ.

Σε όλα τα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και η ανάδειξη της στρατιωτικής βιομηχανίας της Τουρκίας σε παράγοντα που επηρεάζει την πολιτική εξέλιξη. Οι εξαγωγές όπλων σε εμπόλεμες ζώνες όπως η Ουκρανία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Λιβύη ή και σε χώρες με χαμηλότερες δυνατότητες στρατιωτικής βιομηχανίας, αποτελούν σχετικά νέα δεδομένα που λειτουργούν ως μέσο αύξησης της περιφερειακής επιρροής της Τουρκίας. Οι στρατιωτικές εκπαιδεύσεις σε περιοχές εκτός συνόρων, ο πολλαπλασιασμός των αμυντικών συνεργασιών και η αύξηση των στρατιωτικών βάσεων αποτελούν τελικά όψεις μιας πιο ολοκληρωμένης σχέσεις στρατιωτικής τεχνολογίας και πολιτικού συστήματος της Τουρκίας, η οποία παράγει νέες εμπορικές και επενδυτικές ευκαιρίες τόσο για την ίδια τη στρατιωτική βιομηχανία όσο και για άλλους επιχειρηματικούς κύκλους που συνδέονται με αυτή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή έχει οικονομικές συμφωνίες με πάνω από 30 χώρες της Αφρικής για τομείς που σχετίζονται με την ασφάλεια.
Η Ανατολική Μεσόγειος και το Κυπριακό
Όλα αυτά που έχουν περιγραφεί και που σχετίζονται με τις αιτίες της έντονης δραστηριοποίησης και παρεμβατικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν την ίδια στιγμή και μια πιο περιεκτική πυξίδα κατανόησης της σημασίας που αποδίδεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Διαμέσου αυτής βεβαίως και στην κατάσταση στο Κυπριακό. Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση Ερντογάν εδώ και μερικά χρόνια υιοθέτησε το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο αυτού του δόγματος υπογραμμίζεται σε γενικές γραμμές η αναγκαιότητα στρατιωτικού και οικονομικού ελέγχου θαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Ανεξαρτήτως του βαθμού επιτυχίας στην εφαρμογή του εν λόγω σχεδιασμού, είναι γεγονός ότι η πρόσβαση και ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, διατηρείται πολύ ψηλά στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. Από τη μια πλευρά η Τουρκία χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τις στρατιωτικές της δυνατότητες για να προωθήσει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι από μόνες τους αυτές οι πρωτοβουλίες δεν είναι αρκετές. Έτσι συνδυάζει την κινητοποίηση της στρατιωτικής τεχνολογίας με τις πολιτικές πρωτοβουλίες για ομαλοποίηση των σχέσεων της και αύξηση της επιρροής της.

Σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία εισέρχεται και το τραπέζι του διαλόγου στο Κυπριακό. Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι στη νέα περίοδο που έχει εγκαινιαστεί στην περιοχή της Μεσογείου και Μέσης Ανατολής κυρίως εξαιτίας της επιθετικότητας του Ισραήλ και της κατάρρευσης Ασσαντ, δημιουργούνται νέα κενά ισχύος. Προκύπτουν συνεπώς νέοι ανταγωνισμοί για την κάλυψη τους. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, μια χώρα των δυνατοτήτων της Τουρκίας δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να μείνει αδιάφορη.
Εάν λοιπόν οι εξελίξεις και οι μετατοπίσεις ισχύος στην ευρύτερη περιοχή της Κύπρου, σπρώχνουν πολλούς δρώντες μεταξύ των οποίων και την Άγκυρα να “ξαναδεί” το ανοιχτό πρόβλημα στο νησί, είναι οι ίδιες δυναμικές που την εξαναγκάζουν να δημιουργήσει ένα νέο ιδεολογικοπολιτικό περιβάλλον πλαισίωσης της λύσης δύο κρατών. Στις συνθήκες κρίσης και αβεβαιότητας που βιώνει η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία εκ πρώτης φαίνεται να στέλνει μηνύματα «εξορθολογισμού» της διχοτόμησης. Είτε ως διαπραγματευτική τακτική, είτε ως θέση αρχής, η προώθηση της ιδέας απομάκρυνσης από την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού πλέον δεν παρουσιάζεται ανταγωνιστικά προς τους Ελληνοκύπριους. Δε διαφημίζεται μέσα από τον παλιότερο εθνικιστικό λόγο και ούτε στο ρητορικό επίπεδο εμφανίζονται στοιχεία όπως «η τουρκικότητα της Κύπρου».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τις δημόσιες τοποθετήσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη, οι μέχρι πρότινος όροι και προϋποθέσεις που έθετε όχι για τη λύση του Κυπριακού, αλλά για την έναρξη του διαλόγου. Προς αυτή την κατεύθυνση η πιο χαρακτηριστική και ολοκληρωμένη τοποθέτηση ήταν αυτή του Υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στη διάρκεια της επίσκεψης του στα κατεχόμενα το διήμερο 8-9 Ιανουαρίου 2025. Σύμφωνα με το ιδεολογικό κάδρο που κατασκεύασε, η αποδοχή του μοντέλου δύο κρατών στην Κύπρο καταγράφεται ως μια «λύση προσαρμοσμένη στην εποχή». Ως μια διευθέτηση που εγγυάται στις δύο πλευρές την ικανοποίηση κυρίως των αγωνιών ασφάλειας και επιβίωσης. Για παράδειγμα προτείνει την αποδοχή των δύο κρατών ως κάτι που θα βοηθήσει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα να ενταχθεί στη διεθνή νομιμότητα. Ενώ στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα προτείνει την αποδοχή αυτής της διευθέτησης ως «εγγύηση» της μη ύπαρξης διαμοιρασμού εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους.
Ηαλλαγήτηςβάσης γιαλύση
Επομένως δε θα ήταν απίθανο, όσο περιπλέκεται η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο το επόμενο χρονικό διάστημα, τόσο περισσότερο η Τουρκία να αναζητεί τρόπους ανοίγματος ενός διαλόγου στο Κυπριακό με επίκεντρο το στόχο να αποδείξει ότι η Ελληνοκυπριακή κοινότητα – οριστικά και αμετάκλειτα – δεν αποδέχεται το διαμοιρασμό της εξουσίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο βήμα που θα είναι προφανώς η εντατικοποίηση της προσπάθειας για μια πιο επίσημη και τυπική αλλαγή της βάσης λύσης του πολιτικού μας προβλήματος. Την ίδια στιγμή όμως, η πιο πάνω επιδίωξη δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την Τουρκία. Η μεταβατική περίοδος που βιώνει η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι τέτοια που εξαναγκάζει σε πολλαπλασιασμό των δρώντων που εμπλέκονται και θα επιδιώξουν να έχουν ρόλο στις μελλοντικές ισορροπίες.
*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου