Παρόλο που για πολλές δεκαετίες, το φάντασμα της ακροδεξιάς έμοιαζε να αποτελεί παρελθόν για την Ευρώπη, ειδικά μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τελευταία χρόνια έχοντας επενδύσει ρητορικά στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών, στο θέμα των ταυτοτήτων αλλά και της οικονομικής κρίσης η άνοδος των δυνάμεων της είναι αξιοσημείωτη, με εκλογικές επιτυχίες σε πολλές χώρες. Από το περιθώριο, που βρίσκονταν κάποτε τα ακροδεξιά κόμματα, σήμερα συμμετέχουν κυβερνούν ή συμμετέχουν σε κυβερνήσεις, διαμορφώνουν πολιτικές και επιβάλουν την ατζέντα τους με μεγάλη, μάλιστα επιτυχία. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το γεγονός πως πολύ εύκολα βρίσκει μιμητές, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες και για περεταίρω άνοδο των δυνάμεων της ακροδεξιάς.
Στην συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Φερνάντο Κασάλ Μπερτόα, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ, τόνισε πως η επιτυχία των λαϊκίστικων, ακροδεξιών κομμάτων, είναι και την ίδια ώρα αποτυχία των παραδοσιακών κομμάτων. Σε κάθε χώρα, εξήγησε, υπάρχουν ιδιαιτερότητες που ευνοούν την άνοδο της ακροδεξιάς ωστόσο, ο κύριος λόγος είναι η ανικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων να αντιμετωπίσουν και να επιλύσουν προβλήματα όπως η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή, η οικονομική κρίση και η διαφθορά. Ιδιαίτερη αναφορά, έκανε και για την Κύπρο και στάθηκε στο γεγονός πως το ΕΛΑΜ κατάφερε να έχει και κοινοβουλευτική παρουσία, έστω και μικρή, αλλά και στις πρόσφατες ευρωεκλογές να ξεπεράσει ισχυρά, παραδοσιακά κόμματα.
Ο Φερνάντο Κασάλ Μπερτόα θεωρεί πως η άνοδος της ακροδεξιάς μπορεί να ανακοπεί, αν και όπως αναγνωρίζει αυτό, πως κάτι τέτοιοι απαιτεί μεγάλες συναινέσεις από τα παραδοσιακά κόμματα. Ο δρόμος αυτός, όμως δεν είναι εύκολος, αφού τα ακροδεξιά κόμματα είναι πολύ πετυχημένα στο να αναγνωρίζουν πολύ καλύτερα από τα παραδοσιακά, τα προβλήματα που υπάρχουν και να προτείνουν λύσεις, που ακούγονται καλές στα αυτιά των ψηφοφόρων, έστω και αν αυτές είναι ανέφικτες. Και βέβαια σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης ελέγχου στις ψεύτικές ειδήσεις, αλλά επίσης, λόγω του μη εποικοδομητικού διαλόγου που χαρακτηρίζει πλατφόρμες όπως το Facebook, το TikTok. «Λειτουργώντας ως θύλακες και ενισχύοντας τις ίδιες απόψεις του ψηφοφόρου, αυτές οι πλατφόρμες δυσχεραίνουν κάθε είδους κριτικής σκέψης και εποικοδομητικής συζήτησης», τόνισε.
-Η Πολωνία έγινε παράδειγμα αναχώματος του ακροδεξιού κύματος στην Ευρώπη στις βουλευτικές εκλογές του 2023. Πως άλλαξε η κατάσταση μέσα σε δύο χρόνια και τώρα ένας λαϊκιστής, εθνικιστής υποψήφιος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές;
-Για να είμαστε δίκαιοι τα πράγματα πάνε και προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού η διαφορά ανάμεσα στους δύο υποψήφιους ήταν λιγότερο από μια μονάδα. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στον πρώτο γύρο όταν ο Ράφαλ Τρασκόφσκι κέρδισε τον Κάρολ Ναβρότσκι με δύο μονάδες διαφορές. Κάτι ανάλογο συνέβηκε και το 2023, όταν ο απερχόμενος πρόεδρος Αντρέι Ντούντα νίκησε τον Τσεσκόφσκι, που φαίνεται πως είναι ο αιώνιος δεύτερος, με μόνο δύο μονάδες. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2023, το κόμμα PIS, που υποστήριξε τόσο τον Ναβρότσκι, όσο και τον Ντούντα, κέρδισε τις εκλογές, αλλά δεν πήρε αρκετές έδρες για να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επομένως, θα έλεγα ότι δεν έχουν αλλάξει τόσο πολύ τα πράγματα: η Πολωνία συνεχίζει να είναι μια πολύ διχασμένη κοινωνία (περίπου μισό-μισό) μεταξύ αυτών που είναι πιο παραδοσιακά συντηρητικοί, θρησκευόμενοι και ακόμη και εθνικιστές και ζουν κυρίως στις αγροτικές περιοχές, και αυτών που είναι πιο προοδευτικοί, κοσμικοί και φιλελεύθεροι και ζουν στις πόλεις.
Ίσως το μόνο που άλλαξε πραγματικά είναι ότι, ενώ το 2023 υπήρχε ελπίδα ότι η νέα κυβέρνηση θα άλλαζε τα πράγματα προς το καλύτερο, κάτι που αποδείχθηκε ότι ήταν περισσότερο ψευδαίσθηση. Από τη μία, λόγω των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των μελών της κυβερνητικής συμμαχίας, που αποτελείται από φιλελεύθερους, σοσιαλιστές, χριστιανοδημοκράτες και αγρότες, και από την άλλη, λόγω του προεδρικού βέτο, καθώς η κυβέρνησή δεν μπορεί να αντιταχθεί, αφού στερείται της αναγκαίας πλειοψηφίας των δύο τρίτων.
-Το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Ναβρότσκι ήταν Η Πολωνία πρώτα. Εκτός από το σύνθημα θα ακολουθήσει και τον τρόπο διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ; Και τι σημαίνει αυτό για την χώρα;
-Σίγουρα, η σχέση μεταξύ Τραμπ και Ναβρότσκι θα είναι εξίσου φιλική όπως ήταν με τον Ντούντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα υπάρχει μια συνέχεια. Επιπλέον, ας λάβουμε υπόψη τα σκάνδαλα των τελευταίων ημερών για να καταλάβουμε πως ο Ναβρότσκι χαρακτηρίζεται νταής, κάτι που ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκει ελκυστικό. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως με εξαίρεση τη δύναμη που του δίνει το δικαίωμα του βέτο και το ότι εκπροσωπεί το πολωνικό κράτος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, οι αρμοδιότητες του προέδρου είναι πολύ περιορισμένες. Έτσι, πέρα από το να μπλοκάρει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και να δείχνει διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή την ανάπτυξη της ΕΕ, ο μόνος τρόπος με τον οποίο η προεδρία του Ναβρότσκο να μιμείται τον Τραμπ είναι στο να εκφράζει κριτική προς την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τουσκ.
-Τα τελευταία χρόνια ακροδεξιά, λαϊκίστικα κόμματα καταγράφουν άνοδο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πόσο μεγάλη είναι αυτή η αύξηση;
-Στο ξεκίνημα αυτής της δεκαετίας το ποσοστό των ψήφων αυτών των κομμάτων ήταν συνολικά γύρω στο 21%. Αν λάβουμε υπόψη μας όταν ξεκινούσε αυτός ο αιώνας ήταν πολύ κάτω από 15%, τότε μπορούμε να πούμε ότι η άνοδος ήταν αρκετά σημαντική. Και από τότε δεν έχει σταματήσει. Η Πολωνία είναι απλώς το τελευταίο παράδειγμα. Μόνο τον περασμένο Μάιο, κόμματα ριζοσπαστικού δεξιού λαϊκισμού κατάφεραν να καταλάβουν την πρώτη θέση στις τοπικές εκλογές στη Βρετανία, τη δεύτερη θέση στις προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία καθώς και στις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία.
-Ποιοι είναι οι πιο σημαντική λόγοι πίσω από την επιτυχία αυτών των κομμάτων;
-Υπάρχουν πολλοί λόγοι και σε κάποιες περιπτώσεις αφορούν κάθε χώρα ξεχωριστά. Ωστόσο, θα έλεγα, πως ο κύριος λόγος είναι η ανικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων να αντιμετωπίσουν και να επιλύσουν προβλήματα όπως η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή, η οικονομική κρίση και η διαφθορά. Ένας άλλος λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο κυρίως τα κόμματα της αριστεράς αλλά και πολλά κεντροδεξιά κόμματα χειρίστηκαν τις πολιτισμικές αλλαγές, οδηγώντας σε πολλές χώρες σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως τυραννία των μειονοτήτων (είτε σεξουαλικών, είτε φυλετικών, κ.λπ.). Μια αντίδραση σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως «wokeism» είναι βεβαίως πίσω από τις νίκες του Τραμπ και του Ναβρότσκι στις ΗΠΑ και την Πολωνία, αντίστοιχα.
-Πάντως, αυτή η άνοδος καταγράφεται και σε χώρες όπως η Κύπρος, που μέχρι πρόσφατα η παρουσία της ακροδεξιάς ήταν περιορισμένη.
– Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι εξαιτίας των παρενεργειών της παγκοσμιοποίησης θα έλεγα. Αν και για να είμαι δίκαιος η Κύπρος φαντάζει περισσότερο ως εξαίρεση στον κανόνα, αφού μόνο ένα ακροδεξιό κόμμα το ΕΛΑΜ εκπροσωπείται αυτή τη στιγμή στο κοινοβούλιο και αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάπως στο περιθώριο με μόλις τέσσερις έδρες, ενώ και στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές πήρε μόνο το 6% των ψήφων. Ωστόσο, στις τελευταίες ευρωεκλογές πήρε 11% ξεπερνώντας το κάποτε πανίσχυρο ΔΗΚΟ. Αυτό δεν σημαίνει πως η Κύπρος θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Πορτογαλίας , που κάποτε θεωρείτο άτρωτη σε θέματα ακροδεξιάς, ενώ πλέον διαθέτει από τα ισχυρότερα, ακροδεξιά κόμματα στην δυτική Ευρώπη.
-Ποιες στρατηγικές μπορούν να αποδειχθούν αποτελεσματικές ώστε να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις; Μπορεί να σταματήσει η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και των λαϊκιστών ηγετών;
– Πιστεύω ακράδαντα πως αυτά τα κόμματα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Journal of Democracy το 2021, εγώ και ο συνεργάτης μου, Jose Rama υποστηρίξαμε ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση του λαϊκισμού είναι βοηθώντας τα κυρίαρχα, παραδοσιακά πολιτικά κόμματα να αναγεννηθούν με τρόπο που θα τα βοηθήσει να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Για αυτό είναι απαραίτητο να μεταρρυθμιστούν και να γίνουν μεταξύ άλλων πιο υπεύθυνα, να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της εποχής, να υπάρχει διαφάνεια και να είναι οργανωτικά ισχυρά. Ένας τρόπος να το πετύχουν αυτό είναι να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να πετύχουν ευρύτερες και μακροπρόθεσμες συμφωνίες σε βασικές πολιτικές όπως η μετανάστευση, η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση η παιδεία, η ενίσχυση των θεσμών, ιδιαίτερα της δικαιοσύνης, ώστε να αποφεύγουν τον τύπο της μηδενικού αθροίσματος πολιτικής, στην οποία είναι τόσο επιδέξιοι και επιτυχημένοι οι λαϊκιστές.
-Ποιοι είναι οι πιθανοί κίνδυνοι από την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες; Βλέπετε να υπάρχει και κάποιο πλεονέκτημα;
-Νομίζω ότι ένα από τα πλεονεκτήματα είναι ότι τα λαϊκίστικα κόμματα είναι πολύ καλά στο να αναγνωρίζουν τα υπάρχοντα προβλήματα σε μια κοινωνία. Είναι σαφές ότι σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες όπως η Ισπανία, η Βρετανία, η Γερμανία η μετανάστευση αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και όσον αφορά τη διαφθορά των πολιτικών ελίτ, για παράδειγμα στην Ισπανία η σύζυγος, ο αδελφός όπως και στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ διώκονται από τις δικαστικές αρχές. Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι προτεινόμενες λύσεις από αυτά τα κόμματα σε πολλές περιπτώσεις είναι εντελώς ανέφικτες, αν όχι παράλογες (π.χ. σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία). Αυτό οφείλεται και στον ριζοσπαστικό και/ή ακροδεξιό χαρακτήρα τους. Τείνουν να έχουν μια μανιχαϊστική εικόνα του κόσμου που οδηγεί στο να θεωρούν πως τα πράγματα είναι μόνο άσπρα ή μαύρα, ενώ γνωρίζουμε ότι η πολιτική έχει πολλές αποχρώσεις του γκρίζου. Όπως είπε κάποτε και ο Βίσμαρκ, η πολιτική δεν είναι παρά η τέχνη του εφικτού και του επιτεύξιμου.
Σε σχέση με τα παραπάνω, ένα ακόμη πλεονέκτημα θα μπορούσε να είναι ότι, απειλούμενα από τέτοιου είδους κόμματα, τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα θα καταφέρουν να αποφασίσουν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις και να επιστρέψουν σε δρόμους που περπάτησαν μέχρι πρόσφατα, όταν τα σοσιαλιστικά κόμματα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των φτωχότερων, που σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί υπέρ των μεσαίων στρωμάτων και όταν τα συντηρητικά κόμματα εκπροσωπούσαν τους πιο παραδοσιακούς ψηφοφόρους, που τώρα έχουν επίσης απομακρυνθεί εν μέρει υπέρ του wokeism και της πολιτικής ορθότητας.
Δυστυχώς, οι κίνδυνοι υπερτερούν των πλεονεκτημάτων, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας. Έτσι, σε ένα άρθρο που δημοσίευσα στο «Representation» το 2020, ο συνεργάτης μου και εγώ δείχνουμε πώς κάθε αύξηση της υποστήριξης προς αντι-καθεστωτικά κόμματα μειώνει την ποιότητα της δημοκρατίας σε μια χώρα, και όχι μόνο στον φιλελεύθερο της διάσταση, αλλά και σε όρους ισότητας, εκπροσώπησης, συμμετοχής κ.ά. Η Ουγγαρία, ίσως μαζί με τη Σερβία και την Πολωνία (μεταξύ 2015 και 2023), είναι οι πιο ξεκάθαρες περιπτώσεις όπου η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης θίγονται όταν τα λαϊκίστικα κόμματα βρίσκονται στην εξουσία. Οι πρόσφατες επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ σε πανεπιστήμια και υπηρεσίες πολιτικής ανάπτυξης αποτελούν μόνο ένα δείγμα του τι μπορεί να συμβεί αν το AfD ή η Εθνική Συσπείρωση αποκτήσουν κυβερνητικές εξουσίες στην Γερμανία ή τη Γαλλία.
Σημαντικός ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων στην επιτυχία της ακροδεξιάς
-Ποιο ρόλο παίζουν τα μέσα ενημέρωσης και κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα στη διαμόρφωση της ρητορικής των ακροδεξιών κομμάτων;
– Τα κοινωνικά δίκτυα παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιτυχία που έχουν τα ακροδεξιά κόμματα. Όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης ελέγχου στις ψεύτικές ειδήσεις, αλλά επίσης, λόγω του μη εποικοδομητικού διαλόγου που χαρακτηρίζει πλατφόρμες όπως το Facebook, το TikTok. Λειτουργώντας ως θύλακες και ενισχύοντας τις ίδιες απόψεις του ψηφοφόρου, αυτές οι πλατφόρμες δυσχεραίνουν κάθε είδους κριτικής σκέψης και εποικοδομητικής συζήτησης. Επιπλέον, ξένες επιρροές, ιδιαίτερα από την αυταρχική Ρωσία και την Κίνα, που ευνοούν τα ακροδεξιά κόμματα με στόχο τη δημιουργία πολιτικής αστάθειας, έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, η υπερβολική κάλυψη αυτών των κομμάτων από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχει, επίσης, συμβάλει στην επιτυχία τους, όπως η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016 ή η εκστρατεία του Vox στις περιφερειακές εκλογές στην Ανδαλουσία στην Ισπανία το 2016.
-Υπάρχουν δημογραφικά στοιχεία ποιους ψηφοφόρους προσελκύουν κυρίως τα ακροδεξιά κόμματα;
-Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως αυτό εξαρτάται από κάθε χώρα ξεχωριστά. Αν υπάρχει, όμως μια σταθερή παράμετρος τα τελευταία χρόνια είναι πως το εκλογικό σώμα είναι όχι μόνο πολύ κατακερματισμένο, αλλά και πολύ ευμετάβλητο. Αν δούμε τη περίπτωση της Πολωνίας, για παράδειγμα, διαπιστώνουμε ότι η υποστήριξη προς το κόμμα PIS είναι μεγαλύτερη στους ηλικιωμένους, ενώ, για παράδειγμα, η ακροδεξιά Συνομοσπονδία προσελκύει μεγάλο αριθμό νέων ψηφοφόρων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό ηλικιωμένων που ψήφισε Brexit ήταν αρκετά υψηλό, ενώ, στην Ισπανία, το VOX είναι ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα σε νεαρούς άνδρες. Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη των Wouter van der Brug, Sarah Hobolt και Sebastian Popa, που χρησιμοποιεί δεδομένα από τις πρόσφατες ευρωεκλογές, δείχνει ότι «οι νεότεροι ψηφοφόροι που προτιμούν ισχυρή, αυταρχική ηγεσία είναι πιθανότερο να υποστηρίξουν τα ακροδεξιά κόμματα, αλλά κυρίως σε χώρες όπου τέτοια κόμματα ήδη βρίσκονται στην κυβέρνηση». Αυτό που θα πρόσθετα, όμως, είναι ότι τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα τείνουν να είναι πιο επιτυχημένα στις αγροτικές περιοχές παρά στις αστικές.
-Υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ή ρητορική που συνήθως χρησιμοποιούν τα ακροδεξιά κόμματα για να προσελκύσουν ψηφοφόρους;
Αναμφίβολα. Αυτά τα κόμματα συνήθως είναι ευρωσκεπτικιστικά, εναντίον της μετανάστευσης, εναντίον των LGBT+ και υιοθετούν με πολιτικό δικό τους τρόπο ζητήματα όπως η διαφθορά, η κλιματική αλλαγή και πιο πρόσφατα, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Γενικά, όλα όσα θεωρούνται αντισυστημικά, ακόμα και πολιτικές κατά της εμβολιαστικής κάλυψης, τους ταιριάζουν. Αυτό οφείλεται στον αντι-καθεστωτικό χαρακτήρα τους. Γι’ αυτό και πολλοί από τους ηγέτες και τους ψηφοφόρους τους είναι πολύ φιλικοί με θεωρίες συνομωσίας και ψεύτικες ειδήσεις.
-Με ποιο τρόπο τα ακροδεξιά, λαϊκίστικα κόμματα επηρεάζουν την παραδοσιακή πολιτική και τη λήψη αποφάσεων στην Ευρώπη;
Λοιπόν, μπορούν να το κάνουν απευθείας όταν είναι στην κυβέρνηση. Η Ουγγαρία και η Πολωνία είναι τα καλύτερα παραδείγματα. Στο να επηρεάζουν πολιτικές, η περίπτωση της Βρετανίας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική, με την πίεση του UKIP στο Συντηρητικό Κόμμα να οδηγεί στο Brexit ή τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του Reform UK στις τοπικές εκλογές, που οδήγησαν τους Εργατικούς στην πρότασή τους για πιο αυστηρή πολιτική μετανάστευσης. Το τελευταίο το έχουμε δει και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Δανία και την Σουηδία, όπου τα κυρίαρχα κυβερνητικά κόμματα, που προέρχονται από την αριστερά, έχουν υιοθετήσει πιο περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές, καθώς πιστεύουν πως οι λαϊκιστικές δυνάμεις τους κλείνουν τον δρόμο.