Στόχος του άρθρου είναι να εξεταστεί το κατά πόσον εφαρμόζεται η αρχή της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης  στις οριοθετήσεις της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της Υφαλοκρηπίδας στο πλαίσιο του ισχύοντος σήμερα Διεθνούς Δικαίου. Η οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών Δικαιοδοσίας που ανήκει σε κάθε κράτος συχνά αποδεικνύεται ένα δύσκολο εγχείρημα και αυτό συμβαίνει για πολιτικούς, γεωγραφικούς και γεωστρατηγικούς λόγους.

Τα εμπλεκόμενα σε μία οριοθέτηση κράτη επιδιώκουν συνήθως, κατ’ αρχήν, να διευθετήσουν την οριοθέτηση με γειτονικά κράτη μέσω διαπραγματεύσεων. Εάν αυτή η διαδικασία δεν αποδώσει αποτελέσματα, επιλέγουν συχνά την πρακτική της διαμεσολάβησης, μέσω της οποίας μπορεί να καταλήξουν σε συμφωνίες συμφέρουσες για όλους τους ενδιαφερόμενους. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι. Πολλά γειτονικά κράτη έχουν τεταμένες σχέσεις, (π.χ. Ελλάδα-Τουρκία), για διάφορους ιστορικούς, γεωπολιτικούς ή/και επεκτατικούς λόγους. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται για την οριοθέτηση του αλληλοδιεκδικούμενου χώρου τους ένας εξωτερικός  κριτής, (συνήθως Διεθνές Δικαστικό ή Διαιτητικό Όργανο), καθώς και ο προσδιορισμός του Δικαίου που θα εφαρμοστεί για μια σύννομη οριοθέτηση. Ανάμεσα  στις εφαρμοζόμενες οριοθετικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται βρίσκεται και η Αρχή της Μέσης Γραμμής/ Ίσης Απόστασης, που όπως θα καταδειχθεί πιο κάτω, θεωρείται στην σύγχρονη Διεθνή Πρακτική και Νομολογία, ως η δικαιότερη μέθοδος για μια αναλογική κατανομή Θαλασσίων Ζωνών. Όπως θα επεξηγηθεί, αυτό επιτάσσουν οι κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας και κατ’ επέκταση το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο.

Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί ότι, η Αρχή της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης προέκυψε ως επιβεβλημένη μέθοδος οριοθέτησης από την Σύμβαση της Γενεύης το 1958, όπου καθιερώθηκαν και οι πρώτοι κανόνες οριοθέτησης μεταξύ κρατών στο Δίκαιο της Θάλασσας. Ο κανόνας της Μέσης Γραμμής στο πλαίσιο της Σύμβασης αυτής ορίστηκε ως ο βασικός κανόνας οριοθέτησης για τις Αιγιαλίτιδες Ζώνες/Χωρικά Ύδατα. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης, σχετικά με την Αιγιαλίτιδα και την Συνορεύουσα Ζώνη, προβλεπόταν ότι, σε περιìπτωση έλλειψης συμφωνιìας μεταξύ των ενδιαφερομεìνων κρατωìν, η οριοθεìτηση επιτελουìνταν με βαìση τη Μεìση Γραμμή που χαραìσσονταν από τα πλησιεìστερα σημειìα από τις γραμμές βαìσης των ακτών, από τις οποιìες μετριουìνταν η Αιγιαλιìτιδα Ζωìνη των κρατωìν. Κατ’ εξαιìρεση η οριοθετική γραμμή μπορουìσε να χαραìσσεται διαφορετικά λοìγω ιστορικωìν τιìτλων ή αìλλων ειδικωìν περισταìσεων που καθιστουìσαν αναγκαιìα καìποια αìλλης μορφηìς οριοθεìτηση.

Η συγκεκριμένη αρχή έτυχε ευρείας αποδοχής κατά τις Συνδιασκέψεις για την τροποποίηση του Δικαίου της Θάλασσας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, (η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσσας), η οποία συμπεριέλαβε την συγκεκριμένη αρχή στις ρυθμίσεις της. Συγκεκριμένα, η αρχή της Μέσης Γραμμής αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο 15 της Σύμβασης του 1982. Με την συγκεκριμένη αρχή ρυθμίζονται και ζητήματα οριοθέτησης μεταξύ παρακείμενων και αντικείμενων συνορευουσών ακτών. Μέσα από τον γόνιμο διάλογο, προέκυψε η πρακτική να ρυθμίζονται οι οριοθετήσεις των παρακείμενων ακτών με την Πλάγια Γραμμή ίσης απόστασης από τις ακτές, ενώ οι ακτές που βρίσκονται η μια απέναντι από την άλλη επιλύουν την κατάσταση εφαρμόζοντας την Μέση Γραμμή.

Οριοθέτηση

Πιο συγκεκριμένα, η πλάγια γραμμή είναι μια κάθετη γραμμή επι των ακτών που χωρίζουν δύο χώρες, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα πιο κοντινά σημεία, από τα οποία μετριέται το εσωτερικό όριο της Αιγιαλίτιδας Ζώνης του κάθε κράτους. Από την άλλη, η Μέση Γραμμή είναι μια παράλληλη γραμμή προς τις ακτές των απέναντι χωρών, της οποίας το κάθε σημείο ισαπέχει από τις γραμμές βάσης των ακτών του κάθε κράτους. Η αρχή της Μέσης Γραμμής ξεκίνησε να ισχύει για τον καθορισμό των Αιγιαλίτιδων Ζωνών. Καθώς όμως διαπιστώθηκε η μεγάλη αποτελεσματικότητα αυτού του εργαλείου, καθώς και το δίκαιο αποτέλεσμα που επιφέρει, χρησιμοποιείται πλέον στον μέγιστο βαθμό και για τον καθορισμό των οριοθετήσεων της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Επιπλέον, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) αποτελεί έναν νέο θεσμό, ο οποίος θεσμός δίνει ποικίλες οικονομικές δυνατότητες στα κράτη. Τα άρθρα 56 και 57 της Σύμβασης του Montego-Bay παραχωρούν δικαιώματα, υποχρεώσεις αλλά και αρμοδιότητες στα παράκτια κράτη σε συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη, η οποία δύναται να εκτείνεται έως και τα 200 ναυτικά μίλια πέραν της ακτογραμμής, εφόσον βέβαια σε αυτή την έκταση δεν ενυπάρχει ΑΟΖ συνορεύοντος κράτους. Με την αναγνώριση της ΑΟΖ τα κράτη που την διαθέτουν έχουν δικαιώματα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ζώντων και μη, όχι μόνο στο επίπεδο του βυθού και του υπεδάφους του, αλλά και στο επίπεδο των υπερκείμενων υδάτων. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί μια σημαντική διαφορά μεταξύ ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας. Στην Υφαλοκρηπίδα το παράκτιο κράτος διαθέτει κυριαρχικά δικαιώματα μόνο στον βυθό και στο υπεδαφός του, αλλά όχι στα υπερκείμενα του βυθού ύδατα. ΑΟΖ αναγνωρίζεται και στα νησιά, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος γ, η οποία ορίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις ΑΟΖ διαθέτουν και οι βραχονησίδες. Οι βραχονησίδες που μπορούν να διαθέτουν ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα  είναι αυτές που έχουν την δυνατότητα να συντηρήσουν ανθρώπινη ζωή ή οικονομική δρταστηριότητα αυτοδύναμα. Αυτές είναι οι βραχονησίδες οι οποίες ήδη διαθέτουν κατοίκους ή μπορούν αυτοδύναμα να υποστηρίξουν ανθρώπινη ζωή ή οικονομική δραστηριότητα. Στις υπόλοιπες βραχονησίδες αναγνωρίζεται μόνο Αιγιαλίτιδα Ζώνη μήκους 12 ναυτικών μιλίων και 12 ν.μ. για Συνορεύουσα Ζώνη.

Η οριοθέτηση της ΑΟΖ, ανάμεσα σε παρακείμενα ή αντικείμενα κράτη, γίνεται στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Αν δεν επιτευχθούν συμφωνίες, τότε γίνεται προσφυγή σε δικαιοδοτικά όργανα διεθνών οργανισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι οι προσφυγές της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο για παραβίαση της ελληνικής ΑΟΖ. Η προσφυγή αυτή ενώ διέθετε ισχυρή νομική βάση, λόγω επίκλησης διεθνούς συνθήκης που καθόριζε τα πολιτικά σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, δεν απέδωσε, λόγω εσφαλμένων δικονομικών χειρισμών από πλευράς Ελλάδας,. Παράλληλα σημειώνεται ότι, δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ των δύο χωρών για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα.

Για την ρύθμιση της οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας, η Σύμβαση της Γενεύης, προβλέπει αρχικά συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Αν δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτή η λύση, τα κράτη ρύθμιζαν την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας τους με την χρήση της αρχής της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης, εκτός και αν ειδικές γεωγραφικές συνθήκες δικαιολογούσαν απόκλιση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Αιγαίου, όπου υπάρχουν μεγάλα συμπλέγματα νησιών. Με τα νέα δεδομένα, για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας, αλλά και της ΑΟΖ, η διαδικασία καθίσταται πιο ελεύθερη. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει απαλλάξει από τις διαδικασίες αυτές δεσμευτικές αρχές και προάγει την έννοια του δικαίου και του τι είναι πρέπον να συμφωνηθεί σε κάθε περίπτωση. Βέβαια στην όλη διαδικασία συμπεριλαμβάνονται οι Γενικές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας.

Χρήση της Αρχής της Μέσης Γραμμής

Η αρχή της Μέσης Γραμμής έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο για την επίλυση των θαλάσσιων ζητημάτων. Ευρεία χρήση αυτής της τεχνικής έχει γίνει στην Μεσόγειο Θάλασσα. Στην μεσογειακή λεκάνη 22 παράκτια κράτη έχουν συνάψει συμφωνίες Οριοθέτησης Θαλάσσιων Ζωνών. Παρακάτω θα αναλυθούν 4 συμφωνίες μεταξύ κρατών που οριοθέτησαν τις θαλάσσιες ζώνες τους με την αρχή της Μέσης Γραμμής.

Αρχικά, η Συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Τυνησίας, (20/8/1971), για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας των δύο χωρών στηρίζεται κατά βάση στην αρχή της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης. Για τον καθορισμό της συμφωνίας συνυπολογίστηκε και το καθεστώς των νησιών. Γι’ αυτό τον λόγο, τα νησιά Lampione, Lamperdousa, Linosa και Pantelleria τελούν υπό ειδικό καθεστώς. Τα νησιά αυτά έχουν πολύ μικρό μέγεθος και απόσταση κοντινή από την ακτή της Τυνησίας και δόθηκε στα τρία μεγαλύτερα νησιά πέραν του Lampione, Υφαλοκρηπίδα 13 ναυτικών μιλίων. Με αυτό τον τρόπο, η θαλάσσια ζώνη της Ιταλίας ευνοήθηκε. Όσον αφορά το νησί Lampione του δόθηκε Υφαλοκρηπίδα έκτασης 12 ναυτικών μιλίων. Σημαντικό σημείο αυτής της συμφωνίας αποτελεί η ειδική μνεία που έγινε στα νησιά της Σαρδηνίας και της Σικελίας. Τέλος, υπέρ της Τυνησίας λήφθηκε υπόψη και το τυνησιακό νησί Galita, που βρίσκεται 20 μίλια από τις ακτογραμμές της χώρας.

Η συμφωνία της Τουρκίας με την ΕΣΣΔ το 1978

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της τεχνικής αποτελεί η Συμφωνία Οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξυ της Τουρκίας και της Ε.Σ.Σ.Δ το 1978. Κύρια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή την συμφωνία αποτελεί η μέθοδος της Ίσης Απόστασης. Το σημείο που οριοθετήθηκε ως ΑΟΖ έγινε αποδεκτό και ως όριο για την Υφαλοκρηπίδα ανάμεσα στα δύο κράτη. Στην συμφωνία αυτή δεν υπήρξε κανένα σημείο που να αναφέρεται σε «ειδικές περιστάσεις» ούτε σε περιπτώσεις «Ημίκλειστης Θάλασσας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν οι θέσεις και οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, καθώς η Τουρκία αποδέχτηκε την ΑΟΖ με την οριοθέτηση που έγινε με την χρήση της ίσης απόστασης. Άρα με την αναγωγή και την χρήση της ίδιας πρακτικής, οι ανεδαφικές τουρκικές προκλήσεις δεν έχουν καμία θέση στο Αιγαίο. Η αποδυνάμωση της Τουρκίας καθίσταται επιζήμια για την ίδια, αφού η Μαύρη Θάλασσα χαρακτηρίζεται «Ημίκλειστη Θάλασσα» και παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το Αιγαίο. Έτσι μέσω της ανταλλαγής ρηματικών διακοινώσεων στις 6 Φεβρουαρίου 1987, η Τουρκία και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν στην οριοθετικη γραμμή της Υφαλοκρηπίδας τους, όπως περιγράφεται στην Συμφωνία του 1978, αλλά και στην αντίστοιχη της ΑΟΖ τους, σύμφωνα με την ίδια συμφωνία.

Επιπλέον, η μέθοδος της Μέσης Γραμμής χρησιμοποιήθηκε και στην Μερική Συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας για την οριοθέτηση της μεταξύ τους Υφαλοκρηπίδας στις 17/5/1972, η οποία Υφαλοκρηπίδα διαιρείται σε δύο ζώνες. Στην πρώτη, μεταξύ Κορσικής και Σαρδηνίας, εφαρμόστηκε η Μέση Γραμμή/Γραμμή Ίσης Απόστασης διορθωμένη για λόγους επιείκειας. Στις υπόλοιπες περιοχές εφαρμόστηκε η ίδια τακτική χωρίς καμία τροποποίηση.

Τέλος, οι Συμφωνίες Οριοθέτησης ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας στις 4 Δεκεμβρίου 1997, καθώς και με την Ρουμανία, εφάρμοσαν για την οριοθέτηση την μέθοδο της Ίσης Απόστασης. Είναι άξιο λόγου ότι στην περίπτωση της Τουρκίας και της Βουλγαρίας υπήρχε μια αντίθεση. Η μεν Τουρκία θεωρούσε ότι στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με την συγκεκριμένη χώρα  δεν υπήρχαν ειδικές περιστάσεις, ενώ η Βουλγαρία θεωρούσε ότι στην Μαύρη Θάλασσα υπήρχαν αυτές οι ειδικές συνθήκες. Η Άγκυρα με την προσέγγιση αυτή δείχνει ότι ακολουθεί μια πρακτική « δύο μέτρων και δύο σταθμών», την οποία χρησιμοποιεί χωρίς συνέπεια, ανάλογα με το τι θέλει να επιτύχει. Η ασυνεπής αυτή πρακτική μειώνει την δυνατότητα διαπραγμάτευσης της Τουρκίας και οι επικλήσεις της καθίστανται λιγότερο πειστικές και υποστηρίξιμες. Ούτε οι τουρκικές επικλήσεις «συμφερόντων ασφαλείας» πείθουν στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, όταν στην Μαύρη Θάλασσα υπάρχουν όντως ειδικές συνθήκες και δημιουργούνται ανησυχίες λόγω των αντίρροπων πολεμικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, τις οποίες η τουρκική πλευρά ούτε καν αναφέρει. Η αναντιστοιχία στις θέσεις της Τουρκίας επιβάλλει ανάλογη αντιμετώπιση και στο πλαίσιο των συμπεριφορών της, έναντι της συμμάχου της στο ΝΑΤΟ Ελλάδας, σε αντιπαραβολή με την “αδελφική” σχέση με την “θεωρητικά” αντίπαλο στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, Ρωσία.

Η μέθοδος της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης έχει χρησιμοποιηθεί στην συντριπτική πλειοψηφία των Διμερών Συμφωνιών οριοθέτησης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας παγκοσμίως, αποδίδοντας στην συγκεκριμένη μέθοδο καθεστώς οιονεί Εθιμικού Δικαίου.

Συνοψίζοντας, η εφαρμογή της μεθόδου της Μέσης Γραμμής/Ίσης Απόστασης έχει επιφέρει δίκαιη κατανομή Ζωνών Θαλάσσιας Δικαιοδοσίας σε πληθώρα περιπτώσεων. Με την χρήση της Μέσης Απόστασης έχουν αποφευχθεί ακόμα και εχθροπραξίες μεταξύ των κρατών, ενώ, μέσω της, προάγεται και ο διακρατικός διάλογος, γεγονός που οδηγεί σε ομαλή και επωφελή εξέλιξη του δικαίου, καθώς και των σχέσεων μεταξύ των παράκτιων κρατών.

Η επιτυχής εφαρμογή αυτής της μεθόδου σε εκατοντάδες περιπτώσεις αναδεικνύει και την οικουμενική αξία της. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την επίλυση των προβλημάτων θαλάσσιας δικαιοδοσίας στο τρίγωνο των σχέσεων Τουρκίας-Ελλάδας-Κύπρου, προκειμένου να έμπαινε ένα τέλος στο τεταμένο κλίμα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή. Προϋπόθεση για να πετύχει το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι να υπάρχει διάθεση από όλους, και κυρίως από τις αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και ειρηνική επίλυση των διαφορών, μέσω διαλόγου ή δικαστικών διαδικασιών. Το Διεθνές Δίκαιο και ο ΟΗΕ επιτάσσουν, όταν ο συναφής διάλογος δεν αποδίδει αποτελέσματα, τα εμπλεκόμενα κράτη να προσφεύγουν σε Διεθνή Δικαιοδοτικά Σώματα. Εάν η Τουρκία πράγματι επιθυμεί επίλυση των σχετικών προβλημάτων στην βάση του Διεθνούς Δικαίου, δεν έχει άλλη επιλογή από του να αποδεχθεί προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Διαφορετικά, αποδεικνύει τις επεκτατικές της βλέψεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση αντιβαίνουν στο Διεθνές Δίκαιο και στον Χάρτη του ΟΗΕ.

* Ο δρ Μιχάλης Σταυρινός είναι Διεθνολόγος, Διδάσκων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, και ο Κωνσταντίνος Φωτεινός είναι φοιτητής.