Ακριβοθώρητος και σπάνιος στο δημόσιο λόγο του, ελάχιστες είναι οι συνεντεύξεις που έχει δώσει μέχρι σήμερα- ένας από τους τρεις σημαντικότερους συνθέτες της Ελλάδας αφήνεται σε μια μοναδική στιγμή καταγραφής της προσωπικής του ιστορίας, του τρόπου σκέψης και της «επεξήγησης» της σπουδαιότητας του έργου του.
Το σπίτι του στην Καλλιδρομίου είναι ψηλοτάβανο, ελάχιστα διακοσμημένο- κάποιοι πίνακες σπουδαίων φίλων του ζωγράφων στους τοίχους και πολλές αγιογραφίες. Από το διπλανό δωμάτιο ακούγονται οι φωνές των ενός έτους διδύμων του- μου μιλάει γι’ αυτά και είναι η πρώτη στιγμή που χαμογελάει διάπλατα, εξηγώντας μου πως «αυτά είναι η χαρά της ζωής». Πως τώρα βιώνει ουσιαστικά την πατρότητα, γιατί όταν είχε γίνει για πρώτη φορά πατέρας έλειπε σε ταξίδια, σε συναυλίες, δεν έζησε τόσο χρόνο όσο θα επιθυμούσε με την πρωτότοκή του κόρη. «Ενώ τώρα;». «Τώρα παρακολουθώ την κάθε στιγμή των παιδιών και παρατηρώ πόσο πολύ αυτά αλλάζουν μέρα με τη μέρα…».
Ακριβοθώρητος και σπάνιος στο να δίνει συνεντεύξεις, πίστεψα στο τέλος πως, όπως το συνηθίζει, θα απέφευγε και αυτή τη φορά να εκτεθεί δημόσια- ερωτήσεις στάλθηκαν στο προσωπικό του e-mail, συνεννοήσεις με τη σύντροφό του, την τραγουδίστρια Ηρώ Σαΐα, κάποιο τηλεφωνικό ραντεβού που τελικά δεν έγινε αλλά στο τέλος ένα -ανέλπιστο- «σας περιμένω το βράδυ, στις 7, στο σπίτι μου» που ειπώθηκε αυθημερόν- με τη μεσολάβηση του Μάριου Παπαδόπουλου, τον οποίο εκτιμά ο ίδιος πολύ. «Ιδέα του φίλου μου, του Μάριου, ήταν και αυτή η συναυλία στην Κύπρο», θα μου πει.
Καθίσαμε απέναντι -ανάμεσά μας ένα μικρό τραπεζάκι- ενώ, στη διάρκεια της κουβέντας μας, αρκετές φορές, με μεγάλες παύσεις, προσπαθούσε να σκεφτεί πολύ καλά τα λόγια του ώστε να είναι ακριβής- με είχε ήδη, επίσης, ενημερώσει πως κάποιες από τις ερωτήσεις δεν θα τις απαντούσε. «Ας είναι», του είπα, «τουλάχιστον τώρα κάνουμε τη συνέντευξή μας». Χαμογέλασε ξανά.
«Καταρχάς να ζητήσω συγνώμη για την ταλαιπωρία, αλλά έχω θέμα με τις συνεντεύξεις. Μεγάλο θέμα. Δεν ξέρω γιατί. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να απαντώ- και ειδικά σε ερωτήσεις. Ενίοτε δε όταν οι ερωτήσεις που σου κάνουν σε συνεντεύξεις έχουν και ψήγματα ανάκρισης. Κι αυτό με κάνει να κλείνομαι πολύ περισσότερο. Ακούμε εκείνο το κλισέ που λέει “πρέπει να δίνεις συνεντεύξεις, έχει ανάγκη ο κόσμος, διότι μαθαίνει…” κ.λπ. κ.λπ. Αν, όμως, είχε πραγματικά ανάγκη ο κόσμος από συνεντεύξεις -και έχοντας ήδη δώσει πραγματικά σπουδαίοι άνθρωποι συνεντεύξεις- τότε θα ‘ταν καλύτερος. Λόγω των συνεντεύξεων όμως, ο κόσμος δεν γίνεται καλύτερος- το αντίθετο. Εξάλλου, το να διαβάζεις συνεντεύξεις δεν λέει και τίποτα- πρέπει και να τις αποκωδικοποιείς. Πράγμα που δεν συμβαίνει γενικότερα. Η κοινωνία μας, δυστυχώς, έχει μείνει στάσιμη. Δείτε: Πριν από 16 χρόνια όλη η οικογένεια ήταν καθηλωμένη στους καναπέδες και παρακολουθούσε το “Big Brother”. Φέτος όλη οικογένεια τι έβλεπε;
Survivor.
Έχουμε τεράστιο πρόβλημα. Και μιλάω γενικά. Μ’ αυτά τα εγκληματικά, βλακώδη προγράμματα της τηλεόρασης- τα οποία η ίδια η μαμά βάζει τα παιδιά να παρακολουθούν, ίσως για να ησυχάσει. Δεν διαμορφώνουν έναν πολιτισμό αυτά; Έχουν μία πρωκτική υποκουλτούρα! Για να μην το πω διαφορετικά… Μου κάνει μεγάλη εντύπωση! Αν κάποιος στο μέλλον, μετά από χρόνια, θελήσει να μελετήσει την ιδιοσυγκρασία του λαού μας, θα πρέπει να ανατρέξει στις μετρήσεις τηλεθέασης, ώστε να μπορέσει να βγάλει ένα συμπέρασμα.
Εσείς τι συμπέρασμα βγάζετε;
Έχουμε μεγάλο πρόβλημα και από ‘δω ξεκινάει -είναι μία λέξη που έχουμε πει πολύ και την έχουμε επαναλάβει- η παιδεία. Η παιδεία είναι ο άγνωστος χ. Η οποία αρχίζει από την εκπαίδευση- τι να περιμένεις, όμως, από μία εκπαίδευση η οποία αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι σα να αλλάζεις κοστούμι μέσα έξω; Δεν υπάρχει κάποιο σύστημα. Από ‘κει και πέρα, ο κόσμος είναι έρμαιο και καταλήγει να γίνεται ζόμπι. Τους βλέπω στο δρόμο που περπατάνε- δεν σκέφτονται κανονικά, δεν ακούνε, δεν βλέπουν, δεν μιλάνε κανονικά. Αυτό ξεκινάει από το πρόβλημα της ίδιας της πολιτείας. Μου θυμίζει η χώρα μας την «έρημη χώρα» του Έλιοτ.
Άρα εσείς δεν παρακολουθείτε τηλεόραση.
Βλέπω ένα δορυφορικό κανάλι που λέγεται «mezzo», το οποίο έχει κλασική μουσική, όπερες, μπαλέτο. Διότι αυτά είναι μέσα στα ενδιαφέροντα μου. Και το «arte» είναι άλλο ένα εξαιρετικό κανάλι. Ενημερώνομαι κιόλας στο τι γίνεται στον κόσμο, σε ό,τι αφορά σε καινούριες παραγωγές. Το μόνο άλλο που βλέπω, αλλά με πιάνουν τα νεύρα μου και το σταματάω, είναι τις ειδήσεις. Δεν είναι ειδήσεις αυτές, είναι για να σε πιάνει τρόμος και φόβος.
Μα, έτσι κι αλλιώς ο κόσμος είναι φοβισμένος.
Είναι αυτό που σας είπα προηγουμένως. Είναι ένας κόσμος που ξυπνάει, πάει στο γραφείο του, επιστρέφει στο σπίτι- καμία αντίδραση! Τίποτα! Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια αντιπνευματικότητα. Ξέρετε, όμως, κάτι; Πάσχουμε από γενναίους πολιτικούς. Δεν έχουμε γενναίους πολιτικούς! Δεν υπάρχει γενναιότητα στην πολιτική. Είναι απλά άνθρωποι οι οποίοι διεκπεραιώνουν, χαζεύουν και παθαίνουν κάτι με την εξουσία -εκτός ουσίας δηλαδή- κι έτσι, δυστυχώς, αυτή η χώρα πάει απ’ το κακό στο χειρότερο.
Μετανιώσατε που ασχοληθήκατε κι εσείς με την πολιτική;
Δεν πας στην πολιτική ως επαγγελματίας. Πας για να προσφέρεις. Είναι ουτοπία. Αλλά δεν έχω μετανιώσει που ασχολήθηκα. Γιατί κι εκεί γνώρισα κάποιους ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά ενδιαφερόντουσαν γι’ αυτή την έρημη τη χώρα. Κάποιοι. Κάποτε. Τώρα «αντίο».
Λειτουργούσαν αλλιώς τα πράγματα σε προηγούμενες δεκαετίες;
Νομίζω ναι. Καταρχάς δεν είχαμε αυτή τη χυδαιότητα, αυτή την ασυδοσία, αυτό τον ωχαδελφισμό. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’60. Μετά είδαμε όλα αυτά τα φαινόμενα: Να ανεβαίνουν στις καρέκλες όλοι αυτοί που λέγονται «εξουσία». Κι όλα αυτά είχαν ένα αρνητικό αποτέλεσμα στην κοινωνία μας.
Νιώθετε τυχερός που ζήσατε και δημιουργήσατε και σε αυτή την εποχή;
Φυσικά. Είμαι καταρχάς τυχερός που γνώρισα τους ανθρώπους που γνώρισα. Διότι όλα ξεκινάνε από εκεί: Από το ποιους ανθρώπους γνωρίζεις- ουσιαστικά. Με ποιους κάνεις σχέσεις, φιλίες.
Φίλοι σας ποιοι ήταν;
Γεννήθηκα το ’39. Και μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με πεζογράφους, με ποιητές, με ζωγράφους. Φίλοι μου ήταν ο Μένης Κουμανταρέας, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Κώστας ο Μπάκας, γνώρισα τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι και άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου, αυτοί διαδραμάτισαν ρόλο στην -ελάχιστη- παιδεία που μπορεί να έχω.
Επειδή αναφερθήκατε στον Μάνο Χατζιδάκι, το αντιλαμβάνεστε πως είστε από τους ογκόλιθους…
Μη λέτε τέτοια.

Τους ογκόλιθους της μουσικής! Είστε εσείς, ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Όλοι οι άλλοι έπονται. Και αυτό, επιτρέψτε μου, λόγω της σεμνότητάς σας, να είναι άποψη πολλών…
Δεν μ’ αρέσουν αυτά. Έχω υπόψη μου αυτό που λέτε, αλλά επιτρέψτε μου να μη σχολιάσω κάτι σ’ αυτό. Ακούστε. Τα πράγματα είναι πολύ απλά: Πρέπει κανείς να καταλάβει για ποιο λόγο ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο! Αλλά και τι υποχρεώσεις έχει σ’ αυτό τον κόσμο. Δεν αρκεί το πρώτο. Μου είχατε πει, μπαίνοντας στο σπίτι, για «ελπίδα». «Ελπίδα» πάει να πει μέλλον. Αυτή είναι άγνωστη λέξη για μένα. Ποιο μέλλον; Πάμε με ταχύτητα φωτός αυτή τη στιγμή για μία καταστροφή συμπαντική- εννοώ οικολογική. Βλέπετε τι γίνεται.
Ελπίδα πουθενά;
Ελπίδα σε τι; Ξέρεις ότι θα φύγεις- αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και επειδή ξέρεις ότι θα φύγεις -άσε τις ελπίδες!- πρέπει να έχεις μία συνεχή αναζήτηση, μία συνεχή αμφισβήτηση, να δίνεις «μάχη» συνέχεια- αυτός είναι ο σκοπός της ζωής! Για να μπορέσεις κάποιο ποσοστό αυτού του χαρίσματος που σου δόθηκε να το δώσεις στον κόσμο- γιατί εκεί χρωστάς!
Πού βρίσκεται η δική σας «μάχη»;
Δίνω «μάχη» από τη στιγμή που, κατά κάποιο τρόπο, κάπου ενσυνείδητα «έφυγα». Κι όταν το αντιλήφθηκα αυτό, είπα «κάτι συμβαίνει». Από ‘κει και πέρα, η «μάχη» είναι καθημερινή.
Τι μεγαλύτερη, όμως, ελπίδα για το μέλλον το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε ακούγονται από το διπλανό δωμάτιο παιδικές φωνές- τα παιδιά σας!
Τα δύο αυτά παιδιά πρέπει να προετοιμαστούν για να δώσουν τη «μάχη» τους σε έναν κόσμο -σε ένα νέο κόσμο- ο οποίος σιγά – σιγά γίνεται όλο και πιο βίαιος. Είναι ο κόσμος των αγορών και των τραπεζών. Αν εννοείτε πως έχω ελπίδα επειδή βγάζω «μαχητές», αυτό άστε να είναι το ζητούμενό μου: Να είναι καλοί άνθρωποι στην κοινωνία και να προσφέρουν σ’ αυτήν.
Ποιος είναι ο «καλός άνθρωπος»;
Ο δίκαιος. Αυτός είναι, για μένα, ο καλός άνθρωπος.
Εσείς; Λειτουργούσατε πάντα με δικαιοσύνη στη ζωή σας;
Νομίζω, ναι. Γιατί ήθελα να έχω δικαιοσύνη και στη δική μου τη ζωή -αν και, πολλές φορές, δεν είχα. Τουλάχιστον προσπαθούσα. Και προσπαθώ.
Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο μουσικό έργο που ακούσατε στη ζωή σας;
Γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Στη Θεμιστοκλέους 43. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και η γιαγιά μου είχαν όλοι γεννηθεί στα Εξάρχεια. Τότε τα Εξάρχεια ήτανε μία γειτονιά πολύ ιδιαίτερη- η «φωλιά» των καλλιτεχνών. Υπήρξε δε και η αριστοκρατική πλατεία των Αθηνών. Ο παππούς μου ήταν επίτροπος στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, κάτι που σήμαινε ότι κάθε Κυριακή έρχονταν στο σπίτι μας για να φάνε οι παπάδες, ενώ εγώ πήγαινα κατηχητικό και ήμουνα «παπαδάκι» και ψάλτης. Αυτό ήταν το ένα μου άκουσμα. Απ’ την άλλη, η καταγωγή της γιαγιάς ήταν από τη Ζάκυνθο. Ήξερε πάρα πολύ ωραία μουσική και τραγουδούσε. Αλλά τι; Καντάδες και άριες από όπερες! Ήθελε να μου μάθει δεύτερες φωνές κ.λπ. κ.λπ. Άρα δεν μπορούσα παρά να ακολουθήσω. Αυτό ήταν το δεύτερό μου άκουσμα. Επίσης, απέναντι απ’ το σπίτι μου υπήρχε μία ταβέρνα, η ταβέρνα «το Μαρκόπουλο». Εκεί μαζεύονταν όλοι οι ποδοσφαιριστές της εποχής εκείνης -Παναθηναϊκός, Εξάρχεια, καταλαβαίνετε-, οι αθλητές της ελληνορωμαϊκής -είχα μάλιστα κάνει και ελληνορωμαϊκή τότε- και άκουγα από εκεί μπουζούκι και κιθάρα. Αυτό, λοιπόν, ήταν το τρίτο μου άκουσμα. Παρόλα αυτά, με ενοχλούσε τότε αυτού του είδους η μουσική. Μέσα στα βυζαντινά ακούσματα που είχα από τη μία μεριά και στα κλασικά που είχα από την άλλη, αυτό λιγάκι μου έκανε «φάλτσο». Πολύ αργότερα μπόρεσα και το εκτίμησα. Για να καταλάβετε, θυμάμαι πως ήμουνα μόλις 8 ετών όταν με έπαιρνε η γιαγιά και με πήγαινε στον «Ορφέα», όπου εκεί έπαιζε μουσική η Κρατική Ορχήστρα.
Διαβάζατε κιόλας;
Πολύ! Τότε είχα ήδη διαβάσει όλα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Και όλη την Πηνελόπη Δέλτα. Και επειδή δεν είχαν πολλές ζωγραφιές τότε τα βιβλία, σού δινόταν η ευκαιρία να αναπτύξεις τη φαντασία σου. Κι έτσι -ξαφνικά- τα έβλεπες μπροστά σου! Καθόσουν κάποια στιγμή μόνος σου, έπεφτε η αχτίδα του ήλιου σε μία γωνία και -δεν ξέρω πώς- έκανες συνειρμό με κάτι που είχες διαβάσει από τον Ιούλιο Βερν.
Τι άλλο θυμάστε από τότε;
Στις γιορτές, θυμάμαι, ήταν ωραίο αν θα έπαιρνες ένα παιχνίδι που λεγόταν «mecano» -ένα μεταλλικό παιχνίδι κατασκευών- ή ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια με τα οποία θα κοιμόσουν κιόλας μαζί τους- απ’ τη χαρά σου αλλά και από τη μυρωδιά που έχουν, αυτήν του δέρματος.
Τι άλλες μυρωδιές είχαν τα παιδικά σας χρόνια;
Θυμάμαι πόσο πολύ μ’ άρεσε όταν τελείωνε την μπουγάδα της η γιαγιά και άπλωνε τα σεντόνια, η οποία τα έπλενε με αλισίβα και λουλάκι- κι έπαιρναν ένα άρωμα φοβερό! Τυλιγόμουν στα σεντόνια! Κι έτρωγα κι ένα ξύλο μετά… Γιατί θα έπρεπε να ξαναβάλει μπουγάδα η γιαγιά (γελάει).
Νομίζω πως περάσατε πολύ ευτυχισμένα παιδικά χρόνια… Δεν δείχνετε άνθρωπος που να έχει ταλαιπωρηθεί, να έχει βασανιστεί…
Το «βασανιστήριό» μου ήταν το σχολείο.
Δεν ήσασταν καλός μαθητής;
Καλός μαθητής ήμουνα. Αλλά δεν διάβαζα.
Έξυπνος τότε.
Ίσως. Αλλά ήμουνα και πολύ ατίθασος. Οι αποβολές που έπαιρνα… Και τότε έπεφτε και ξύλο! Κι έτρωγα το ξύλο σε στέρεο.
Και στα δύο μάγουλα;
Δεν καταλάβατε. Έτρωγα ξύλο στο σχολείο, αλλά μόλις γύριζα στο σπίτι το «σύρμα» είχε δουλέψει… Κι έτρωγα κι εκεί (γελάει). Αυτά, όμως, γενικά, ήταν πάρα πολύ ωραία χρόνια! Είχαμε δε και πολύ καλούς καθηγητές. Καθηγητές που σε ωθούσαν να διαβάσεις εκτός της σχολικής ύλης. Για να μπορέσεις εκείνα τα οποία σου παρείχε η σχολική ύλη να τα αναπτύξεις και να πας και παρακάτω. Έτσι, αναπτυσσόταν κι ένας «διάλογος» με τους δασκάλους σου, οι οποίοι ήταν δάσκαλοι, όχι συνδικαλιστές-δάσκαλοι- είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι βγήκαμε έτσι όπως βγήκαμε. Εγώ έβγαλα το περίφημο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Τσαμαδού και Τοσίτσα.
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι η μουσική θα ήταν η δουλειά σας; Ή το ξέρατε από τότε;
Μικρός ήθελα να γίνω πυροσβέστης.
Πυροσβέστης; Γιατί;
Έβλεπα την αντλία που είχε νερό και ήταν κόκκινη και μάλλον μ’ άρεσε- δεν ξέρω. Αλλά δεν θυμάμαι να θέλω να γίνω κάτι άλλο μεγαλώνοντας, πέρα από το να ασχοληθώ με τη μουσική. Δεν είχα κάποια άλλη επιθυμία. Ο κόσμος της μουσικής με είχε συνεπάρει!
Σας απασχολούσε και το να είστε ένας καλός συνθέτης;
Όχι, όχι. Τι θα πει «καλός συνθέτης»; Καταρχάς, άμα είσαι κακός δεν πρόκειται να γίνεις καλός, άμα είσαι μέτριος -που είναι πιο κακό από το να είσαι κακός- δεν μπορείς να γίνεις καλός. Αυτό το οποίο με απασχολούσε ήταν ό,τι έκανα να έχει σχέση με τον εσωτερικό μου χρόνο και χώρο. Διότι η αλήθεια βγαίνει μόνο από ‘κει μέσα. Κι όταν αυτό το πράγμα με το οποίο προσπαθείς να βάλεις κι εσύ το μικρό σου λιθαράκι είναι αληθινό, η αλήθεια φαίνεται και έχει διάρκεια στο χρόνο. Εκεί είναι, άλλωστε, η διαχρονικότητα των έργων τέχνης: Στην αλήθεια που κρύβουν τη στιγμή της δημιουργίας.
Πώς είναι αυτή η στιγμή της δημιουργίας;
Άγνωστη για να ερμηνευτεί. Αν με ρωτήσει κανείς «πώς το έκανες;» θα πω «δεν θυμάμαι». Οι δημιουργοί έχουμε σχέση με τους εγκληματίες πάθους!
Τι εννοείτε;
Σκεφτείτε το λίγο. Όταν ρωτήσει ο εισαγγελέας τον εγκληματία πάθους «πώς το έκανες;», θα απαντήσει «δεν θυμάμαι». Και θα πει και κάτι άλλο: «Δεν είχα νου». Είναι πράγματα πολύ περίεργα…
Την ώρα που γράφετε και καταλαβαίνετε ότι….
Όχι, όχι, δεν καταλαβαίνεις. Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι κάνεις εκείνη την ώρα. Έχω, για παράδειγμα, δουλέψει πολλή ώρα, φωνάζω την Ηρώ, της λέω «έλα ν’ ακούσεις αυτό», μου αναφέρει τα σχόλιά της και ξανασυζητώντας μου λέει μετά «πώς το ‘κανες αυτό;». Της απαντώ μ’ αυτό που σας είπα προηγουμένως: «Δεν θυμάμαι!».
Ούτε τι αισθανθήκατε θυμάστε, εκείνη την ώρα που γράφατε;
Όχι. Μπαίνεις σ’ αυτό το «εφιαλτικό» πράγμα που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει, που λέγεται άσπρη σελίδα, με πέντε παράλληλες γραμμές, τις γραμμές του πενταγράμμου, που μου θυμίζουν τα σύρματα που πάνε και κάθονται τα χελιδόνια: Με μαύρα στίγματα- τις νότες. Ρώτησα κάποτε κάποιον «όταν δεν υπήρχαν τα καλώδια του ρεύματος, τα χελιδόνια πού κάθονταν;». «Μαέστρο», μου λέει εκείνος, «τι λες;» (χαμογελάει).
Μαέστρος; Όχι συνθέτης;
Δεν έχουν σημασία οι λέξεις. Αλλά επειδή το «μαέστρος» προέρχεται από το «μαΐστορας», δηλαδή «μάστορας», το προτιμώ.
Η περίπτωσή σας, βέβαια, ξεφεύγει από την έννοια του «μαέστρου», του «συνθέτη», πάει σε κάτι βαθύτερο: Στην έννοια του πνευματικού ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν πνευματικοί και αντιπνευματικοί άνθρωποι. Καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Αλλά έτσι τα ‘φερε η μοίρα.
Έτσι τα κάνατε εσείς!
Μπορεί. Ο χρόνος θα το δείξει.
Ιεραρχικά η μουσική ήταν σε στιγμές ή περιόδους της ζωής σας σημαντικότερη από την καθημερινότητά σας;
Η κότα γέννησε τ’ αβγό ή το αβγό την κότα; Δεν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό.
Υπάρχει μία μέρα που να μην ακούσετε μουσική;
Μα, δεν ακούω μουσική. Πέρα από κάποια προγράμματα που σας ανέφερα στην αρχή -και αυτά για να ενημερώνομαι για τις καινούριες παραγωγές- ακούω σπάνια.
Την καλή από την κακή μουσική πώς τη διαχωρίζετε;
Δεν υπάρχει καλή και κακή μουσική. Δεν μπορείς να κάνεις αυτό το διαχωρισμό, δεν είναι «καλός» και «κακός» μουσακάς. Υπάρχει μουσική και μη μουσική. Χιλιάδες πίνακες ζωγραφίζονται κάθε χρόνο, χιλιάδες βιβλία γράφονται στη λογοτεχνία, χιλιάδες τραγούδια συνθέτονται- δεν είναι τυχαίο ότι ξεχωρίζουν μόνο δυο τρία πράγματα, όχι σαν «επιτυχίες», αλλά στη διάρκεια του χρόνου.
Εσείς το επιτύχατε…
Δεν πέτυχα τίποτα. Εντολές εκπληρώνω, τίποτ’ άλλο.
Το πιο ωραίο που σας έφερε η ζωή ποιο είναι, κύριε Ξαρχάκο;
Η μεγαλύτερη κόρη μου, τα δύο μου παιδιά τώρα. Τα οποία είναι νήπια, ενός έτους, και μπορώ και έχω αυτή την επαφή… Για μένα αυτό είναι η χαρά της ζωής. Δεν περνάω ευχάριστα -σας εξήγησα στην αρχή τους λόγους-, αλλά αυτά τα παιδιά με έχουν σώσει. Κι αυτό μου δίνει μεγάλο τράτο για να αντιμετωπίζω την καθημερινότητά μου- έχει πάει και πάρα πολύ μακριά το επέκεινα…
Στη ζωή σας ονειρεύεστε;
Η ευχή είναι όνειρα που κάνεις όταν είσαι ξύπνιος. Ναι ή όχι;
Ναι!
Άρα ονειρεύομαι!
Info: O Σταύρος Ξαρχάκος για πρώτη φορά παρουσιάζει και διευθύνει τα έργα «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα», «Νύν και αεί», με το φωνητικό σύνολο «Διάσταση», την Ηρώ Σαΐα και τον Ζαχαρία Καρούνη στις 22 Νοεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 23 & 24 Νοεμβρίου στο Παττίχειο Λεμεσού. Ώρα έναρξης: 20:30. Για τη συναυλία στη Λευκωσία TicketHour.com.cy, όλα τα καταστήματα ACS Courier, 77777040. Για τις συναυλίες στη Λεμεσό www.soldoutticketbox.com, από το ταμείο του θεάτρου, 25377277.