Ο εικαστικός και σκηνογράφος Γιώργος Χιώτης επισημαίνει ότι η τέχνη δεν είναι χόμπι, ούτε αγγαρεία, αλλά αξία ζωής.

Ζει στην Κύπρο 35 χρόνια και τα 23 από αυτά τα πέρασε σε επιτελική θέση στον ΘΟΚ. Ο Γιώργος Χιώτης είχε από μικρός κλίση για την τέχνη, όμως η ζωή τον έφερε να κάνει βιομηχανικές σπουδές στο Μιλάνο, στη Scuola Superiore d’Arte Applicata. Καταπιάστηκε με την τεχνολογία ιματισμού, το βιομηχανικό σχέδιο για εκθεσιακά περίπτερα, την οπτική επικοινωνία, μέχρι να προκύψει στη ζωή του η σκηνογραφία του θεάτρου και της τηλεόρασης, η ενδυματολογία, αλλά και τα καθήκοντα του Τεχνικού Προϊστάμενου Συντονιστή στο κρατικό θέατρο της Κύπρου. Τα τελευταία πέντε χρόνια και μετά την αφυπηρέτησή του αφοσιώθηκε στην ετοιμασία της πρώτης του ατομικής έκθεσης, με τίτλο «Alter Ego», που φιλοξενείται στην γκαλερί Εxhibit8, στη Λεμεσό όπου κι ο ίδιος κατοικεί. Περιλαμβάνει ζωγραφικούς πίνακες, μακέτες θεάτρου και εικαστικές κατασκευές, αντιπροσωπευτικά της συνολικής και πολυσχιδούς καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Αποκαλύπτοντας αυτή την κρυμμένη πλευρά, ως μέσο για να επικοινωνήσει τις ιδέες του μέσω των συμβολισμών, ο Γιώργος Χιώτης συστήνεται μέσα από τις σκέψεις του για την τέχνη αλλά και για την ίδια τη ζωή.

» Η ανάγκη για δημιουργία δεν συνδέεται απαραίτητα με κάποιο κίνητρο. Κατά κανόνα, είναι ενστικτώδης. Όταν ήμουν 5 χρονών και ζωγράφιζα, δεν είχα στο μυαλό κάτι άλλο πέρα από τη δημιουργία καθαυτή, δηλαδή από την αυταξία της καλλιτεχνίας. Ήταν μια ανάγκη απροσδιόριστη, εσωτερική. Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται επιπλέον κίνητρα. Πηγάζει από μέσα σου αυτό. Είναι μια φλόγα. Το όποιο ταλέντο πρέπει μετά να συνδεθεί με την εργατικότητα και τη μεθοδικότητα. Πολλοί έχουν ταλέντο, αλλά τα παρατάνε. Μπορεί κάποιος να είναι μουσική διάνοια, αλλά να μην έχει τη φλόγα και το κίνητρο.

» Ο καλύτερος δάσκαλος για τα εικαστικά είναι ένα ενημερωμένο μουσείο. Ποιες μελέτες και αναλύσεις μπορούν να σου μάθουν περισσότερα από το μεγαλειώδες έργο που άφησαν προίκα στους αιώνες οι σπουδαίοι άνθρωποι; Αν έχεις τα μάτια ανοιχτά, αναλύεις τις πτυχές, τις στάσεις, τις τεχνοτροπίες. Η δημιουργία ήταν πάντα η σωτηρία μου, ένα απάγκιο. Είναι μια διαφυγή από τις δυσκολίες. Ένα είδος λύτρωσης. Μπορεί να μη σου δίνει υλικά αγαθά ή χρήματα, αλλά όλα αυτά -η μουσική, η συγγραφή, η ζωγραφική, ο χορός, το θέατρο, ο κινηματογράφος κ.λπ.- είναι σύνεργα κάθαρσης. Η δημιουργία αλληλεπιδρά με τη φαντασία για να υπάρξει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

» Ζω στην Κύπρο εδώ και 35 χρόνια, δηλαδή τη μισή ζωή μου. Είναι πλέον η μισή μου πατρίδα. Εδώ είναι η οικογένειά μου, οι συναναστροφές μου. Στην Κύπρο δεν με κράτησε μόνο η οικογένεια, αλλά και ο τρόπος ζωής. Η καθημερινότητα. Νιώθω ότι ταίριαξα εδώ. Αγαπάω αυτόν τον τόπο. Ήταν μια δεύτερη ευκαιρία για μένα. Τυχαίνει να φτάνεις κάποτε σ’ ένα σταυροδρόμι όπου συνειδητοποιείς ότι η ζωή είναι αλλού.

» Αν με δυσκόλεψε κάτι στη νοοτροπία των Κυπρίων είναι μια εγγενής επιφυλακτικότητα, που βεβαίως οφείλεται σε αιώνες δεινοπαθειών. Γνώρισα χαρισματικούς τεχνίτες εδώ και συνεργάστηκα μαζί τους στην καλλιτεχνική μου πορεία. Δυστυχώς πολλά εργαστήρια σήμερα κλείνουν και η εμπειρία τους χάνεται χωρίς να περνά η γνώση στις επόμενες γενιές. Ο κυπριακός λαός είναι δραστήριος και πονεμένος. Επιβιώνει εδώ και αιώνες μέσα από πολλές αντιξοότητες και κατακτήσεις επί κατακτήσεων. Ίσως γι’ αυτό να είναι φύσει επιφυλακτικός κι έχει νοοτροπία βουνίσιου, παρά το γεγονός ότι περιβάλλεται από θάλασσα. 

 

» Ο άνθρωπος που καθόρισε την πορεία μου στο θέατρο ήταν ο Χρίστος Σιοπαχάς. Τότε δούλευα στον Λόγο, σε μια πολύ δημιουργική εποχή για το κανάλι, κάναμε ενδιαφέροντα και πρωτοπόρα πράγματα. Το πρώτο μου σκηνικό στο θέατρο ήταν το 1995 στην παραγωγή του ΘΟΚ «Αμερικανικός Βούβαλος» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, την εποχή που ο Σιοπαχάς ήταν Διευθυντής. Λίγους μήνες αργότερα προσλήφθηκα ως Τεχνικός Προϊστάμενος Συντονιστής στον ΘΟΚ, όπου έμεινα μέχρι να συνταξιοδοτηθώ. Με τον Χρίστο Σιοπαχά συνεργαστήκαμε σε δύο δουλειές στον ΘΟΚ το 1996, το «Ντα» και τις «Δύο άλλες φωνές», το 2000 κάναμε και τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» στην ΕΘΑΛ. Επίσης συνεργάστηκα μαζί του σαν σκηνογράφος στην ταινία μεγάλου μήκους «Κόκκινη Πέμπτη». Εκτός από τον Αρβανιτάκη, στον ΘΟΚ συνεργάστηκα με σκηνοθέτες όπως ο Φαίδρος Στασίνος, ο Αντρέας Χριστοδουλίδης, ο Τάσος Ράτζος, ο Ευτύχιος Πουλλαΐδης, ο Κώστας Δημητρίου, ο Ανδρέας Τσουρής, ο Γιώργος Μουαΐμης, η Μαγδαλένα Ζήρα, ο Βαρνάβας Κυριαζής. Τελευταία μου δουλειά ήταν το έργο «Ποιο σώμα» σε σκηνοθεσία Κορίνας Κονταξάκη το 2014.

» Είναι βασικό, θεωρώ, να υπάρχει συνεννόηση με τον σκηνοθέτη. Να σέβεται ο ένας τα καλλιτεχνικά όρια και το όραμα του άλλου. Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με την εμπιστοσύνη. Εννοείται ότι δεν μπορείς να κάνεις του κεφαλιού σου, αλλά από την άλλη το «σκηνικό κατά παραγγελία» δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Εγώ διάβαζα προσεκτικά το έργο, συζητούσα με τον σκηνοθέτη και προχωρούσα. Πρέπει να έχει και νόημα αυτό που κάνεις, να σε αντιπροσωπεύει. Η τέχνη δεν είναι χόμπι, ούτε αγγαρεία. Είναι αξία ζωής. Και πρέπει να είναι καθαρή.

» Η εμπειρία και η γνώση είναι οπωσδήποτε απαραίτητα στοιχεία. Αλλά πρέπει να δίνεις και σημασία στη λεπτομέρεια. Έκανα εις βάθος αναλύσεις πάνω στα αντικείμενα και τις χρωστικές ουσίες, μελετούσα τις ηλεκτρομαγνητικές διακυμάνσεις, πώς λειτουργεί η αντίληψη των χρωμάτων. Έχει σημασία λ.χ. για ένα πουκάμισο που φοράς πώς πέφτει το φως, ποιες ανταύγειες δημιουργεί, ποια είναι η χρωματική του ποιότητα. Είναι απλή φυσική. Μου άρεσε πάντα να μελετώ το φως και τις ιδιότητές του κι εννοώ το φυσικό και το τεχνητό. Πώς δηλαδή αλλάζουν τα χρώματα ανάλογα με την κατεύθυνση. Δεν αφήνω τίποτε στην τύχη. Η μελέτη ενός σκηνικού έχει να κάνει με τη γεωμετρία και την προοπτική. Ενίοτε χρησιμοποιείς την ελλειπτική γεωμετρία, πρέπει να δημιουργήσεις ουσιαστικά μια ψευδαίσθηση. Με την κατάλληλη κατασκευή και εργονομία, με τον ανάλογο φωτισμό μεγαλώνεις ή μικραίνεις τον χώρο. Ανάλογες πρακτικές χρησιμοποιούν στο εξωτερικό οι μάγοι, οι θαυματοποιοί. Η μισή σκηνογραφία είναι «μαγικά».

» Η αξία της θεατρικής μακέτας είναι μεγάλη. Για μένα, είναι πιο προχωρημένη από την αρχιτεκτονική μακέτα γιατί εδώ δημιουργείς έναν συμπυκνωμένο μικρόκοσμο. Έχεις όλα τα υλικά ακριβώς, με κάθε λεπτομέρεια, στη σωστή κλίμακα που να δημιουργεί τη σωστή αίσθηση. Εξάλλου, ο ηθοποιός πρέπει να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη όταν του βάζω στο πάτωμα δύο ταινίες και του λέω «θα κινείσαι από εδώ μέχρι εκεί». Αυτό το μικροσύμπαν είναι προϊόν βαθιάς μελέτης, αλλά και ενίοτε και τριβής ή σύγκρουσης με τον σκηνοθέτη μέχρι την κατάληξή του. Από εκεί και πέρα, ο ηθοποιός οριοθετεί τον χώρο στο μυαλό του και καλείται να κάνει αυτόν τον μικρόκοσμο μεγάλο στα μάτια του θεατή. 

 

» Η διαφορά του σκηνογράφου με τον αρχιτέκτονα έγκειται επίσης στην εφημερότητα της κατασκευής. Στη σκηνογραφία πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι κάποια στιγμή όλα θα πεταχτούν ή θα ανακυκλωθούν. Εγώ τα δημιούργησα σαν να είναι παντοτινά, αλλά αυτά έκαναν τον κύκλο τους και καταστράφηκαν. Είναι η μοίρα του σκηνογράφου αυτή. Πρέπει να είσαι συνειδητοποιημένος. Ο νους ησυχάζει με τον καιρό. Είσαι υποχρεωμένος να προσλαμβάνεις αλλιώς την έννοια του χρόνου. Έχει να κάνει και με το πώς αντικρίζεις γενικότερα τη ζωή. Όταν κατεβαίνει μια παράσταση μ’ ένα σκηνικό σου, νιώθεις ένα σφίξιμο. Λυπάσαι, αλλά τι να κάνεις; Δεν είναι μόνο το θέατρο έτσι, αλλά και η ίδια η ζωή. Δεν είναι παρά ένα ταξίδι, μια διαδρομή γεμάτη σταθμούς, τοπία, συνεπιβάτες και περαστικούς.

» Η θεατρική αφίσα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Καταρχάς, είναι τελείως διαφορετική από την εμπορική αφίσα. Αλλά ακόμη κι εκεί, προτάσσεις τα δυνατά σημεία και μελετάς το προϊόν σου. Στην αφίσα του θεάτρου πρέπει λοιπόν να διαβάσεις πολύ καλά το έργο για ν’ αποτυπώσεις την ουσία του θέματος. Είναι κάτι που προωθεί την παράσταση αλλά και κάτι που θα μείνει. Πρέπει να έχει αισθητική και καλλιτεχνικη αξία και να συμπυκνώνει όλη τη σημειολογία του κειμένου. Αυτό δεν μπορείς να το πετύχεις αν δεν λερώσεις τα χέρια σου, αν δεν παλέψεις με τα μελάνια και τις μπογιές, όσο καλά κι αν ξέρεις να χειρίζεσαι τα γραφιστικά προγράμματα.

» Η ζωγραφική αντιλαμβάνομαι ότι έχει πιο μόνιμο χαρακτήρα– αν και τίποτα δεν είναι παντοτινό. Όμως, δεν ζωγραφίζω γι’ αυτό. Ζωγραφίζω για την επικοινωνία. Ο ζωγράφος παίρνει μια στιγμή ή μια σκέψη που θα ήταν χαμένη, την υψώνει σε μια δύναμη και την αποτυπώνει. Την ώρα που το κάνεις, αποκτά από μόνο του νόημα και σημασία. Η σύζυγός μου είναι Σεφ. Σκέφτομαι συχνά ότι η τέχνη είναι σαν το φαγητό που δεν το μαγειρεύεις για να το φας μόνος σου, αλλά για να το μοιραστείς με τους άλλους. Θέλεις να το γευτούν και να το απολαύσουν. Νομίζω πως κανένας Σεφ δεν θα μαγείρευε το ίδιο καλά αν ήξερε ότι θα φάει μόνος του. Αυτό ισχύει και για το θέατρο, το οποίο αποκτά σημασία τη στιγμή που συναντά το κοινό.

» Την τελευταία πενταετία, μετά που αποχώρησα από τον ΘΟΚ, έκανα λίγο πίσω από τα θεατρικά δρώμενα. Γνωρίζω όμως ότι το θέατρο στην Κύπρο αλλάζει σιγά- σιγά σελίδα, είναι σε εξέλιξη μια ανανέωση. Έχουν έρθει παιδιά με καλές σπουδές και μεράκι. Το νέο αίμα έχει αναλάβει τα ηνία. Αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Περνώ αμέτρητες ώρες στο ατελιέ μου και πολλές φορές δουλεύω ταυτόχρονα σε πολλά θέματα. 

 

» Επέλεξα τον τίτλο «Alter ego» για την έκθεση, διότι για κάθε καλλιτέχνη το ζητούμενο είναι να βγάλει αυτά που έχει μέσα του. Είναι μικρά κομματάκια του εαυτού του που τελικά συνθέτουν τον άλλο του εαυτό. Είναι κομμάτια της πολιτικής, της κοσμοθεωρίας του, της ζωής του. Όλα όσα κρύβει το μυαλό του, οι εντυπώσεις, τα κελεύσματα, τα ερεθίσματα από το περιβάλλον όπου επιβιώνει, όσα φιλτράρει στη διαδρομή, αλλά ακόμη και το κατακάθι που μένει στο φίλτρο. Όλα είναι alter ego. Η έκθεση αποτυπώνει κάπως την πορεία μου στη δημιουργία, την τεχνοκριτική μου ανάλυση, την αισθητική μου. Είναι ένας κρίσιμος σταθμός στο δικό μου ταξίδι. Κατάφερα τώρα στα 70 μου να προφτάσω να τρέξω στην ανοιχτή πεδιάδα που ονειρευόμουν στα 15 μου. Σε κάθε έργο τέχνης υπάρχει πάντα δεύτερο και τρίτο επίπεδο και πολλές ερμηνείες. Το πώς θα το εισπράξει ο θεατής είναι άλλο ζήτημα, αλλά εγώ νιώθω ότι οφείλω να εξηγήσω πώς το βλέπω από την πλευρά μου. Στην έκθεση δίπλα από κάθε έργο θα υπάρχει ένα QR code που θα παραπέμπει τον θεατή στο σκεπτικό μου, χωρίς φυσικά να τον κατευθύνει σε συγκεκριμένα μονοπάτια.

» Η τέχνη επιτελεί κοινωνικό έργο. Πρέπει να σε προβληματίζει, να σε αναστατώνει. Ενίοτε επιζητεί το τέλειο, αλλά ποτέ δεν το αγγίζει. Και δεν μπορεί να ξεπεράσει τη ζωή. Ο Μιχαήλ Άγγελος όταν έφτιαχνε την «Πιετά» πήγαινε και ακουμπούσε το αυτί του στο μάρμαρο για ν’ ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του. Κι έλεγε στους μαθητές του ότι η πιο ταπεινή γυναίκα στη Φλωρεντία που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί καταφέρνει κάτι που εμείς δεν θα καταφέρουμε ποτέ. 

INFO Η έκθεση του Γιώργου Χιώτη με τίτλο «Alter Ego» φιλοξενείται στον νέο εκθεσιακό χώρο της γκαλερί Εxhibit8, στη Λεμεσό (25212171) μέχρι τις 22 Απριλίου.  

 

Ελεύθερα, 9.4.2023