Με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης «1940 πρόσωπα & εικόνες» στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, ο φωτογράφος Δημήτρης Βαττής μας μιλά για την καινούρια του δουλειά και όλα όσα αποκόμισε από την επαφή του με τους Κύπριους βετεράνους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
– Εγκαίνια για την καινούρια σου έκθεση με τίτλο «Οι Ξεχασμένοι ενός Πολέμου», με τα πορτρέτα Κυπρίων Βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με ποιο κριτήριο επέλεξες το συγκεκριμένο θέμα; Τους έβλεπα ανέκαθεν στην παρέλαση και είχα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να τους φωτογράφιζα. Πριν δύο χρόνια, όταν βρέθηκα ξανά αντιμέτωπος με την ίδια εικόνα, κατάλαβα ότι πλέον δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια αναβολής. 
– Πόσα πρόσωπα έλαβαν μέρος; Φωτογράφισα 24 προσώπα, μεταξύ 87 και 100 χρονών, από όλες τις κοινότητες της Κύπρου, εκτός από την κοινότητα των Λατίνων, όπου δυστυχώς δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε κάποιον. Ο αριθμός ήταν τυχαίος και αυξανόταν στην πορεία -όπως πολύ καλά γνωρίζεις ως υπεύθυνη για τις συνεντεύξεις των Βετεράνων- ανάλογα με το τι θα αντιμετωπίζαμε. Ήθελα εκτός από το φωτογραφικό κομμάτι, να υπάρχει και μια καταγραφή των βιωμάτων τους από τον πόλεμο.    
 
– Γιατί αποφασίσες να τους φωτογραφίσεις στον προσωπικό τους χώρο; Ξεκίνησα με πρόθεση να τους φωτογραφίσω στο στούντιο, με τα παράσημα στο πέτο, σε γκρίζο φόντο. Όμως, όταν επισκεφθήκαμε τον πρώτο Βετεράνο, το σπίτι του ήταν ιδανικά στημένο για τους δικούς μας σκοπούς. Μπιμπελό, πλαστικά λουλούδια, μια άλλη εποχή. Αμέσως, άλλαξα το σενάριο και αποφάσισα ότι η φωτογράφηση θα γινόταν εκεί όπου νιώθουν πιο άνετα, χωρίς παρεμβολές και παρεμβάσεις, ούτε ενδυματολογικές ή άλλες απαιτήσεις. Απλά και ανθρώπινα.  

– Πώς βίωσες την όλη εμπειρία; Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους και νιώθω χαρούμενος που υλοποίησα αυτή την ιδέα. Βλέποντας και συνομιλώντας με τους Βετεράνους, συνειδητοποίησα ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν τόσο μακριά όσο νομίζαμε, αφού ακόμα αρκετοί από τους ανθρώπους που πολέμησαν ζουν ανάμεσά μας. Εσύ, που έχεις συνεργαστεί μαζί μου σε αυτό το project, πώς βίωσες την εμπειρία;
 
– Πήρα πολύτιμα μαθήματα ζωής. Μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι ο κάθε ένας έχει κάτι διαφορετικό να σου πει, από τη δική του οπτική γωνία. Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, που όμως τους δένει κάτι πολύ μεγάλο. Νιώθω συγκινημένη και περήφανη που είχα την ευκαιρία να λάβω μέρος σε αυτό το εγχείρημα και σε ευχαριστώ πολύ που μου έδωσες την ευκαιρία. Θα μου πεις και τι ήταν αυτό που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση; Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όλοι θυμούνταν τον αριθμό που είχαν στον πόλεμο. Όλοι! Γενικά, μας εξιστορούσαν ημερομηνίες, τα χωρία από τα οποία πέρασαν, κάθε μικρή λεπτομέρεια. Κάποιοι μας μιλούσαν στα ιταλικά… και εγώ δεν θυμάμαι τι έφαγα χθες! Επίσης, το πόσο απλοί είναι. Δεν μπήκαν στη διαδικασία να μας δείξουν ένα άλλο πρόσωπο. Μερικοί φωτογραφήθηκαν με βερμούδα και παντόφλες, ο κ. Μενέλαος δίπλα από το ροζ ποδήλατο της εγγονής του. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κράμα ανθρώπων, όπου ο κάθε ένας είχε κάτι διαφορετικό να πει και να προσφέρει.

– Ποια πιστεύεις ότι ήταν τα συναισθήματα που ξύπνησαν μέσα τους; Έκπληξη, χαρά. Εξού και το «πού μας θυμηθήκατε;», η αυθόρμητη αντίδραση των πλείστων όταν τους τηλεφωνούσαμε.
 
– Νιώθεις ανυπομονησία για την έκθεση; Εγώ, πάντως, ανυπομονώ τρομερά! Περισσότερο νιώθω ικανοποίηση για τους ίδιους, που τους δόθηκε η ευκαιρία να πουν την ιστορία τους. Πολλοί από αυτούς δεν έτυχε να την εξιστορήσουν σε κάνεναν, πλην των οικογενειών τους. Ταυτόχρονα, αισθάνομαι θλίψη για όλους εκείνους που δεν προλάβαμε και όσους χάσαμε στην πορεία αυτών των δύο χρόνων. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι υπάρχουν κι άλλοι Βετεράνοι εν ζωή, πέραν αυτών των 24, και μακάρι να μπορούσαμε να τους φωτογραφίζαμε όλους.   
 
– Υπάρχει και κάποια σχετική έκδοση; Ναι, από τις φωτογραφίες και τα κείμενα, έχει δημιουργηθεί ένα Λεύκωμα. Είχαμε ανάγκη να μείνει κάτι για τους Βετεράνους και τις οικογένειές τους, αλλά και για εμάς τους ίδιους, μετά το τέλος της έκθεσης. Τα καθαρά έσοδα από την πώληση του Λευκώματος θα διατεθούν στο ίδρυμα «Σοφία για τα Παιδιά».
 

– Η προηγούμενη ατομική σου έκθεση είχε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, σωστά; Η προηγούμενη μου έκθεση, με τίτλο «Fashion Shoots», πραγματοποιήθηκε το 2010, στην Γκαλερί Όμικρον με φωτογραφίες μόδας που είχα κάνει για το περιοδικό Omikron. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, σε μια εποχή όπου οι φωτογραφήσεις για τα γυναικεία περιοδικά μόδας ήταν στο ζενίθ τους και ήμουν τυχερός που είχα την ευκαιρία να δουλέψω εκείνη την περιόδο στον συγκεκριμένο τομέα.    
 
– Θεωρείς ότι όταν πρωτοξεκίνησες ήταν μια ομαλή αρχή; Όταν πρωτοξεκίνησα το 1990, είχα την ευτυχία να δουλευώ με μια ομάδα ανθρώπων -τη Μαρίνα Σιακόλα, τον Σταύρο Χριστοδούλου και την Ελένη Ξένου- με τους οποίους ξεκινούσαμε μαζί και όλη μας η ζωή περιστρεφόταν γύρω από φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις. Ήταν το ιδανικό ξεκίνημα. Ήμασταν, και είμαστε ακόμα, φίλοι και συνεργάτες.
 
– Μετά από 30 χρόνια στον χώρο, πώς βλέπεις την εξέλιξη της φωτογραφίας; Πρέπει να σου πω ότι αναπολώντας τώρα το ’90, που ξεκινούσα από το περιοδικό «Σελίδες», κανένα από τα θέματα που προβάλλονταν τότε, δεν θα είχε θέση στα σημερινά περιοδικά. Ήταν ρεπορτάζ, θέματα κοινωνικού περιεχομένου και έρευνας. Σήμερα, τα θέματα σχετίζονται περισσότερο με celebrities, οπότε το σκηνικό όσον αφορά τη φωτογραφία στον περιοδικό Τύπο έχει αλλάξει εντελώς.

 
– Προσαρμόστηκες με ευκολία στην ψηφιακή εποχή; Ξεκίνησα με φιλμ και slides, πράγματα που για τους σημερινούς φωτογράφους είναι άγνωστα. Κάθε κλικ κόστιζε, κάτι που δεν ισχύει στη σημερινή digital εποχή με τις χιλιάδες φωτογραφίες, αλλά εγώ το έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Με ακολουθεί. Λειτουργώ ακόμα με αυτό τον τρόπο.
 
– Ποια είναι η άποψή σου για το Instagram; Το να φωτογραφίζεις με το κινητό είναι η φυσική εξέλιξη. Υπάρχουν υπέροχες φωτογραφίες στο Instagram από ανθρώπους που δεν είναι καν φωτογράφοι. Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι ο κάθε ένας μπορεί να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνει. Έχει δώσει μια άλλη διάσταση, ακόμα κι αν αναφερόμαστε σε selfie, που προσωπικά απεχθάνομαι!   
 
– Τι αγαπάς περισσότερα στη δουλειά σου; Τη διαφορετικότητα της κάθε μέρας, το ότι δεν είναι πληκτική και τη γνωριμία με πολύ κόσμο – κάποιοι από τους οποίους καταλήγουν και φίλοι σου. Είναι ένα δημιουργικό περιβάλλον. Αυτό που δεν μου αρέσει, είναι όταν φωτογραφίζω κάποιον ο οποίος βιάζεται και δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου όπως πρέπει.
 
– Έχεις ακόμα άγχος πριν από μια φωτογράφηση; Ακόμα ναι! Το βράδυ σκέφτομαι πώς να αντιμετωπίσω τη φωτογράφηση της επόμενης μέρας, πώς θα καταφέρω να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν δεν γνωρίζω το πρόσωπο, πηγαίνω πιο νωρίς, ώστε να προηγηθεί μια κουβέντα, μία πρώτη επαφή. Χρειάζεται χημεία για να βγει μια καλή φωτογραφία. Θέλω να αποτυπώνω όσο πιο αυθεντικά μπορώ έναν χαρακτήρα. Πρέπει να δημιουργήσεις ένα περιβάλλον, στο οποίο το άτομο να νιώθει άνετα.

 
– Αγαπάς κάποιο συγκεκριμένο τομέα της φωτογραφίας; Τα πορτρέτα.
 
– Για ποιο λόγο; Ο καθένας έχει να σου δωσει κάτι διαφορετικό. Το απολαμβάνω.
 
– Ισχύει ότι κάποια άτομα εκπέμουν φωτογένεια; Αν και ισχύει αυτό, η πρόκληση βρίσκεται στο να μπορέσω να αποτυπώσω τη φωτογένη εκδοχή των ατόμων που δεν πιστεύουν ότι την έχουν.   
 
– Τι μας ετοιμάζεις για το μέλλον; Έχω κάτι στο μυαλό μου, πριν ακόμα και από την ιδέα των Βετεράνων. Σου προτείνω συνεργασία, θες; (γέλια)
 
Info: Η φωτογραφική δουλειά του Δημήτρη Βαττή «Οι Ξεχασμένοι ενός πολέμου» παρουσιάζεται στο Πολιτιστικό ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, στο πλαίσιο της έκθεσης 1940/Πρόσωπα και Εικόνες Κύπρος-Ελλάδα. Εγκαίνια την Τρίτη 9 Απριλίου στις 19.00.

Μακιγιάζ: Αμαλία Ζαννέτου 

 
Περιοδικό Down Town, τεύχος 643.