Του αρέσει να γράφει και να εικονογραφεί παραμύθια, το τελευταίο του, «The great Island of Replicas», διακρίθηκε με έπαινο, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα, σε διεθνή διαγωνισμό. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η νεκρή ζώνη, τα εγκαταλειμμένα τοπία και ο φόβος της απώλειας.
– Τι σε ενέπνευσε να γράψεις το παραμύθι αυτό; Είναι μια φαντασιακή αφήγηση, εμπνευσμένη από τις «Αόρατες Πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο, η οποία θίγει, χρησιμοποιώντας αλληγορικά σχήματα, την αγωνία και τον φόβο της υποκειμενικότητας που είναι συσχετισμένη με την απώλεια και την καταστροφή της προσωπικής ή συλλογικής «αρχαιολογίας». Θα έλεγε κανείς πως μεταξύ του ιδεατού και πραγματικού κόσμου που αφηγούμαι, μεταφέρω τον αναγνώστη σε μετα-συγκρουσιακά τοπία και σε κοινωνίες όπου πολιτικές αποφάσεις έχουν διαμορφώσει το αστικό τοπίο, ας πούμε της Κύπρου.
– Τι ακριβώς σημαίνει ο τίτλος; Ο τίτλος αναφέρεται σε μια μυστική επιχείρηση που δρα όταν υπάρχει ανάγκη να «επουλωθεί» η πόλη και να επανακτήσει τη χαμένη της «αρχαιολογία». Να «διώξει», με άλλα λόγια, τον φόβο της ανοίκειας εικόνας μέσα από την κατασκευή πιστών αντιγράφων. Ο φόβος της απώλειας στην ιστορία μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ύλη. Παρόλα αυτά, η απώλεια έχει πολλές μορφές όπως και ο φόβος: για το άγνωστο και για αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και που οδηγεί πολλές φορές σε τρομακτικές συνθήκες.
– Η πρώτη σου διάκριση ήταν σε διεθνή διαγωνισμό που προκήρυξε η ΟΥΝΕΣΚΟ στο Αφγανιστάν; Πώς είχες σκεφτεί να λάβεις μέρος σε ένα τέτοιο διαγωνισμό; Ο συγκεκριμένος διαγωνισμός ήταν ο πρώτος που είχα λάβει μέρος, σε ηλικία 25 ετών, σε συνεργασία με τον Κώστα Νικολάου, κερδίζοντας το δεύτερο βραβείο. Είχε γίνει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όταν η οικονομική κρίση είχε επηρεάσει έντονα την αρχιτεκτονική κοινότητα. Η Unesco προσκάλεσε αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο να σχεδιάσουν ένα Πολιτισμικό Κέντρο, ως ένα «τόπο» προστασίας της τέχνης που απέμεινε του Αφγανιστάν, που παρέμεινε αναλλοίωτη παρά τα «κενά» σημαντικής αρχαιολογίας που είναι ορατά σε κάθε γωνιά της χώρας. Η χωροθέτηση του Κέντρου, το οποίο υλοποιείται από μια αρχιτεκτονική ομάδα με βάση την Αργεντινή, είναι σε ένα λόφο στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν με θέα τα απομεινάρια των ιερών ελληνοβουδιστικών αγαλμάτων του Βούδα που ανατινάχθηκαν το 2001 από τους Ταλιμπάν.
– Και τότε το θέμα είχε να κάνει με την εξαφάνιση των σημαδιών του παρελθόντος. Σε απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα; Θέλω τα έργα μου να θίγουν το ζήτημα κάτω από ένα πλαίσιο παιδαγωγικό, με κύριο στόχο τον προβληματισμό. Ως αρχιτέκτονας, έχω «εκπαιδευτεί» να επιλύω προβλήματα, τα οποία δεν είναι μόνο χωρικά. Πλείστα από τα προβλήματα που κλονίζουν την ανθρωπότητα είναι πολιτικά και χρήζουν πολιτικής προσέγγισης. Κι η αρχιτεκτονική οφείλει να επανακτήσει τον χαμένο της πολιτικό ρόλο. Ρόλο ο οποίος δεν της είναι ξένος. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία της αρχιτεκτονικής.
– Σε επεξηγηματικό σημείωμα λες, αναφερόμενος σε εγκαταλειμμένα τοπία: «Αγνοώντας τη ρομαντική τους όψη, μπορεί να αναγνώσει κανείς πως έχουν διαμορφώσει το «ήθος» και τη μορφή του αστικού τοπίου». Πώς το έχουν διαμορφώσει; Τα ίχνη του παρελθόντος, εάν αναφερόμαστε σε μετα-συγκρουσιακά τοπία και πιο συγκεκριμένα στο παράδειγμα της κυπριακής πραγματικότητας, δεν έχουν καθορίσει μόνο χωρικά, αλλά και κοινωνικά καθώς και την ίδια τη φύση. Η πράσινη γραμμή, όπως και άλλα εγκαταλειμμένα τοπία έχουν την τάση να καλλιεργούν και να αντανακλούν μονοδιάστατες προοπτικές, πολλές φορές ρομαντικές, πάνω από όλα όμως είναι κατάλοιπα της καταστραμμένης υφής ενός κοινού ιστού.
– Έχουν κάποια γοητεία τα εγκαταλειμμένα τοπία; Η γοητεία βρίσκεται στο ότι το κάθε «εύρημα» ως κομμάτι κάποιας αρχαιολογίας κρύβει πίσω του μια ιστορία, επηρεάζοντας τη μνήμη με αξιοπερίεργους τρόπους. Η μνήμη κοινή ή ατομική, είναι ικανή να σε εγκλωβίσει, επηρεάζοντας το νόημα του χώρου, την εμπειρία του χώρου αλλά και τη διαχείρισή του.
– Αν σου ζητούσαν να σχεδιάσεις κάτι σε αρχαιολογικό χώρο τι θα έκανες; Υποθετικά μιλώντας, ο σχεδιασμός μου θα εξαρτιόταν από το τι προσωπικά θα ήθελα να αναδείξω από τον εν λόγω αρχαιολογικό χώρο και πως αυτός σίγουρα θα ανταποκρινόταν σε όλες τις κλίμακες της πόλης ως μια γέφυρα μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος, αφού οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν σημαντικές «τοπογραφίες» γνώσεις.
Σε έναν τόπο όπως την Κύπρο, με τόσα σημάδια από το παρελθόν, πώς μπορεί να συμβαδίσει η νέα οικοδόμηση; Η ανάγκη για νέα κτίσματα, για νέα οικοδόμηση υπήρχε πάντα και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν θα πάψει να υπάρχει. Είναι κομμάτι μιας φυσικής ροής και σχέσης μεταξύ χρόνου αλλά και επιθυμίας. Καμιά φορά και ανάγκης. Στην περίπτωση της Κύπρου, σημασία έχει η ευρύτερη κλίμακα και πώς οι μελλοντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις θα επηρεάσουν τη νέα οικοδόμηση με έναν τρόπο που θα βλέπει στην ολότητα και όχι αποσπασματικά τον χώρο και την κοινωνία της Κύπρου.
– Για την ανάπτυξη όπως συντελείται σήμερα με τα ψηλά κτήρια, τι έχεις να πεις; Τα ψηλά κτήρια δεν είναι μια πρόσφατη αρχιτεκτονική ανακάλυψη. Είναι όμως κάτι καινούριο για την Κύπρο. Το προβληματικό έχει να κάνει κυρίως με την έλλειψη στρατηγικής μελέτης που να λαμβάνει υπόψιν στον σχεδιασμό τους τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα σημεία όπου προτείνεται η χωροθέτησή τους σε αστικό επίπεδο.
– Και για να επανέλθουμε στα παραμύθια. Προτιμάς να γράφεις και να εικονογραφείς παρά να σχεδιάζεις σπίτια; Η εικονογράφηση αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος, ίσως, ενός συστήματος που ανέπτυξα και της μεθοδολογίας μου ως αρχιτέκτονας. Μέσα από την εικονογράφηση και το αρχιτεκτονικό σχέδιο, εξερευνά κανείς με ένα μαγικό τρόπο νέες τυπολογίες, χωρικές εμπειρίες, εκφράζει προβληματισμούς, σκέψεις, προβάλλοντας παράλληλα τη δική του θέση και όραμα για τον κόσμο που κατοικεί. Ο σχεδιασμός κατοικιών υπήρξε πάντοτε ένα θέμα που με απασχόλησε σε οντολογικό επίπεδο, όμως το έχω κάνει με μεγάλη χαρά αφού οι συγκυρίες ήταν τέτοιες, που με σεβάστηκαν ως δημιουργό. Σίγουρα όμως με απασχολεί ο αστικός σχεδιασμός περισσότερο γι’ αυτό και έκανα μεταπτυχιακό στο UCL του Λονδίνου.
– Ποια η σχέση συγγραφής και αρχιτεκτονικής; Η αρχιτεκτονική, όπως και άλλες τέχνες και πεδία, απαιτεί διάφορα μέσα έκφρασης προκειμένου να εξυπηρετήσει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Αυτός ο σκοπός καθορίζεται πολλές φορές από τον ίδιο τον δημιουργό όπως και το μέσο που θα επιλέξει. Η συγγραφή όμως αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής αφού οι συγγραφικές εξερευνήσεις μπορούν να σε οδηγήσουν σε ένα κατώφλι ανάγνωσης του κόσμου με άλλη ματιά, ξεδιπλώνοντας την κριτική σου σκέψη και τους βαθύτερους σου προβληματισμούς.
– Πώς σκέφτεσαι να αξιοποιήσεις το «The Great Island of Replicas»; Πολύ σύντομα θα εκδοθεί σε βιβλίο στην Αμερική το οποίο θα συμπεριλαμβάνει μια συλλογή από επιλεγμένες εικονογραφημένες ιστορίες. Επίσης, βρίσκομαι σε διάλογο με μια πολύ γνωστή γκαλερί με βάση το Παρίσι, η οποία μου πρότεινε να εκθέσει τα αρχιτεκτονικά μου σχέδια στο Παρίσι και στη Ζυρίχη αλλά και να αγοράσουν κάποια από τα αυτά ως έργα τέχνης.
INFO 1
Ο Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Εικονογραφημένης Ιστορίας, οργανώνεται κάθε χρόνο από το Blank Space σε συνεργασία με τα περιοδικά: ArchDaily, Archinect, Bustler και AIAS. Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν είκοσι κριτές, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, ιστορικοί τέχνης και συγγραφείς, όπως ο Moshe Safdie, η Tatiana Bilbao, ο Jurgen Mayer, η Julia Koerner, ο Mark Foster Gage, η Jane Yolen. Το Blank Space είναι μια πλατφόρμα η οποία μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων της, εκδίδει συλλογές εικονογραφημένων ιστοριών, συμπεριλαμβανομένων και των νικητήριων από τον εν λόγω διαγωνισμό. Πριν λίγα χρόνια, ο Κωνσταντίνος Μάρκου (μαζί με τον Κώστα Νικολάου) πήρε το δεύτερο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό της Unesco για τον σχεδιασμό Πολιτισμικού Κέντρου στο Αφγανιστάν. Έχει λάβει επίσης μια από τις οκτώ νικητήριες θέσεις για εναλλακτικές προτάσεις για τον σχεδιασμό του Guggenheim Museum στο Ελσίνκι με το έργο του: «The Baltic Tale of Nothingness».