Νάσια Διονυσίου: «Τι είναι ένας κάμπος», εκδόσεις Πόλις 2021.
Η νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου «Τι είναι ένας κάμπος» έχει πολλές λογοτεχνικές αρετές. Η κυριότερη πιστεύω πως είναι η ισορροπία στην αρχιτεκτονική δόμησή της από τη μια και ο πλουραλισμός των αφηγηματικών τεχνικών της από την άλλη. Εάν αυτό το αισθητικό περίβλημα συνδυαστεί με την ποιητικότητα του πεζογραφικού λόγου της συγγραφέως, την ευελιξία των γλωσσικών επιλογών της και την υφολογική προσαρμοστικότητά της, το αποτέλεσμα αποδεικνύεται πέρα για πέρα ευτυχές.
Έχουμε να κάμουμε με ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο κινείται στις παρυφές του ιστορικού μυθιστορήματος, καθώς αναπαριστά μιαν εποχή και τους ανθρώπους της αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς ως τέτοιο. Η συγγραφέας συνομιλεί με την ιστορική μνήμη των Εβραίων της Ευρώπης αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά την ίδια ώρα συνδιαλέγεται με την ιστορική μνήμη και συνείδηση και του δικού μας τόπου και του δικού μας λαού, της Κύπρου. Η αφήγησή της δεν έχει μόνο διακειμενικές προεκτάσεις, έχει και προεκτάσεις που διαπερνούν τους αιώνες, τέμνουν κάθετα τις εποχές και αναδεικνύουν ανεξίτηλα στίγματα στην ιστορική μνήμη και συνείδηση του κυπριακού χωροχρόνου: « …συλλογιέμαι πως πίσω από τη δόξα κρύβεται κάθε φορά η αρπαγή, ο ξεριζωμός, το μοιρολόγι, τότε και πάντα, πολύδακροι πόλεμοι, πάντα. Και θυμάμαι πως την πόλη της Σαλαμίνας την είχε ιδρύσει ο Τεύκρος για να του φέρνει στον νου την πατρίδα του. Ο Τεύκρος, συνειδητοποιώ, ο πρώτος εξορισμένος της ιστορίας μας∙ από αυτόν καταγόμαστε όλοι». (σελ. 15)
Η μνήμη και η λήθη, άλλοτε απευκταίες και άλλοτε επιθυμητές, -πότε η μια και πότε η άλλη- είναι τα ζύγια μέσα από τα οποία οικοδομείται ευθυτενές το κεντρικό τοίχωμα του αφηγηματικού οικοδομήματος της Ν.Δ. Και μέσα από αυτή τη διαρκώς ταλαντευόμενη εξισορρόπηση προβάλλει ο αέναος αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας ενός λαού: «Δεν ζητούμε τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν». (σελ. 24)
Τη βασική αφήγηση στο βιβλίο αποτελούν οι ημερολογιακές καταγραφές ενός Κύπριου δημοσιογράφου από την παρουσία του, για δεκαπέντε ημέρες, στα βρετανικά στρατόπεδα της Αμμοχώστου όπου κρατήθηκαν, σχεδόν για τρία χρόνια, μερικές δεκάδες χιλιάδες Εβραίων προσφύγων από όλη τη ρημαγμένη Ευρώπη. Εμφανώς, ο δημοσιογράφος Φαίδωνας είναι το προσωπείο της συγγραφέως μέσα στο βιβλίο. Πέρα από τα ευκόλως ανιχνεύσιμα αυτοαναφορικά στοιχεία, στο πρόσωπο του κεντρικού αφηγητή, η συγγραφέας, αρμονικά και άρτια, καταφέρνει να ξεδιπλώσει την ποιητική, τις αισθητικές της πεποιθήσεις, αλλά και το ιδεολογικό τους περίγραμμα.
Μέσα από τη δημοσιογραφική καταγραφή –λιτά, απέριττα, ωραία και άμεσα– σκιαγραφούνται τα μεταπολεμικά οράματα των βασανισμένων ανθρώπων. Οριοθετούνται οι προσδοκίες και οι ελπίδες τους κι αρχίζουν να χαράζονται στο πρόσωπό τους τα πρώτα χαμόγελα: « …κι οι γάμοι στο στρατόπεδο γίνονται συχνότεροι, τρεις και τέσσερις τη φορά, κάθε Τρίτη». (σελ. 57) Και λίγο πιο κάτω: « …άρχισαν κιόλας να γεννιούνται πολλά παιδιά, τριάντα με σαράντα βρέφη τον μήνα…». (σελ. 58)
Ο άνθρωπος και ο τόπος, η ρίζα και ο ριζιμιός, αυτή η σχέση διαχέεται παντού, σ’ όλο το βιβλίο. Μια σύνδεση που αν και φαντάζει τόσο ακλόνητη, τόσο άρρηκτη, μπορεί να διαρραγεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Μπορεί όμως και να μεταφυτευτεί κάπου αλλού, με την ίδια επιτυχία και αρμονικότητα, με το ίδιο βάθος και ένταση: «Ο άνθρωπος είναι ο τόπος, σκέφτομαι, κι η ματιά μου πέφτει εμμέσως στα παιδιά· τα φαντάζομαι σαν ανεμώνες, σαν κρίνα και κυκλάμινα που ξεριζώθηκαν από το βράχο τους, πού αλλού τώρα, πώς ν’ ανθίζουν, σε ποιο χώμα, ποιας ξένης γης;». (σελ.69)
Θα ήθελα ακόμη να αναφερθώ και στις τρεις εμβόλιμες ιστορίες μέσα στη νουβέλα, τρία χωριστά αφηγήματα, που ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν και αυτόνομα – ανεξάρτητα διηγήματα, αναδεικνύοντας σε βασικούς πλευρικούς πυλώνες στο κεντρικό αφηγηματικό οικοδόμημα της ημερολογιακής καταγραφής. Η πρώτη και η τρίτη ιστορία έχουν ως πρωταγωνιστές αυτόχθονες Κυπρίους, μιαν αγρότισσα που κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο που δραπέτευσε, και τον νερουλά του στρατοπέδου που οργανώνει σκασιαρχείο για κάποια παιδιά – προσφυγόπουλα για να τα πάει στο περιβόλι της οικογένειας του. Αμφότερες οι ιστορίες είναι βαθύτατα ανθρώπινες, ανθρωπιστικές και ελπιδοφόρες. Στην πρώτη δεσπόζει η αλληλεγγύη και στη δεύτερη η χαρά της ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις διάφανα ξεχωρίζει η ανάταση της ψυχής και η σημασία της.
Η τρίτη εμβόλιμη ιστορία έχει να κάμει με μιαν Εβραία της Θεσσαλονίκης, η οποία, μέσα από την ανάμνηση ενός σεφεραδίτικου τραγουδιού, κατάφατσα με το ακρογιάλι της Αμμοχώστου, μνημονεύει τη γενέθλια πόλη της και τους νεκρούς της. Βρίσκω την ιστορία αυτή συγκλονιστική από κάθε άποψη. Στην ουσία πρόκειται για μια θαλασσογραφία. Μια βαθύτατα εμπνευσμένη, ποιητική, μελωδική και ανεμόεσσα θαλασσογραφία. Μια ιστορία με αισθητικό κάλλος, συγκινησιακό ρίγος και βαρύτιμο νοηματικό φόρτο: «Από τη στάχτη είναι φτιαγμένη η θάλασσα, από τις ψυχές και τις ρυτίδες των ανθρώπων». (σελ. 48)
Το συνολικό εγχείρημα της Ν.Δ. κρίνω πως υπήρξε επιτυχές, πολύπλευρα και πολυεπίπεδα επιτυχές, όπως ακριβώς πολύπλευρη και πολυεπίπεδη είναι και η ίδια η νουβέλα της. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από τον καθένα που αγαπά αυτό τον τόπο και τιμά την ανθρωπιά όπου κι αν την συναντά.