Είναι εκπρόσωπος της επιφανούς ποιητικής «γενιάς του 70’» και με το ποιητικό του έργο έχουν ασχοληθεί μεταφραστικά και κριτικά κορυφαίοι διανοητές. Ο τέως πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου Κώστας Γουλιάμος συμπληρώνει φέτος 46 χρόνια θητείας στον έντεχνο λόγο. Η αρχή έγινε με τις συλλογές «Ματικάπια» και «Εντροπία», ενώ το 1981 η συλλογή του «Νευρασθενικά τοπία» επελέγη από τον Μάνο Χατζιδάκι για οπτικοακουστική παρουσίαση στο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικός Αύγουστος στο Ηράκλειο Κρήτης, με τον προσκεκλημένο Νίκολα Πιοβάνι να συνδράμει με την κινηματογραφική μουσική του. Το 1995 ήρθε η συλλογή «Μανία φιδιού», ενώ μετά από αρκετά χρόνια ήρθαν οι ωριμότερες συλλογές του «Ομιλία της νύχτας» (2017) και «Υγρό γυαλί» (2020). Για την τελευταία του απονεμήθηκε προσφάτως το ξακουστό πανελλήνιο βραβείο ποίησης «Ζαν Μορεάς» κι αυτό αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη.

– Θυμάστε το συναίσθημα που νιώσατε όταν ολοκληρώσατε το πρώτο σας ποίημα; Ήταν μια νατουραλιστική, ρομαντική χροιά της αντίληψης και, κυρίως, της αίσθησης που είχα για τα πράγματα ως παιδί στην Καλαμάτα, αρχές της δεκαετίας του ‘60. Κουβέντες για τις ελιές, τη σταφίδα, τα σύκα και τους μετανάστες, μαζί με τραγούδια του τραπεζιού σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια. Μαγεία φωνών και λέξεων. Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα είχε μια πύκνωση πολιτικών εξελίξεων, δεν είχε επουλωθεί το τραύμα του εμφύλιου, ενώ πηγαίναμε ακόμα σχολείο τα Σάββατα. Τις Κυριακές μάς υποχρέωναν να είμαστε πρωί στην εκκλησία. Προφασίστηκα τον άρρωστο, δεν εκκλησιάστηκα κι έμεινα σπίτι. Κλειδώθηκα στο δωμάτιο, πήρα ένα απο τα τετράδια που είχα ντύσει με μπλε διαφάνεια, άφησα κενή την ετικέτα στο κέντρο, άνοιξα την πρώτη σελίδα, έπιασα το μολύβι κι έγραψα τα πρώτα μου συναισθήματα. Μ’ άρεσε η μυρωδιά του χαρτιού. Γράφοντας τις πρώτες λέξεις, ξυπνήσανε περισσότερα συναισθήματα, περισσότερες αισθησιακές συγκινήσεις. Με το χέρι που έγραψα τους στίχους σκούπισα τα δάκρυα.

– Βλέπετε την ποίηση με το ίδιο βλέμμα μετά από 45 χρόνια στα γράμματα; Πριν από χρόνια βρέθηκα στην αμερικανική έρημο Μοχάβι, όπου με καθήλωσε ένα όμορφο δέντρο, γνωστό με τ’ όνομα Τζόσουα. Αυτό το δέντρο αναπτύσσει ένα συμπαγές στεφάνι κλαδιών που φυτρώνουν και εξαπλώνονται από το ίδιο κοτσάνι. Τα κλαδιά του αναπτύσσονται μόλις το δέντρο ανθίσει. Έτσι ακριβώς βλέπω και την ποίησή μου μετά απο 45 χρόνια. Στο μικρό μας σύμπαν τα πάντα συνδέονται και αναπτύσσονται από τον ίδιο κορμό, το ίδιο κοτσάνι.

– Έχει διαφοροποιηθεί κάτι στην ποιητική σας; Αν έχει κάτι με τα χρόνια διαφοροποιηθεί, αφορά στο ύφος και στη μορφή. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του ‘90, όταν άρχισα ν’ αναζητώ νέο νόημα στην πολυσημία των λέξεων και των περιθωρίων της ιστορίας, της επιστήμης, της τέχνης και της αντικουλτούρας. Το ύφος και η μορφή έγιναν συνώνυμα της αγωγής, του αγώνα κα της αγωνίας μου για ποιητική κι αισθητική ανανέωση. Από το 1995 στη συλλογή μου «Μανία Φιδιού» ξεκίνησα να καλλιεργώ ένα διαφορετικό υφολογικό πλαίσιο. Αναζητούσα τη μορφοπλασία ενός νέου νοήματος με βάση τα περιθώρια της ιστορίας, της κοινωνίας αλλά και των διακειμενικών μου αναστοχασμών. Από τότε μέχρι και τις πρόσφατες συλλογές «Η Ομιλία της Νύχτας» και «Υγρό Γυαλί» πλάθω τροπικούς μορφής και ύφους, επιχειρώντας να διασταυρώσω τον μυστηριώδη και αινιγματικό μας κόσμο. Ό,τι τελοσπάντων θεωρώ πως οδηγεί στη σύζευξη του βιόκοσμου με την ποίηση.  

– Ο ποιητής είναι «αυτοφυής» ή εντάσσεται στη μνήμη της τέχνης του; Κάποιοι, μελετώντας για παράδειγμα τον Καβάφη, διατείνονται πως τα ποιήματα είναι αυθύπαρκτα και αυτόνομα. Άλλοι πάλι θεωρούν πως ο Σολωμός έχει γράψει αυτοτελή ποιήματα. Η δική μου θέση είναι ότι το αυτοφυές ή το αυτοδύναμο του ποιητή και, γενικότερα, της τέχνης είναι και ήταν ανέκαθεν μια γραμματολογική και ιδεολογική αυταπάτη. Σ’ αυτό άλλωστε καταλήγει με διαχρονική επιχειρηματολογία ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Προεκτείνοντας, θα έλεγα πως ποιητής είναι ο εφευρέτης της μορφής και του ύφους, όχι της γλώσσας. Μέσα απο τη μορφή και το ύφος ενσαρκώνεται η συνείδηση της ποιητικής νοημοσύνης που, ως τέτοια, δίνει οντολογική υπόσταση ακόμα και στο πιο ασήμαντο φαινόμενο είτε του φυσικού κόσμου, είτε του βιόκοσμου. Όπως ακριβώς το είχαν πετύχει οι Προσωκρατικοί.

– Πιστεύετε στον ποιητικό λόγο ως μέσο αισθητικής αγωγής; Ανεπιφύλακτα. Ποίηση είναι η ύψιστη δημιουργική μεταμόρφωση του μυαλού σε αισθητικά αισθήματα, σε αισθητική ηθική. Αισθητική και ηθική συντρέχουν. Γνωρίσαμε τη δύναμη της ποίησης να διαμορφώνει ήθος και να μετατρέπεται σε κοινωνικό βίωμα τόσο στη μετεμφυλιακή όσο και στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ήταν αποτέλεσμα όσμωσης σημαντικών ποιητών και συνθετών.

– Σε ποιο βαθμό καθόρισαν την κοσμοθεωρία σας η συναναστροφή με γίγαντες του πνεύματος όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Καμπανέλλης και τόσοι άλλοι; Στα χρόνια της μετεφηβείας μου είχα την καλή τύχη της συναναστροφής, των συζητήσεων και της συνεργασίας μ’ αυτές τις εμβληματικές προσωπικότητες που αναφέρεσθε, όπως και με άλλους σπουδαίους διανοητές που σημάδεψαν με το έργο τους τα ελληνικά γράμματα και τις τέχνες, ξεπερνώντας τα σύνορα του πολιτισμού και της γλώσας. Είμαι ευγνώμων απέναντί τους γιατί ο καθένας με τον τρόπο του μου κληροδότησε τη συμπυκνωμένη δύναμη του πάθους, το χάρισμα να αναμοχλεύω τ’ ανίερα ιερά που αποσιωπά και αγνοεί κάθε κυρίαρχος λόγος. Ο Χατζιδάκις, φερ’ ειπείν, επέλεξε το 1981 τα «Νευρασθενικά Τοπία» μου, για έκδοση και οπτικοκουστική παρουσίαση στον Μουσικό Αύγουστο, ενώ έλαβε τη συγκατάθεση του μεγάλου Νίκολα Πιοβάνι για να γίνει χρήση της κινηματογραφικής του μουσικής στην παρουσίαση. 

 – Από ποια ανάγκη προέκυψε η έκδοση του δοκιμίου «Στη Διαλεκτική της Αρμονίας» που συγγράψατε με τον Μίκη Θεοδωράκη; Συζητώντας για χρόνια με τον Μίκη Θεοδωράκη, συνειδητοποίησα πως διαπνεόταν από μια βασική θέση των ρομαντικών, του Νοβάλις λ.χ., η οποία βέβαια έχει ρίζες στους νεοπυθαγόρειους στοχασμούς. Αναφέρομαι στη θέση πως η ζωή είναι ακατανόητη με την κοινή λογική κι ότι κάθε είδος ζωής θεμελιώνεται σε αντιθέσεις. Γράψαμε μαζί αυτό το δοκίμιο, στοχαζόμενοι πως η μελλοντική ενότητα του ανθρώπινου είδους περνά μέσα από τη διαλεκτική της αρμονίας. Γι’ αυτό και θέσαμε ένα ζήτημα: ότι δηλαδή δεν εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες του κομμουνισμού ως ευμελούς συνθήκης και χειραφετικού πράττειν ενάντια στη φυσικοποίηση του αυθαίρετου, του τεχνητού και του τερατώδους.   

– Είναι ζητούμενο η αναζήτηση της τελειότητας στις μέρες μας; Το ζητούμενο στην εποχή μας -και σε κάθε εποχή- δεν είναι η τελειότητα αλλά η αρμονία, μέσα απο τη συνδεδεμένη ιδέα των αντιθέσεων που αποτυπώνεται στο σχήμα «θέση-αντίθεση-σύνθεση» των προσωκρατικών. Ιδιαίτερα του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη, του Πυθαγόρα και του Ηράκλειτου. Είναι τραγικό που ο Χέγκελ προσπαθεί αρχικά να διεκδικήσει την πατρότητα του σχήματος, ενώ αργότερα την αναγνωρίζει στον Φίχτε. Να υποθέσω άγνοια ή σκοπιμότητα των δυτικών φιλόσοφων; Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα του καιρού μας πέρα από τη φτωχοποίηση, τις αβυσσαλέες ανισότητες και τη συρρίκνωση της δημοκρατίας, είναι η επαναβίωση μηχανιστικών αντιλήψεων και ιδεών του Ρενέ Ντεκάρτ ή του «Novum Organum» του Φράνσις Μπέικον από τις «σχολές» σκέψης του υπερανθρωπισμού και του μετανθρωπισμού. Αυτές οι «σχολές» αφαιρούν τον πολιτισμό, την εμπειρία και τα σώματα από την προσέγγισή τους. Τελικά, με τέτοια αφαίρεση τι απομένει στη συνείδηση; Το βέβαιο είναι πως δεν μπορούμε να βιάσουμε το μέλλον ούτε και να το προβλέψουμε με γραμμικό τρόπο.

– Είναι ζητούμενο για τον ποιητή η απήχηση, οι διακρίσεις και η καταξίωση; Σαφώς και δεν αποτελεί ζητούμενο. Ζήτημα ωστόσο γίνεται όταν ο ποιητής επιζητά συνεχώς εν παντί καιρώ, τόπω και τρόπω την υστεροφημία του. Όταν χάσει την Αριστοτελική αίσθηση της μεσότητας και γενικά του μέτρου, τότε δεν απέχει απο το παράδειγμα της αλαζονικής συμπεριφοράς του Ίκαρου. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε πάντοτε και εξακολουθητικά θα υπάρχουν ανταγωνισμός και βραβεία στη λογοτεχνία. Όμως στην εποχή μας αυτός ο ανταγωνισμός αποκτά πιο ευδιάκριτα συστατικά τοξικότητας, καθότι συνδέεται με παθογένειες που παρατηρούνται στη λεγόμενη «οικονομία της προσοχής». Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας η υπέρμετρη κατανάλωση, πρόσβαση και διάχυση της προσοχής δεν ήταν τόσο εύκολη. Κι επειδή τίποτα δεν γίνεται σε ιστορικό κενό, ο πληθωρισμός ποιητικών εκδόσεων αμφίβολης ποιότητας καθώς και ιστοσελίδων αμφίβολης λογοτεχνικής αξίας αλλά και κατίσχυσης των αντικοινωνικών δικτύων, αποτελούν παράγωγα αυτού του τύπου κοινωνίας και οικονομίας που βιώνουμε. 

 

– Πώς η οικονομία της προσοχής επιδρά στην ποιητική δημιουργία; Με επίκεντρο μηχανισμούς συναλλαγών, εκκολάπτεται εδώ και πολλά χρόνια μια βιοτεχνία προσοχής. Παρατηρώ, συγκεκριμένα, πως η υπερεμπλοκή μεγάλου αριθμού ποιητών, καλλιτεχνών και συγγραφέων σε τεχνικές αγοραλογίας (marketing) και δημοσίων σχέσεων, γίνεται με στόχο ν’ αποσπάσουν εμμονικά την προσοχή του κόσμου. Όλη αυτή η κραυγαλέα υπερκινητικότητα δράσεων σχετίζεται με την ανατομία και λειτουργία προσοχής. Έτσι διαμορφώνεται πιο ευδιάκριτα ο κατά Πλάτωνα «ανεξέταστος βίος», ένας πολιτιστικός ταρταρινισμός, ως αποτέλεσμα εθισμού στην κουλτούρα προσοχής. Έχει έτσι πλασθεί η «γενιά της προσοχής» ή, αν επιθυμείτε, μια ολόκληρη «σχολή της προσοχής». Το έργο τους προσδιορίζεται με τρόπο ετερόνομο. Με όρους προσοχής, που αποτελεί μία από τις εκρηκτικότερες πολιτισμικές αντιφάσεις της νεωτερικής λογοτεχνίας.

– Η ποίηση απευθύνεται ειδικά σ’ εκείνους που την αρνούνται; Μνημονεύω πολλές φορές έναν στίχο- κλειδί του Χέλντερλιν: «…ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…». Ξέρετε, χάνουμε την επαφή μας με την ουσία του κατοικείν. Πρέπει να μάθουμε να κατοικούμε, ακόμα και μέσα στο σώμα μας. Διαθέτουμε πλέον σώματα που δεν μπορούν να αλληλεπιδράσουν. Επικοινωνούμε ως σώματα- αξεσουάρ ανάμεσα στην εμμονική γοητεία του ηδονισμού της παρασιτικής επικοινωνίας και στο φετίχ της επιδεικτικής κατανάλωσης. Μιμούμαστε ή αφομειώνουμε συστήματα αγοραίων αξιών, καθηλωμένα στην πρωτογονική νοοτροπία του πότλατς, με άλλα λόγια της προσδοκίας για ανταπόδοση μέσω συναλλαγών και ανταπόδοσης. Όλη αυτή η κουλτούρα είναι ξένη προς την οντολογία του ποιητικού γίγνεσθαι. Η ποίηση είναι η διείσδυση στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων στο κατά Παρμενίδη «Είναι», δηλαδή της ίδιας της οντολογίας μέσα στον κόσμο, μέσα στο σύμπαν. Προφανώς, ποίηση και τέχνη δεν είναι τα παραφερνάλια της κουλτούρας προσοχής.

– Πότε το έργο αυτονομείται από τον δημιουργό του; Θεωρώ ασύλληπτη την υπόθεση πως ο Καβάφης, ο Πεσόα, ο Έζρα Πάουντ, ο Έλιοτ, ή ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς ‎αγωνιούσαν αν τους κατανοούσε ο κόσμος. Γενικά υπάρχουν ουκ ολίγοι ιδεολογικοί, αισθητικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία ενός έργου. Αποτελεί στενή δομική αντίληψη και αυταπάτη να πιστεύουμε στην πλήρη αυτονομία του έργου. Ανάμεσα στο έργο, ποίημα ή μυθιστόρημα, και στην ανάγνωση υπάρχει μια εύθραυστη ισορροπία που αναταράσσεται από την εκάστοτε συμπύκνωση των πολιτισμικών συσχετισμών. Από την άλλη, ως αναγνώστες αγαπάμε απλά την «εικόνα» που διαμορφώνουμε για έναν ποιητή ή συγγραφέα. Αυτό που τελικά λατρεύουμε σ’ ένα έργο είναι η δική μας επινόηση, μια δική μας ερμηνεία που λίγο- πολύ αντιστοιχεί με πτυχές του εαυτού μας. Γενικά, θα υποστήριζα πως η αυτονομία του έργου είναι σχετική, δεν έχει σταθερά και μόνιμα χαρακτηριστικά.

 

 

– Αξίζει τον κόπο η προσπάθεια εκτεταμένης ερμηνείας ενός ποιήματος; Πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ερμηνείας και παρερμηνείας, σε σημείο που εξαφανίζεται ολοσχερώς η αύρα ή η ενέργεια που μπορεί να εκπέμπει ένα ποίημα. Υπάρχουν βέβαια και υποδειγματικές ερμηνείες. Έχω υπόψη μου, για παράδειγμα, την ανάλυση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Σαρλ Μποντλέρ, όπου επιχειρεί συγκριτικά ν’ αναδείξει, μεταξύ άλλων, την αλληγορία του μπαρόκ με τις ποιητικές αλληγορίες του ποιητή. Και βέβαια ν’ αναφέρω την υποδειγματική ερμηνεία του Μιχάλη Πιερή για τον Βιτσέντζο Κορνάρο. Στην ερμηνεία του ο Πιερής υπερασπίζεται ένα ολοποιητικό εγχείρημα περιοδολόγησης του «Ερωτόκριτου», συνθέτοντας νέες θεωρητικές απόψεις και σκέψεις αλλά και διατυπώνοντας μια καινοτόμο γνωσιακή ανάλυση για το έργο του ποιητή.

– Ποια στοιχεία έχουν καταστήσει το κίνημα του υπερρεαλισμού τόσο ανθεκτικό στον χρόνο; Η αντίληψη του Στεφάν Μαλαρμέ για τη σπουδαιότητα της ποιητικής μορφής κι όχι του περιεχομένου αναδιαμόρφωσε όχι μόνο το παγκόσμιο ποιητικό περιβάλλον αλλά και κινήματα πρωτοπορίας, όπως των υπερρεαλιστών. Ειδικότερα, ο «λόγος» του υπερρεαλισμού έχει αντοχή στον βαθμό που με την αισθητική και κοινωνική του ύλη μπορεί ν’ αναδημιουργήσει το πολύσημο κοσμολογικό, το γνωσιολογικό και οντολογικό νόημα του κόσμου, ενθαρρύνοντας τον αναγνώστη να δημιουργήσει το δικό του νόημα σε πείσμα του ίδιου του έργου. Επιπλέον, ο υπερρεαλισμός είναι λόγος διακειμενικός. Εκεί οφείλεται η διαχρονική του φύση. Η ποιητική του μορφολογία ανανεώνεται συνεχώς, στο βαθμό που συμπυκνώνει πτυχές και τροπικά σημεία της μουσικής, του κινηματογράφου, των τεχνών, της φιλοσοφίας ή των επιστημών. Αυτή δε η διακειμενική σχέση όταν είναι αυθεντική δίνει διάρκεια και μοναδικότητα στον υπερρεαλισμό καθώς ποιητικά αναδύεται η μεταμορφωτική άλως της αισθητικής αλλά και η συνεκτική ολότητα του ποιητικού νοήματος.

* Η ποιητική συλλογή του Κώστα Γουλιάμου «Υγρό Γυαλί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.

Ελεύθερα, 6.2.2022