Κάθε νέο βιβλίο (όπως και κάθε καινούργια συνέντευξη) της Σώτης, δικαιολογεί γιατί είναι η συγγραφέας που πάντοτε θα έχει φανατικούς αναγνώστες-«πιστούς» στις λέξεις και στα νοήματα του μυαλού της.

– Πώς γίνεται να είναι φίλοι δύο άτομα που τα χωρίζει η ηλικία, η ιστορία και η θέση τους μέσα στον κόσμο, όπως συμβαίνει στο «Σικελικό ειδύλλιο»; Απαραίτητη προϋπόθεση μιας φιλίας δεν είναι οι, λεγόμενες, «κοινές συνισταμένες»; Νομίζω ότι η φιλία δεν χτίζεται μόνο στις κοινές αναφορές. Τα κοινά σημεία είναι χρήσιμα, αλλά δεν είναι απαραίτητα. Η φιλία χτίζεται πάνω στις ίδιες αξίες. Η Κοντσέττα και ο Ντε Ματέις, αν και έχουν διαφορετικές καταβολές -όχι και τόσο τελικά, αν το καλοσκεφτείς- μοιράζονται την καλοσύνη, την εντιμότητα, το ελεύθερο πνεύμα, μια δόση χιούμορ, μια ήσυχη ανατρεπτικότητα.

– Υπάρχουν άνθρωποι και στη δική σου ζωή που να έγιναν «αίμα» σου, αν και δεν ήταν; Μα βέβαια, εννοείται. Έχω μια μεγάλη οικογένεια με την οποία δεν με συνδέει συγγένεια αίματος. Αλλά είμαστε καλοί άνθρωποι, πιστεύουμε στην ανθρώπινη αλληλεγγύη, στηρίζουμε ο ένας τον άλλον – τέτοια πράγματα.

– Πάντως είναι κάτι που παρατηρώ σε όλα σου σχεδόν τα βιβλία: Ο καλός και έντιμος άνθρωπος σχεδόν πάντοτε θριαμβεύει. Πιστεύεις πως αυτό εύκολα μπορεί να συμβεί και στην «πραγματική» ζωή; Αμέ. Δεν συμβαίνει πάντοτε, αλλά συμβαίνει αρκετά συχνά ώστε να μπορεί κανείς να το περιμένει. Αλλά ακόμα κι όταν δεν συμβαίνει, με έναν τρόπο συμβαίνει: Καμιά φορά δεν ευνοεί τα πράγματα το timing, όμως ο χρόνος αλλάζει και μαζί του αλλάζουν και τα πράγματα.

– Ποιος είναι, λοιπόν, για σένα, ο «καλός άνθρωπος». Τι στοιχεία πρέπει να έχει; Θάρρος, δύναμη, αίσθημα δικαίου, ειλικρίνεια και αγαθότητα προθέσεων, όχι ειλικρίνεια λόγων. Η ειλικρίνεια στον λόγο ισοδυναμεί με αγένεια. Στο βιβλίο αναλύω, μέσω της λογοτεχνίας, το πρόβλημα της σιωπής και της παθητικότητας. Η Κοντσέττα και ο Ντε Ματέις, ο καθένας με τον τρόπο του, αρνούνται να σιωπήσουν σ’ ένα περιβάλλον ένοχης σιωπής.

– Τότε, ποιος είναι ο «κακός»; Εκτός από τους μοχθηρούς, τους φθονερούς, τους μνησίκακους, τους κομπλεξικούς, τους κακόψυχους και τα λοιπά, κακία είναι αυτό που μόλις ανέφερα, περί μη συμμετοχής στη δικαιοσύνη. Η ευτέλεια του Κακού όπως συνηθίζουμε να λέμε, δανειζόμενοι τη φράση της Χάννα Άρεντ: Άνθρωποι που βλέπουν τα τρένα να περνούν, ακόμα κι αν τα τρένα οδηγούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

– Εσύ, πώς απαλλάσσεσαι, προσωπικά, από τους κακούς ανθρώπους; Στην ηλικία που βρίσκεσαι τώρα π.χ σού είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι ώστε να αποφεύγεις τις… στραβοτιμονιές; Υπάρχει εμφανής τοξικότητα και λιγότερο άμεση τοξικότητα. Είναι δύσκολο να διαχειριστεί κανείς το δεύτερο είδος. Γενικά, στον ελλαδικό χώρο και στον ευρύτερα μεσογειακό, έχουμε ένα πρόβλημα τοποθέτησης και σεβασμού των ορίων: Των ορίων της ζωής των άλλων, ακόμα και των ορίων του σώματός τους. Η τοποθέτηση ορίων είναι κάτι που έπρεπε να μάθουμε μόνοι μας στην Ελλάδα· κανείς δεν μας το διδάσκει. Εξάλλου, ακριβώς επειδή έχουμε αυτή την παράδοση, όταν προβάλλουμε τα όριά μας στους άλλους, φαινόμαστε σκληροί και ψυχροί. Όμως, τα όρια είναι απαραίτητα για τον αυτοσεβασμό μας.

– Τι σημαίνει το να εξελίσσεται κανείς στη ζωή του – με την ίδια λογική που εξελίχθηκε και η Κοντσέττα στο «Σικελικό ειδύλλιο»; Να μη λέει αυτές τις ανοησίες που λένε μερικοί άνθρωποι: «Εγώ είμαι συνεπής!», εννοώντας ότι κουβαλάνε τα ίδια μυαλά από την ηλικία των 17 ετών. Πώς μπορεί να ξεστομίζει κανείς κάτι τέτοιο; Είναι τερατώδες! Εγώ στα 17 νόμιζα πως ο Τσε Γκεβάρα ήταν ροκ σταρ. Σήμερα ξέρω πολύ καλά ποιος ήταν· φρόντισα να μάθω. Με λίγα λόγια, πρέπει να φροντίζεις να μαθαίνεις· όχι να προσκολλάσαι σε κληρονομημένες ιδέες, κλισέ, κοινοτοπίες, γενικεύσεις, διαδεδομένα ψέματα, υπεραπλουστεύσεις και συνθήματα. Εξέλιξη σημαίνει να μην αφήνεις τη σκέψη να φτωχαίνει.

– Η δική σου εξέλιξη αφορούσε κυρίως στη φυγή σου από την Ελλάδα, στην περιπλάνηση στον κόσμο, στην παραμονή σου στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, στους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στην καθημερινότητά σου; Η εξέλιξή μου ήταν ραγδαία όταν ήμουν μικρή και πολύ νέα και επιβραδύνθηκε αργότερα, γιατί αναγκάστηκα να μπω σε ένα σύστημα εργασίας που όχι μόνο είχε χαμηλές απαιτήσεις αλλά που αν ξεχώριζες σού έκοβαν το κεφάλι. Πέρασα μερικά άχαρα χρόνια στις εφημερίδες βιοποριζόμενη ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα τίποτα να πω. Εξαιρέσεις υπήρχαν φυσικά, περιττό και που το προσθέτω. Δεν γίνεσαι συγγραφέας επειδή αποφοιτάς από μια-δυο σχολές: Είναι μια διαδικασία κατά την οποία περνάς από διάφορα στάδια εξέλιξης και στασιμότητας.

– Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά σου, Σώτη; Ή δύσκολα αυτό συνέβαινε – και πιο δύσκολα συμβαίνει πια στην ηλικία που βρίσκεσαι σήμερα; Δεν ξέρω, ειλικρινά. Νομίζω πως είμαι work in progress του εαυτού μου.

– Τι πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος που τείνεις να θαυμάσεις; Τόλμη, αταραξία, ταλέντο στην επίλυση προβλημάτων, υπομονή, αντοχή και, όπως είπα, αίσθημα δικαίου.

– Αισθάνεσαι αμηχανία όταν, λόγω των βιβλίων σου αλλά και της εν γένει στάσης σου απέναντι στη ζωή και στις καταστάσεις, υπάρχουν -αντίστοιχα- κάποιοι που θαυμάζουν εσένα αν και δεν σε γνωρίζουν προσωπικά; Όποιος μας θαυμάζει σήμερα, είναι εκείνος θα μας φτύσει κατάμουτρα αύριο. Ο θαυμασμός είναι διφορούμενο συναίσθημα και εξαιρετικά ευμετάβλητο. Είμαι ο σκληρότερος κριτής του εαυτού μου, δεν χρειάζομαι ούτε επικριτές, ούτε θαυμαστές. 

– Η ευαισθησία σου, αυτή που διαχέεται σε όλα σου τα βιβλία, είναι -σε μια ελεύθερη «μετάφραση»- μια «λογική ευαισθησία»; Δεν θα στεναχωρηθείς, δηλαδή, δεν θα κλάψεις για το οτιδήποτε χάνοντας χρόνο και φαιά ουσία, όπως ίσως να σου συνέβαινε στο παρελθόν; Ήμουν ανέκαθεν warrior, αλλά βεβαίως κάθε ηλικία έχει τις δικές της προτεραιότητες και έγνοιες. Για διαφορετικά πράγματα ανησυχεί κανείς στα 65 απ’ ό,τι στα 25. Θα ήμασταν αυτόχρημα γελοίοι αν είχαμε τα ίδια προβλήματα με εκείνα του μακρινού παρελθόντος.

– Τότε, τι ήταν αυτό που σε στενοχώρησε τελευταία – και για ποιο λόγο; Θάνατοι φίλων και γνωστών. Την κάνουμε σιγά-σιγά…

– Αυτή η «σιωπηλή εξέγερση» που υπάρχει στο «Σικελικό ειδύλλιο», αλλά νομίζω και στα περισσότερα βιβλία σου -έναντι των ηθικών κανόνων ή της καθεστηκυίας τάξης-, αφορούσε και τη δική σου ζωή ή εκεί τα πράγματα γίνονταν πιο κραυγαλέα – πιο loud; Συνέβαιναν και συμβαίνουν αμφότερα. Μερικές δηλώσεις απόρριψης γίνονται σιωπηρά κι άλλες χρειάζονται ισχυρές διατυπώσεις. Το στοίχημα είναι να ξέρουμε πού και πότε χρειάζεται το πρώτο, πού και πότε χρειάζεται το δεύτερο.

– Από ποια ηλικία κι έπειτα οι «συγκρούσεις» στη ζωή σου μετριάστηκαν; Δεν μετριάστηκαν. Συνεχίζονται με αμείωτη ένταση.

– Ξέρεις, μου κάνει εντύπωση που είσαι ένας άνθρωπος που δεν σταματά να εξελίσσεται. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις γνώσεις, στην παιδεία, στις σπουδές. Ποιο είναι το κίνητρό σου να σπουδάζεις -στην έβδομη πια δεκαετία της ζωής σου- ιταλική φιλολογία, στο Παρίσι, σήμερα; Έχω πλήρη επίγνωση της άγνοιάς μου, γι’ αυτό. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα και τέτοια… Αλλά θα πεθάνω με ελαφρώς λιγότερη άγνοια απ’ όση είχα νωρίτερα. 

– Σου ανέφερα προηγουμένως την ηλικία σου και οφείλω να ομολογήσω πως ως έφηβη σε έχω στο μυαλό μου, ίσως ως μεσήλικα. Τα χρόνια ζωής είναι απλά ένας αριθμός στον τρόπο που λειτουργείς, ή καμιά φορά σκέφτεσαι την πραγματική σου ηλικία αποτρέποντάς σε να κάνεις πράγματα που μπορεί να έκανε ένας έφηβος; Πράγματι, σήμερα τα έχεις βάλει με την ηλικία μου! (γελάει). Δεν είμαι καν μεσήλικας· δεν προσβλέπω να ζήσω 130 χρόνια! Πράγματι, μερικές φορές με συγκρατεί το νούμερο που πλέει μέσα στο κεφάλι μου: Σκέφτομαι, «Σώτη παιδί μου, μην το κάνεις αυτό, θα σπάσεις κανά ισχίο…». Πάντως, έχω καταφέρει θαύματα στην οδήγηση: Παλιά έτρεχα -είχα βαρύ πόδι στο γκάζι- τώρα οδηγώ σαν κυρία. Τι να κάνω… (γελάει).

– Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σου, Σώτη μου; Σίγουρα όχι η δική σου εφηβεία, υποθέτω, αν κρίνω από τα αυτοβιογραφικά σου στοιχεία σε ένα παλαιότερό σου βιβλίο… Δεν ήταν άσχημη η περίοδος της εφηβείας, όχι, κάθε άλλο. Ήταν επεισοδιακή, αλλά όχι καταθλιπτική ή κάτι τέτοιο. Αργότερα, τα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν πολύ σκοτεινά για μένα διότι δεν ταίριαζα πουθενά και απεχθανόμουν το κομμουνιστικό φολκλόρ. Μου ερχόταν να αυτοκτονήσω.

– Γενικά, πώς ορίζεις την ευτυχία; Υγεία, ομαλότητα στην καθημερινή ζωή, δημιουργία, φιλία, γέλια.

– Η αγάπη είναι ευτυχία; Όχι απαραιτήτως, αλλά τουλάχιστον προσδίδει κάποιο νόημα στη ζωή η οποία δεν έχει νόημα από μόνη της. 

– Πώς τα βιβλία σε έκαναν πιο ευτυχισμένο άνθρωπο; Δεν ξέρω αν με έκαναν πιο ευτυχισμένο άνθρωπο, με έκαναν σίγουρα τον άνθρωπο που είμαι.

 

– Διαβάζεις καθόλου παλιά σου βιβλία, Σώτη; Ανατρέχεις στιγμές σ’ αυτά -στο «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», για παράδειγμα, που τότε απέκτησες και τους πρώτους φανατικούς αναγνώστες- ή γίνεσαι σκληρή με τον εαυτό σου και στον τρόπο που έγραφες την εκάστοτε περίοδο κι έτσι το αποφεύγεις; Δεν διαβάζω ποτέ παλιά βιβλία μου, ούτε έχω αντίτυπα. 

– Πότε απέκτησες αυτοπεποίθηση με το γράψιμό σου; Δεν μου λείπει η αυτοπεποίθηση. Ούτε η επίγνωση, νομίζω. Γίνομαι όλο και καλύτερη συγγραφέας. Αν σταματήσω να το πιστεύω θα στραφώ σε κάποια άλλη δραστηριότητα.

– Για να έρθουμε και στην επικαιρότητα, σου λείπουν πράγματα αυτή την εποχή, με την πανδημία; Πώς την έζησες – και τη ζεις; Στη διάρκεια της πανδημίας έγραψα το «Σικελικό ειδύλλιο»… Δεν εμπίπτω στην κατηγορία των ανθρώπων που υπέφερε από την πανδημία: Λόγω της φύσης της εργασίας και του ότι δεν έχω υποχρεώσεις πέρα από αυτές έναντι του εαυτού μου. Μ’ αρέσει η μοναξιά και η σιωπή. 

– Ποια είναι η θέση σου για τους εμβολιασμούς; Και, γενικά, πώς αντιμετωπίζεις αυτό το δίπολο που τείνει να εξελιχθεί σε μια άλλου είδους «πανδημία» μεταξύ «εμβολιαστών» και «αντιεμβολιαστών-αρνητών»; Πιστεύω, με απλά λόγια, ότι οι αντιεμβολιαστές είναι ανισόρροποι και κακοί πολίτες. Δεν με ενδιαφέρει αν προσβληθούν μερικοί από αυτό που μόλις ξεστόμισα.

– Γενικά, είσαι αισιόδοξη για το μέλλον του κόσμου μας, Σώτη; Ναι, αρκετά. Μερικά πράγματα βελτιώνονται και άλλα επιδεινώνονται. Αλλά εμείς οι γέροι (γελάει) έχουμε δει τον κόσμο σε πολύ χειρότερη κατάσταση – αν και πράγματι πολλοί από μας -όχι εγώ πάντως- εκδηλώνουμε κάποια μορφή νοσταλγίας. Αρκεί να σκεφτείς τη συμπεριφορά των ανδρών και το πώς προσπαθούμε τώρα να τους κάνουμε ανθρώπους μέσω της εφαρμογής ενός ηθικού κώδικα…Το #MeToo μπορεί να έχει μιζέρια και πουριτανισμό αλλά είναι απαραίτητο: Το αναφέρω, ως παράδειγμα, ότι οδεύουμε προς την ευπρέπεια, τον σεβασμό, μια συμπεριφορά λιγότερο μπρουτάλ. Αυτό σκέφτηκα το 2011 όταν ο Ντομινίκ Στρος-Καν βρέθηκε στη φυλακή Ράικερς κατηγορούμενος για βιασμό. Καλά να πάθει και να βάλουν όλοι μυαλό. Παρά τους κινδύνους για τη δημοκρατία -κυρίως από τα social media που τα θεωρώ εξ ορισμού φασιστοειδή- πιστεύω ότι προχωρούμε οι καημένοι. Με μικρά-μικρά βηματάκια και με μερικές στάσεις και οπισθοδρομήσεις. 

– Γιατί χαρακτηρίζεις «φασιστοειδή» τα social media; Δεν είναι ο «τόπος» όπου ο καθένας μπορεί να εκφέρει ελεύθερα την προσωπική του άποψη για το κάθετί; Στα social media δεν εκφράζονται γνώμες, εκφράζονται ένστικτα. Η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να έχουμε «γνώμη» για όλα, είναι στοιχείο κοινωνικής αναταραχής και διάλυσης. Φθείρεται η έννοια της γνώσης, η έννοια της ειδίκευσης, η ιεραρχία και ο κύκλος των αρμοδιοτήτων του καθενός μας, καθώς και τα ίδια τα όρια της ελευθερίας. Η ατομική ελευθερία δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, χρειάζεται νομικό, ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο, έτσι ώστε να μην καταστρατηγεί την ελευθερία των άλλων.

– Άρα να υποθέσω, με βάση αυτό που πριν λίγο μου ανέφερες, πως δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να μπεις στον «πειρασμό» να φτιάξεις λογαριασμούς στο Facebook, στο Instagram, στο Twitter; Αν ήταν να συμμετέχω στα social media, θα το είχα κάνει. Βρίσκομαι στον ψηφιακό κόσμο από το 1991, όταν για να μπεις στο Internet χρειαζόταν μόχθος!

Info: Το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου «Σικελικό Ειδύλλιο», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 1.8.2021.