Την παγκόσμια πρεμιέρα του κάνει την Κυριακή το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ της Χριστίνας Γεωργίου «The Stray Story: A Dogumentary», που αποτελεί παράλληλα τη μοναδική κυπριακή συμμετοχή στο φετινό 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού.

Η ταινία γυρίστηκε σε Κύπρο, Ελλάδα, ΗΠΑ και Ρουμανία κι είναι καρπός έρευνας και γυρισμάτων των τελευταίων επτά χρόνων. Πρωταρχικός στόχος της είναι να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει το κοινό για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ακηδεμόνευτα ζώα και οι εθελοντές που τα διασώζουν και οι αιτίες του προβλήματος. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που βοηθούν ακηδεμόνευτα ζώα υπενθυμίζουν βασικές ανθρώπινες αξίες σε μια καταναλωτική κοινωνία όπου τα πάντα, μαζί κι o καλύτερος φίλος του ανθρώπου, είναι αναλώσιμα. Μέσα από τις εμπειρίες, τις επιτυχίες, τις δυσκολίες και τα διλήμματά τους, το ντοκιμαντέρ εκθέτει το πρόβλημα αλλά και τις λύσεις του, ενώ παράλληλα εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση στον δυτικό κόσμο.

«Ξέρω πολύ καλά πως, πιθανότατα, όσοι δεν νοιάζονται για τα ζώα, δεν θα δουν καν την ταινία και δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό» αναφέρει στον «Φ» η Χριστίνα Γεωργίου. Σύμφωνα με την ίδια, υπάρχουν και πάρα πολλοί οι οποίοι νοιάζονται μεν, αλλά παραμένουν αδρανείς, ή προσπαθούν με λάθος τρόπους, εντείνοντας το πρόβλημα.

«Στόχος μου λοιπόν είναι να ενεργοποιήσω αυτούς τους ανθρώπους, ώστε να μετουσιωθούν σε ουσιαστικές κι ωφέλιμες πράξεις αυτές οι ευγενικές τους προθέσεις. Γι’ αυτό, εξάλλου, επέλεξα για το ντοκιμαντέρ κάποιους χαρακτήρες που έχουν δουλειά, οικογένεια, υποχρεώσεις – ανθρώπους ‘της διπλανής πόρτας’, θα έλεγε κανείς που, παρ’ όλ’ αυτά, βρίσκουν τρόπο και χρόνο να βοηθούν. Θα ήθελα κάποιος που θα δει την ταινία να πει ‘μπορώ κι εγώ να κάνω κάτι!’». 

Ήταν πολλά, εντυπωσιακά και σε πολλαπλά επίπεδα τα ευρήματα που αποκόμισε η σκηνοθέτρια κατά τη δημιουργία της ταινίας. Από άποψη έρευνας, της έκανε εντύπωση πως σε κάποιες χώρες τα ακηδεμόνευτα ζώα αποτελούν τεράστια πηγή κέρδους και μάλιστα με τη βούλα του νόμου – ειδικά σε κράτη με κυβερνήσεις διεφθαρμένες όπου κυριαρχεί η απληστία. «Κι όλ’ αυτά στο δυτικό κόσμο όπου, ενώ υπάρχει η ευχέρεια να λειτουργούμε σωστά, εν τούτοις ο καταναλωτισμός μάς έχει θολώσει τη συνείδηση» σημειώνει.

Από άποψη βιωμάτων, η επαφή με τους εθελοντές που της άνοιξαν τα σπίτια και τις καρδιές τους, της έδειξε πόσο μεγαλειώδες και συγκινητικό είναι το να έχει κανείς ανθρωπιά και να θεωρεί έμπρακτα τον εαυτό του συγκάτοικο με κάθε τι σ’ αυτό τον πλανήτη. Από άποψη δημιουργική, έμαθε πόσο δύσκολη και απαιτητική σε όλα τα επίπεδα είναι η δημιουργία ενός τέτοιου ντοκιμαντέρ κι αυτό έχει μεγεθύνει το σεβασμό και το θαυμασμό της προς το είδος και προς τους δημιουργούς του.

Αναφορικά με τη διαχείριση του θέματος των αδέσποτων από την κυπριακή πολιτεία, εκτιμά ότι παρόλο που γίνονται αξιόλογες προσπάθειες, εκείνο που υστερεί, όπως σε όλους τους τομείς, είναι η συντονισμένη δράση και η εφαρμογή της νομοθεσίας. «Στο χαρτί έχουν τεθεί κάποιες πολύ σημαντικές ρήτρες και βαριές ποινές για τους παραβάτες, μα στην πράξη πολλά απ’ αυτά δεν μετουσιώνονται» παρατηρεί.  

Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζονται οι σημαντικότερες λύσεις – δωρεάν (ή έστω επιχορηγημένες) στειρώσεις και περιθάλψεις ζώων, σωστή αστυνόμευση κι επιβολή κυρώσεων και προστίμων, σωστή τήρηση μητρώου κηδεμόνων σκύλων, βαριά φορολόγηση κι ενδελεχής έλεγχος της αναπαραγωγής, εισαγωγής και αγοραπωλησίας κατοικίδιων ζώων, ουσιαστική στήριξη των καταφυγίων, εκπαίδευση του αστυνομικού σώματος όσον αφορά τη σχέση κακοποίησης ζώων και ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και όσον αφορά τη σωστή διαχείριση κι έρευνα περιστατικών εγκατάλειψης και κακοποίησης, και φυσικά, εισαγωγή προγραμμάτων εντατικής ενημέρωσης στα σχολεία.

«Η ενημέρωση είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί πολύς κόσμος δεν συνειδητοποιεί καν ότι συμβάλλει άθελά του στο πρόβλημα. Ειδικά τα παιδιά μπορούν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά, όχι μόνο ως αυριανοί κηδεμόνες ζώων, αλλά και τώρα, ως μέλη μιας κοινωνίας που της λείπει η ενσυναίσθηση. Αν γίνονταν όλ’ αυτά, το πρόβλημα θα μειωνόταν αισθητά, και σίγουρα ο φόρτος εργασίας των καταφυγίων και των εθελοντών θα μειωνόταν κατακόρυφα» προσθέτει. 

Η σκηνοθέτρια του ντοκιμαντέρ επισημαίνει ότι πολιτισμός χωρίς ενσυναίσθηση δεν υπάρχει. «Όσο κι αν θέλουμε να αυτοαποκαλούμαστε πολιτισμένοι, αυτό φαίνεται από το σεβασμό και την κατανόηση που δείχνουμε προς το διαφορετικό– προς έναν άνθρωπο, ένα ζώο, ένα φυτό, μια ιδεολογία, μια συμπεριφορά, μια φυλή, εθνικότητα, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό… προς οτιδήποτε πέραν του ‘γνώριμου’ εαυτού μας».

Η Χ. Γεωργίου σχολιάζει πως ειδικά αυτή την περίοδο της πανδημίας, όπου ο κόσμος έχει φανατιστεί ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης «έχει διαφανεί πεντακάθαρα το πόση δουλειά χρειαζόμαστε ακόμη μέχρι να μπορέσουμε να πούμε πως είμαστε πολιτισμένοι, μέχρι ν’ αναγνωρίσουμε ότι είμαστε μέρος ενός ευρύτερου όλου, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως, βλάπτοντας άλλους, βλάπτουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό».

Περίπλοκη υπόθεση η δημιουργία ντοκιμαντέρ

Για τη Χριστίνα Γεωργίου η δημιουργία εντός ντοκιμαντέρ είναι από μόνη της περίπλοκη υπόθεση. Αρχικά ήταν κάτι που ερευνούσε κι ανέπτυσσε στον ελεύθερο χρόνο της, με δικά της έξοδα. Τα τελευταία τρία χρόνια άρχισε επιτέλους να σχηματίζεται μια πιο συγκεκριμένη δομή, ώστε να μπορέσει να παρουσιάσω την ιδέα στο κοινό και σε χορηγούς και να εξασφαλίσει κονδύλια για την ολοκλήρωσή του. Ως ανεξάρτητη παραγωγή, δεν ήταν εύκολο, χρειάστηκαν χιλιάδες εργατοώρες και πολλές θυσίες, όμως με τη συμβολή πολλών επαγγελματιών που δούλεψαν εθελοντικά ή με συμβολική αμοιβή, με την στήριξη του κοινού και των χορηγών, υλοποιήθηκε.

Σύμφωνα με την ίδια, στην Κύπρο υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά σε μια τέτοια διαδικασία. Στα «κατά» θα κατέτασσε την έλλειψη επενδυτών– ανθρώπων και οργανισμών που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά μια τέτοια προσπάθεια. Κι αυτό συμβαίνει γιατί πρόκειται για μια πολύ μικρή αγορά, όπου ο επενδυτής δεν θεωρεί ότι θα εξασφαλίσει σημαντική προβολή από κάτι τέτοιο, ούτε τον αφορά μια όποια προβολή εκτός Κύπρου.

Στα υπέρ, θα κατέτασσε τη στήριξη που παρέχει το κράτος, παρά το μικρό του κονδύλι για τον κινηματογράφο. Κατά τη γνώμη της, υπάρχουν κάποιοι κανονισμοί που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν, και αφορούν σε περιορισμούς όσον αφορά στη θεματολογία, τη χώρα γυρισμάτων και τη γλώσσα. «Το ντοκιμαντέρ μου γυρίστηκε σε τέσσερεις χώρες, εκ των οποίων και η Κύπρος, ώστε να προβάλει πιο σφαιρικά το πρόβλημα, όμως κάτι τέτοιο σημαίνει πως η πλειονότητα των γυρισμάτων μου δεν ήταν εγχώρια και άρα δεν πληρούσα μια σημαντική προϋπόθεση, ώστε να αιτηθώ κάλυψη εξόδων παραγωγής. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να περιορίζει τη θεματολογία σε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος, ενώ ο κινηματογράφος, ως το σημαντικότερο μέσο εξωτερικής πολιτικής, θα μπορούσε να μας εκπροσωπεί παγκοσμίως και σε πιο διεθνή ζητήματα».

* Το ντοκιμαντέρ υλοποιήθηκε με κονδύλια της εταιρείας παραγωγής Blunatic Pictures, με εθελοντική εργασία, με τη μέθοδο crowdfunding και με τη συμβολή χορηγών, εκ των οποίων το Πρόγραμμα Στήριξης Ανεξάρτητων Παραγωγών του ΥΠΠΑΝ, το Υπουργείο, η Crewhouse Media και η FullMoon Productions.

** Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού, 8/8 Χαρουπόμυλος Λανίτη (Ceronia Hall), 8.30μ.μ. 94’