Πριν από 20 χρόνια έστησε έναν προβολέα πάνω σε κασόνια σταφυλιών και με άγνοια κινδύνου, όπως λέει, ξεκίνησε το Διεθνές Φεστιβάλ Animation στην Ύπαιθρο με όραμα την αποκέντρωση της τέχνης. Σήμερα, συστήνεται ξανά με την πρώτη δική του ταινία animation και φαντάζεται έναν κόσμο με λιγότερη φασαρία, όπου θα ακούγονται οι φωνές των αληθινών ανθρώπων.

– Μετά από 20 χρόνια, που είσαι η ψυχή του Φεστιβάλ Animation Κύπρου, παρουσιάζεις την πρώτη δική σου ταινία. Περί τίνος πρόκειται; Η ταινία ονομάζεται «Τελετουργίες της άνοιξης» και ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2021. Η ιδέα βασίζεται σε ένα κείμενο του Κωστή Κολώτα. Η σύζυγός του η Νάνα, μου χάρισε ένα βιβλίο με κείμενα τα οποία, εξέδωσε η οικογένειά του μετά τον θάνατό του. Εκεί βρήκα ένα ημιτελές κείμενο, έναν ύμνο στην ομορφιά του κόσμου της Κύπρου.

– Και ποια είναι η ιστορία; Ένας νεαρός φτάνει στο μοναστήρι, για να γίνει μοναχός. Εκεί τον συνεπαίρνουν οι λειτουργίες, οι μυρωδιές, τα κεριά, οι ψαλμωδίες και οι μορφές των μοναχών. Κάποια στιγμή ο ηγούμενος τον στέλνει στο διπλανό χωριό και καθώς βγαίνει έξω μαγεύεται από μια άλλη μυσταγωγία, αυτήν της άνοιξης. Καθώς περπατά και απολαμβάνει τον ερωτισμό της φύσης, που ανθίζει και μοσχοβολά, βλέπει μιαν ανεράδα, το ερωτικό ξωτικό της κυπριακής παράδοσης. Ρωτάει το όνομά του, εκείνος σαστίζει και αυτή χάνεται. Συνεχίζει τον δρόμο του και φτάνει στο χωριό την ώρα που δύει ο ήλιος και οι κάτοικοι ανάβουν τους λύχνους. Είναι «η λυχναφής ώρα», όπως γράφει ο Κωστής. Και τότε βλέπει να έρχεται στο χωριό ένας θίασος. Οι ηθοποιοί στήνουν μια σκηνή και αρχίζουν να παίζουν. 

– Τι κέντρισε το ενδιαφέρον σου σ’ αυτή την ιστορία; H ιστορία του πολιτισμού της Κύπρου από τη μια, o λυρισμός της ορθόδοξης παράδοσης από την άλλη και το ασυνήθιστο -μα εξαιρετικά γοητευτικό- στοιχείο των περιπλανώμενων θιάσων, που θεωρούνταν αμαρτωλοί και απαγορευμένοι από την οργανωμένη θρησκεία είναι αυτά μου με γοήτευσαν από την ιστορία. 

– Η κυπριακή φύση και η λαϊκή παράδοση, θέματα πολύ κοντά στις καταβολές σου. Πιστεύω ότι ο λαϊκός πολιτισμός είναι η δύναμή μας. Θα μπορούσαμε επάνω του να χτίσουμε τη σύγχρονη συνέχεια της τέχνης στον τόπο μας. Δυστυχώς, δεν έχει καλλιεργηθεί η αγάπη για τον πολιτισμό μας. Θαυμάζουμε οτιδήποτε εισαγόμενο, τα ξένα κινήματα της τέχνης, τις διεργασίες που φέρνουν την εξέλιξη σε άλλους πολιτισμούς. Δυστυχώς, κινδυνεύουμε να κόψουμε το νήμα με τους ποιητές μας, τους ζωγράφους μας, τους λαϊκούς μας ήρωες.

– Ο Κωστής Κολώτας είχε σκοπό να συνέχιζε αυτό το μυθιστόρημα αν ζούσε; Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν το έκανε… Έμοιαζε με προσχέδιο όπως το βρήκα, δεν είχε κάποια αφηγηματική δομή. Αλλά σού ξυπνούσε τη φαντασία και το συναίσθημα. Κάτι που είχε και ως άνθρωπος. Ο Κωστής υπήρξε στενός φίλος του πατέρα μου, του Χαμπή Τσαγγάρη, επομένως ήταν πάντα μέσα στη ζωή μου. Τον θυμάμαι να αφηγείται με μεγάλο ενθουσιασμό την ιστορία για τη φράση «η λυχναφής ώρα». Την άκουσε από μια γιαγιά στην Πάφο και τον είχε συγκινήσει βαθύτατα που ακόμη είχαν μείνει κάτοικοι που μιλούν αρχαία ελληνικά.

– Εσύ με ποιον τρόπο μεταφέρεις αυτό το κείμενο στην ταινία σου; Στην αρχή ακολούθησα την αφήγηση, όπως ήταν στο κείμενό του. Μετά επανήλθα για να το κάνω πιο αφαιρετικό. Το υπέβαλα στη Συμβουλευτική Επιτροπή Κινηματογράφου (Σ.Ε.Κιν.) για χρηματοδότηση και εγκρίθηκε τον Σεπτέμβρη του 2018. Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν έκανα απολύτως τίποτα. Επέστρεψα τελικά να το δουλέψω αλλά το αποτέλεσμα δεν μου άρεσε καθόλου!

– Και ξεκίνησες από την αρχή; Ναι, μετά από μια σωτήρια παρέμβαση από τον φίλο μου τον Kaspar Jancis, που είναι Εσθονός καλλιτέχνης του animation, πολυβραβευμένος και πολύ αγαπημένος. Με ενθάρρυνε να το δουλέψω και με προσκάλεσε στο Joonisfilm, το περίφημο στούντιο στο Ταλίν. Έμεινα εκεί δέκα μέρες, το στήσαμε και επιστρέφοντας ξεκίνησα να το δουλεύω. Τρεις μέρες μετά ξεκίνησε το lockdown, έτσι για πρώτη φορά είχα χρόνο να εργαστώ απερίσπαστος. Ζήτησα από τον Μιχάλη Παπανικολάου, τον πιο ταλαντούχο, κατά την άποψή μου, Κύπριο animator, να με βοηθήσει με κάποιες σκηνές. Δουλεύοντας, όμως, πάνω στην ταινία, για έναν ολόκληρο χρόνο, ήρθα τελικά και ακύρωσα ξανά όσα έκανα. Δεν μου άρεσε τίποτα, ένιωθα ότι δεν μιλούσε τη γλώσσα της εποχής μας.

– Ποια είναι η γλώσσα της εποχής μας; Είναι πιο αφαιρετική, πρωτοποριακή και αβανγκάρντ. Κι είναι μια γλώσσα πιο κοντά σε μένα. Με πήγε στην αρχή, στις πρώτες αφίσες που σχεδίασα, τότε που όλα γίνονταν αυθόρμητα, αυτοσχεδιαστικά και υπήρξα κι εγώ πιο καθαρός, χωρίς φόβο. Ξεκίνησα, λοιπόν, να βλέπω την ταινία αφαιρετικά και αυτοσχεδιαστικά και έτσι κατέληξα με ένα πειραματικό φιλμ, που νομίζω είναι πιο κοντά στο πνεύμα του βιβλίου. 

– Ο φόβος σου είχε να κάνει και με τα ιερά τέρατα του animation, που είχες γνωρίσει και παρακολουθήσει τόσα χρόνια μέσα από το Φεστιβάλ; Ναι και βασανίστηκα πολύ με αυτή τη σκέψη. Ξέρεις, για μένα το Φεστιβάλ ήταν η παιδεία μου στο animation. Σπούδασα γραφικές τέχνες και animation αλλά επιστρέφοντας στην Κύπρο δεν υπήρχε πεδίο να αναπτυχθείς και να εξελιχθείς. Έτσι, όσα έμαθα για το animation ήταν από την αλληλεπίδρασή μου με αυτούς τους ανθρώπους τα τελευταία δέκα χρόνια. Έμαθα εμπειρικά, παραδοσιακά, δίπλα στους «μαστόρους», όπως μάθαιναν οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης να ζωγραφίζουν δίπλα από δάσκαλους. 

– Τι σε έκανε τελικά να πιστέψεις στην ταινία και να την ολοκληρώσεις; Η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν όταν έστειλα την ταινία στο Φεστιβάλ Animation της Οτάβα, διευθυντής του οποίου είναι ο Chris Robinson, κορυφαίος προγραμματιστής και πολύ καλός μου φίλος. Μου απάντησε ότι δεν θα την έβλεπε ο ίδιος, αλλά θα την έδινε στην ομάδα του και αν εκείνοι την επέλεγαν, μόνο τότε θα την έβλεπε. Ήθελε να είναι αμερόληπτος και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. 

– Από όλα τα Φεστιβάλ του κόσμου με τα οποία έχεις συνεργασία, γιατί ήθελες ειδικά να το υποβάλεις στο Καναδικό για πρεμιέρα; Γιατί θεωρείται ένα από τα κορυφαία στον κόσμο και ο Chris Robinson είναι σίγουρα ο κορυφαίος προγραμματιστής Φεστιβάλ. Είναι και κριτικός και θεωρητικός της τέχνης του ανεξάρτητου animation και θεωρείται αυθεντία στον τομέα. Ήξερα ότι αν η ταινία μου περνούσε από αυτή τη δοκιμασία θα ήμουνα πια σίγουρος ότι δεν έκανα ένα μεγάλο λάθος. Μια μέρα πήρα ένα email που έλεγε ότι «το Διεθνές Φεστιβάλ Animation της Οτάβα δέχθηκε τη συμμετοχή της ταινίας σας στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα». Και μετά μου έστειλε μήνυμα ο ίδιος «Μπράβο σου, το άξιζε». 

– Πώς ένιωσες με αυτό; Ανακουφίστηκα. Όταν η ταινία εκτιμήθηκε από κάποιους ανθρώπους που εμπιστευόμουν, ένιωσα πιο ήρεμος. Εκτός από τον Robinson και τον Kaspar, την έστειλα και στους καθηγητές μου στο Μπρίστολ. Ενθουσιάστηκαν. Μάλιστα μια καθηγήτριά μου στο πανεπιστήμιο την οποία εκτιμώ πολύ, μού ζήτησε να διδάξει την ταινία μου στο μάθημα του μοντάζ. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα συνειδητοποίησα πόσο μου έλειπε να δουλεύω καλλιτεχνικά κι έτσι τελειώνοντας την ταινία ένιωσα να στέκομαι πολύ καλύτερα στα πόδια μου. Τώρα, μάλιστα, ξεκινώ την επόμενη, σε σενάριο της συζύγου μου, Μαγδαλένας Ζήρα.

– Τι ρόλο έπαιξε σε όλο αυτό η ματιά της Μαγδαλένας, η οποία είναι σκηνοθέτιδα; Συμβάλλει πολύ σε ό,τι κάνω. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Εγώ είμαι ενστικτώδης, αυτοσχεδιαστικός, δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό που κάνω. Η Μαγδαλένα είναι θεωρητική, με πολύ δομημένο τρόπο σκέψης. Έρχονται αυτά τα δύο και ισορροπούν.

– Ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς σου ως γραφίστα είναι οι αφίσες σου. Πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση; Ναι έκανα πολλές θεατρικές αφίσες, ιδιαίτερα για το Θέατρο Ένα, για τους σχολικούς αγώνες θεάτρου του ΘΟΚ, αρκετά εξώφυλλα για τις εκδόσεις Γκούντεμπεργκ στην Αθήνα, εξώφυλλα για δύο δίσκους των Monsieur Doumani. Σταθμός στη ζωή μου ήταν η γνωριμία μου με τον Δημήτρη Εϊπίδη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πρόσφατα. Υπήρξε ίσως η σημαντικότερη μορφή προγραμματιστή, που υπηρέτησε τον σύγχρονο ανεξάρτητο κινηματογράφο και ιδιαίτερα μέσα από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ του Τορόντο στον Καναδά. Ο Δημήτρης με κάλεσε και έκανα τις αφίσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τρεις χρονιές και μετά αφίσες για άλλα Φεστιβάλ, όπως στο Ιράν. Το ιρανικό σινεμά το ανέδειξε πολύ ο Δημήτρης. Έμαθα πολλά δίπλα του, με ενέπνευσε, ήταν ο άνθρωπος που έστρεψε το βλέμμα μου διεθνώς. Αυτός με ενθάρρυνε στα πρώτα χρόνια του Φεστιβάλ.

– Ένα Φεστιβάλ που κλείνει φέτος τα 20 χρόνια και κατάφερε να βάλει την Κύπρο στον διεθνή χάρτη της τέχνης του animation. Ποια θα έλεγες ότι είναι η παρακαταθήκη του; Όταν ξεκινούσαμε το Φεστιβάλ το 2002 δεν υπήρχε τίποτα. Χτίζαμε σε μια έρημο. Υπήρχε μόνο ο Χαμπής σαν τον Δον Κιχώτη, που πίστευε στην τέχνη στον λαό και στην πολιτιστική αποκέντρωση. Και σήμερα, εκείνο το όραμα φτάσαμε να το ζούμε, όχι μόνο μέσα από τα δικό μας φεστιβάλ, αλλά και μέσα από μια σειρά από φεστιβάλ τα οποία έχουν τις δραστηριότητές τους στην ύπαιθρο. Και το πιο συγκινητικό είναι πως δεν ακολούθησαν κάποια πολιτική του κράτους για αποκέντρωση. Οργανώθηκαν από μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων, που αγαπούσε και αγαπά πολύ αυτόν τον τόπο και θέλει να προσφέρει.

– Και είχαν ως πρότυπο το Φεστιβάλ σας, που είχε την «τρέλα» να το ξεκινήσει από το μηδέν. Νομίζω ότι η δική μας πορεία έδειξε σε άλλους ανθρώπους ότι γίνεται, ότι είναι εφικτό. Και επιβεβαιώνω ότι ήταν μια τρέλα. Και διαπιστώνω ότι όλα ξεκινούν όταν δεν έχεις αίσθηση κινδύνου. Ο φόβος σε καθηλώνει ακίνητο στο ίδιο σημείο. Και μέχρι σήμερα προσπαθώ αυτό το πράγμα να το προστατεύσω. Προσπαθώ να αγνοώ τη φωνή, που θέλει να μας υποτάξει στον φόβο.

– Πώς είναι να έχεις πατέρα σου τον σημαντικότερο εν ζωή χαράκτη της Κύπρου; Όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας γίνεται πιο αγαπησιάρικη. Γιατί κι εγώ ωριμάζοντας αντιλαμβάνομαι πράγματα, που δεν έβλεπα πιο μικρός. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο μάθημα από τον Χαμπή ήταν αυτό που έκανε τελευταία, βγάζοντας στην πώληση με λαϊκές τιμές έργα του, για να εκδώσει το τελευταίο του βιβλίο. Μιλάμε για έργα από τα πρώιμά του, πολύ σπουδαία, ανεκτίμητα και δεν σκέφτηκε ότι θέλει να τα φυλάξει για να τα έχει, να τα βλέπει. Είναι ταγμένος στην ιδέα ότι η τέχνη πρέπει να πηγαίνει στον πολύ κόσμο. Το έχει κάνει πράξη όσο κανένας άλλος. Γι’ αυτό και χάριζε τόσα χρόνια πάρα πολλά έργα του. Κι αυτό πιστεύω πως είναι το μεγαλείο του. Όσα περισσότερα δίνει, τόσο πιο πλούσιος νιώθει. 

– Πώς σε διαμόρφωσε το παράδειγμά του; Μου έμαθε, εντελώς βιωματικά κι εμπειρικά, ότι τέχνη είναι πάνω από μας. Είμαστε τυχεροί αν μας δοθεί έστω και μια στιγμή στην οποία θα περάσει το ευεργετικό δηλητήριο της τέχνης μέσα μας. Αν το συνειδητοποιείς αυτό, δεν τολμάς να μιλήσεις με υπεροψία, να λες με έπαρση «εγώ ο καλλιτέχνης που έκανε αυτό κι εκείνο». Είμαστε υπηρέτες της. Και είμαστε τυχεροί, αν μας φανερωθεί. Αυτό το έμαθα δίπλα στον Χαμπή και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες και ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Με έμαθαν να στέκομαι με σεμνότητα απέναντι στην τέχνη. Να την υπηρετώ και όχι να την εκμεταλλεύομαι, για να αυτοπροβληθώ.

– Αυτή η στάση ζωής είναι αντίθετη με την εποχή μας, που επιζητά τον θαυμασμό σε κάθε της βήμα; Σίγουρα. Μια φορά μιλούσα με τον νονό μου, τον ζωγράφο Χρίστο Φουκαρά για τις ανησυχίες μου για το Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή και το Φεστιβάλ κι αφού με άκουγε να βασανίζομαι για το τι θα γίνει, μου είπε: Γιώργο, όλα αλλάζουν, χάνονται και ξαναγεννιούνται καινούρια… Δεν είμαστε παρά μόρια ενωμένα μεταξύ μας, ο ένας άνθρωπος με τον άλλο. Η απαλλαγή μας από τον εγωισμό έρχεται όταν συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ένα σύνολο, που αφήνουμε πράγματα πίσω μας, για να τα πάρει κάποιος άλλος.

– Πότε ένιωσες να το συνειδητοποιείς αυτό; Πριν από τρία χρόνια υπήρξε μια οργανωμένη επίθεση εναντίον του Φεστιβάλ από μια ομάδα ανθρώπων. Κι ενώ με είχε διαλύσει όλη η προσπάθεια να το υπερασπιστώ και να το κρατήσω, συνειδητοποίησα κάτι πολύ σημαντικό. Ότι κανένας δεν μπορεί να κλέψει το ταξίδι μας, το όνειρό μας. Αυτό είναι μόνο δικό μας. Ο δρόμος που διανύσαμε αντανακλάται πάνω μας, φωτίζει το ποιοι είμαστε και είναι τελικά αυτό που προσφέρουμε στους άλλους. Είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά μας ανήκει. Και το μόνο που μας μένει στο τέλος. Και φεύγουμε ήσυχοι από τη ζωή, νιώθοντας ότι κάναμε ένα ωραίο ταξίδι με τους ανθρώπους που το μοιραστήκαμε. 

– Σε αυτή τη μεγάλη κρίση που βιώνουμε, ποιος είναι ο ρόλος των ανθρώπων της τέχνης; Ο ρόλος του καλλιτέχνη σε περιόδους κρίσης και αναταραχής είναι η δημιουργία. Είναι να συγκινεί, να επηρεάζει και να μιλάει με το έργο του. Στις μέρες μας απουσιάζει η συλλογικότητα. Κι αυτό μεθοδεύτηκε, κατά τη γνώμη μου. Το σύστημα βολεύεται από τη διάσπαση των ανθρώπων σε μονάδες. Αλλά δεν είναι η δουλειά των καλλιτεχνών να δημιουργήσουν το πολιτικό κίνημα, που απουσιάζει. Η δουλειά τους είναι να εκφράσουν έναν κόσμο πέρα από το πραγματικό, που δεν υπάρχει ακόμα, αλλά που μπορούμε να τον οραματιστούμε. Η δύναμη της τέχνης είναι τεράστια. Και καμιά εξουσία δεν μπορεί να αγνοήσει τη δύναμη ενός καλλιτέχνη, που συνεπαίρνει και ξεσηκώνει τους ανθρώπους.

– Στο σημείωμά σου για την ταινία μιλάς για «έναν κόσμο που χάνεται». Πιστεύεις ότι κάτι χάθηκε σε αυτή την κρίση; Θέλω να πιστεύω ότι δεν χάνεται αλλά ότι κρύβεται, γιατί η εποχή μας έχει πολλή φασαρία. Σήμερα έχουμε όλοι άποψη για όλα. Και σε αυτό συμβάλλουν πολύ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία εντείνουν τον διαχωρισμό, τη διάσπαση και προωθούν την ατομικότητα και τη μοναξιά. Ζούμε μια τεράστια ανισορροπία. Χάσαμε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ψηφίζουμε την αμορφωσιά, την ιστορική άγνοια. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην επιστήμη, νομίζουμε ότι ξέρουμε περισσότερα από αυτούς που σπούδασαν, για να φτιάξουν ένα εμβόλιο. Η εξουσία χειρίζεται άψογα αυτή την κατάσταση, γνωρίζει ότι κάθε αντίδρασή μας, είναι μια εφήμερη εκτόνωση, που θα ξεφουσκώσει στο επόμενο post. Οι διανοούμενοι ζουν και εργάζονται στην αφάνεια, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι άνθρωποι που πονούν αυτό τον τόπο… Δεν είναι ανύπαρκτοι, απλά η εποχή τούς έχει θέσει στο περιθώριο. Για την ώρα, τουλάχιστον. 

– Πιστεύεις ότι αυτό θα ανατραπεί κάποια στιγμή; Πιστεύω ότι θα έρθει μία στιγμή που θα φέρει ανατροπή. Η προσωπική μου φαντασίωση είναι πως όλοι αυτοί, που πρωταγωνιστούν σήμερα στην εξουσία, θα φύγουν κυνηγημένοι. Πιστεύω ότι η εποχή μας εγκυμονεί κάτι καινούριο και ελπιδοφόρο. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους, χάνονται και επιστρέφουν. Ζούμε την άνοδο, την πτώση και ξανά την άνοδο. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κάτι όμορφο θα ξαναγεννηθεί μέσα από αυτό που περνάμε.  

* Το 20ό Διεθνές Φεστιβάλ Animation Κύπρου στην Ύπαιθρο «Όψεις του Κόσμου» διοργανώνεται από τις 11-14 Αυγούστου στο χωριό Σαλαμιού στην Πάφο.

Φιλελεύθερα, 8.8.2021.