Οι συναυλίες στην Κύπρο έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία για τον δημοφιλή τραγουδοποιό. Τώρα όμως, στη δύσκολη εποχή που διανύουμε, αισθάνεται περισσότερο την κάθε συναυλία σαν μια γιορτή. «Κάθε που ανάβουν τα φώτα, είναι μια νίκη απέναντι στο σκοτάδι. Και κάθε που μαζί τραγουδάμε μια λέξη, είναι μια δήλωση πως είμαστε ακόμα εδώ, να παλέψουμε για την ομορφιά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες», λέει.

– Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνηση που έχετε από την Κύπρο; Είναι δύσκολο να πω ποια είναι η πιο δυνατή. Η πρώτη μου όμως καθαρή ανάμνηση, είναι αυτή του πραξικοπήματος και της εισβολής. Παρόλο που δεν είχα κλείσει ακόμη τα πέντε μου χρόνια, είναι πεντακάθαρα χαραγμένες στη μνήμη μου αυτές οι μέρες. Αν και ξαναζώ συχνά τις στιγμές εκείνες, δεν μπορώ να χαρακτηρίσω αυτές τις εμπειρίες τραυματικές, αφού οι γονείς μας φρόντισαν τότε να μην τις ζήσουμε έτσι. Σίγουρα όμως ήταν τρομακτικό να μεγαλώνει κανείς στη μεταπολεμική Κύπρο. Το αίσθημα της αδικίας, της ερημιάς, της οργής και του φόβου, επικρατούσε για χρόνια. Η καθημερινή γνώση πως η ζωή, το σπίτι και η πατρίδα δεν είναι πράγματα δεδομένα. Η εικόνα των συμπατριωτών μας στα αντίσκηνα, οι πρόσφυγες φίλοι, ο θείος που τον έστειλαν στο χαράκωμα χωρίς όπλο, ο αγνοούμενος πατέρας του συμμαθητή, η αιφνίδια, έντρομη ματιά στον ουρανό όποτε ακουγόταν αεροπλάνο, οι κολλητικές ταινίες χιαστί στα τζάμια, η μικρότητα της -πάντοτε μικρής- πολιτικής μας σκηνής, η υποκρισία των ξένων «φίλων», οι απειλές των κατακτητών, οι ψευτομαγκιές των «δικών μας» παλληκαράδων… Ανήκω σε άλλη γενιά από τους Ελλαδίτες συνομήλικούς μου: Αυτοί ανήκουν σε μια γενιά ειρήνης, ενώ εγώ στη γενιά του πολέμου.

– Μεγαλώσατε σε ένα σπίτι όπου η τέχνη ήταν μέρος της καθημερινότητάς σας. Πόσο καθόρισαν τον χαρακτήρα σας τα βιώματα αυτά; Σε τεράστιο βαθμό. Όταν οι δίσκοι, τα βιβλία και οι ζωγραφικοί πίνακες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητα, όχι σαν απλά αντικείμενα αλλά σαν πλάσματα με τα οποία μοιράζεσαι τη ζωή, τότε το σπίτι γίνεται ένας τεράστιος μαγικός κόσμος για το παιδί, γεμάτος παράθυρα που ανοίγουν σε απέραντα τοπία. Όλο αυτό οφείλεται στον πατέρα μου, που με πολλές θυσίες μας χάρισε αυτό τον τρόπο ζωής. 

– Αλήθεια, θα λέγατε ότι ήταν πιο δύσκολες οι εποχές τότε; Ναι, ήταν πιο δύσκολες από αρκετές απόψεις οι εποχές τότε, όμως σου έδιναν τη δυνατότητα να σταθείς σε κάτι και να εμβαθύνεις. Σήμερα, σε μια εποχή υψηλών ταχυτήτων, έχουμε πρόσβαση σε όλη τη μουσική και σε όλη τη λογοτεχνία του κόσμου. Τότε, ένας δίσκος ήταν πολύτιμος. Ερχόταν στο σπίτι και ξέραμε πως θα ζήσουμε μαζί του για χρόνια. Τον αφομοιώναμε, γινόμασταν ένα με αυτόν, χάνοντας όμως άπειρες άλλες μουσικές στις οποίες δεν είχαμε πρόσβαση. Τώρα έχουμε την παγκόσμια δισκοθήκη στο κινητό μας. Δεχόμαστε πολύ περισσότερη πληροφορία, όμως την αφομοιώνουμε λιγότερο. Μένει σ’ εμάς η ευθύνη να επικεντρωθούμε. Δεν υπάρχει καλό και κακό σε αυτά τα πράγματα, απλώς διαφορετικοί τρόποι να ζούμε μαγικά.

– Ποιες είναι οι πιο σημαντικές μουσικές επιρροές δεχθήκατε; Η κλασική δισκοθήκη του σπιτιού μας, νομίζω πως με καθόρισε σε μεγάλο βαθμό. Μαζί και οι δίσκοι των Ελλήνων συνθετών, στιχουργών και τραγουδοποιών των περασμένων δεκαετιών, όπως και η ροκ μουσική που ανακάλυψα ως έφηβος, ή το λαϊκό τραγούδι που ανακάλυψα αργότερα. Επίσης, η παραδοσιακή μουσική της Κύπρου, που δεν ξεχώρισε ποτέ μέσα μου από τους κίτρινους κάμπους, το χώμα, το φως, τη ζέστη και την άχρονη απλότητα του τόπου μας, όπως τον θυμάμαι να είναι κάποτε και όπως τον ξανασυναντώ σπάνια πια και αποσπασματικά. Ανακατεμένα και πολύ πρόχειρα, μπορώ να σας αναφέρω κάποια ονόματα ανάμεσα στα πολλά που συνδιαμόρφωσαν τη μουσική, στιχουργική και ερμηνευτική μου αισθητική: Dmitri Shostakovich, Νίκος Γκάτσος, Paul Simon, Διονύσης Σαββόπουλος, Neil Young, Βασίλης Τσιτσάνης, Pink Floyd, Claudio Monteverdi, Radiohead, Μάνος Χατζιδάκις, Arvo Part, Bill Evans, Μάνος Ελευθερίου, Bach, Queen, Θεόδουλος Καλλίνικος, Glen Gould, Κ. Π. Καβάφης, Μάρκος Βαμβακάρης, Led Zeppelin, Μάνος Λοΐζος, AC/DC, ABBA, Mstislav Rostropovich, Wendy Carlos. Μια σύγχυση, που όμως μέσα μου βρίσκεται σε σχετική τάξη. Κόσμοι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, που μέσα τους έζησα ζωές.

– Στην ιστοσελίδα σας έχετε τρία βιογραφικά. Στο «πολύ σύντομο» γράφετε: «Γεννήθηκε, ζει, θα πεθάνει». Σας απασχολεί ο χρόνος που φεύγει; Ναι, αν και οι άνθρωποι νομίζουμε πως θα ζούμε για πάντα. Διαφωνώ με τη ρήση που λέει «να ζεις την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία». Η αίσθηση, ή ακόμα και η ψευδαίσθηση, της αθανασίας είναι εγγενής στον άνθρωπο και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της δημιουργίας και της ίδιας της ζωής. Ίσως να πρόκειται για μια συλλογική πλάνη, όμως πιστεύω πως χωρίς αυτήν θα ήμασταν κάτι άλλο και όχι ακριβώς άνθρωποι. Ακροβατούμε μεταξύ της βεβαιότητας πως μια μέρα δεν θα είμαστε εδώ, και της υποψίας πως το τέλος δεν μας αφορά προσωπικά. Αν ζούσα την κάθε μέρα μου σαν να ήταν η τελευταία, θα τα είχα κάνει μαντάρα. Το «πολύ σύντομο βιογραφικό» που αναφέρετε, πάντως, το έγραψα για τελείως άλλο λόγο: Σκέφτηκα πως, όσο συντομεύει ένα βιογραφικό, τόσο γίνεται ίδιο με των άλλων ανθρώπων.

– Το 2013, μετά το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο, γράψατε ένα οργισμένο κείμενο που είχε μεγάλη απήχηση. Από τότε μέχρι σήμερα τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Τελικά, οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους; Δεν νομίζω πως ήταν οργισμένο. Δεν ήμουν οργισμένος όταν το έγραφα. Ήταν ένα ειλικρινές κείμενο από καρδιάς, εξομολογητικό και γραμμένο με πολλή αγάπη, μεγάλο πόνο και νοιάξιμο. Δεν μου αρέσει να λέω στους άλλους τι πρέπει να κάνουν και τι όχι. Αν ήξερα, θα έκανα κι εγώ τη ζωή μου καλύτερη, πιο χρήσιμη και πιο δημιουργική. Εξάλλου, τι να πω στους συνομήλικούς μου, ή στους μεγαλύτερους; Τι νόημα έχει; Οι νεότερες γενιές θα καθορίσουν το παιγνίδι. Πώς να συμβουλεύσουμε εμείς τους νεότερους, έτσι που τα κάναμε; Και πώς να τους προειδοποιήσει κανείς για τους κινδύνους που έρχονται; Βλέπω με εμπιστοσύνη, θαυμασμό και βαθιά χαρά ένα μέρος των νέων Κυπρίων. Ένα άλλο μού φαίνεται αποκρουστικό. Η μια εικόνα της Κύπρου, είναι εικόνα ενός τόπου όπου βασιλεύει κάτι ανάμεσα σε σπατάλη, ασυδοσία, διαφθορά, αυτοαναφορικότητα, θρησκοληψία, καταναλωτισμό, εθνικισμό, χαμηλό επίπεδο, ερημοποίηση του χώματος και της ψυχής. Είναι επικίνδυνο για όλους μας. Η άλλη εικόνα είναι αυτή μιας κοινωνίας που νοιάζεται για τον συνάνθρωπο, πολιτών που παλεύουν για τη Φύση και τον Πολιτισμό, αγνών ευαίσθητων παιδιών, ανοιχτόμυαλων σύγχρονων ανθρώπων, καλλιεργημένων και όχι απλά μορφωμένων νέων. Σε αυτούς ελπίζω. Εύχομαι να βρίσκουν πάντα τη δύναμη. Γιατί, τα αποτελέσματα της Ιστορίας, όταν τα βλέπουμε, είναι και αποτελέσματα του προσωπικού και συνολικού μας επιπέδου. Η Ιστορία δεν τέλειωσε το ’74, αλλά γράφεται κάθε μέρα. Όσο κι αν νομίζουμε πως της κρυβόμαστε, πάντα μας βρίσκει. Οφείλουμε να είμαστε ο καλύτερος εαυτός μας όταν μας χτυπά την πόρτα.

– Πριν από ένα χρόνο γράψατε το τραγούδι «Το Νερό των Σταγιατών», στην προσπάθεια να στηρίξετε τους κατοίκους του χωριού που βρίσκονται σε χρόνια διαμάχη με τον δήμαρχο Βόλου για το πόσιμο νερό της περιοχής. Η μουσική έχει τη δύναμη να αλλάξει πράγματα; Αλλάζει εμάς, άρα και τον κόσμο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός με τον οποίο αλληλεπιδρούμε, και ταυτόχρονα μια γλώσσα επικοινωνίας με τον εαυτό μας και με τον συνάνθρωπο. Το τραγούδι εκφράζει, συμπυκνωμένα και ελεύθερα, τα όσα μας συμβαίνουν. Βάζει όχι μόνο τη σκέψη μας σε τάξη, αλλά και το αίσθημά μας. Μας φέρνει μπροστά στο ουσιαστικό. Μέσα στα τρία ή τέσσερα λεπτά του, χτίζει έναν κόσμο και μας προσκαλεί να τον ζήσουμε. Είναι η ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες. Η ανάμνηση και η υπόσχεση του ανθρώπου. Ο πιο σύντομος δρόμος επικοινωνίας μεταξύ του βαθύτερου μέρους μας και του σύμπαντος. Έχοντας όλες αυτές τις ιδιότητες, σίγουρα μπορεί να αλλάξει πράγματα. Από την άλλη, είναι μάταιο το να περιμένεις να αλλάξει τον κόσμο το τραγούδι, όταν δεν φροντίζεις να έχεις ψυχή να το ακούσεις.

– Τα τελευταία χρόνια ζείτε στον Βόλο. Τι σας ώθησε να αφήσετε την Αθήνα; Τι απολαμβάνετε από τη ζωή στην επαρχία; Ζούμε πολλά χρόνια στην επαρχία, σε διάφορα μέρη, με κάποια διαλείμματα επιστροφής στην πρωτεύουσα. Έχω μια συνεχή ανάγκη μετακίνησης. Αν πίστευα στη μετεμψύχωση, θα έλεγα πως στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν τσιγγάνος… Πουθενά δεν είμαι ευχαριστημένος και, ταυτόχρονα, μου αρέσει παντού! Ευτυχώς, και η σύντροφός μου είναι σαν κι εμένα. Και τα παιδιά μας το ίδιο, αν και υποψιάζομαι ότι ευθυνόμαστε εμείς οι γονείς γι’ αυτό. Τώρα ζούμε σε ένα χωριό κοντά στον Βόλο, στο βουνό. Έχει μεγάλα δέντρα, νερά, πέτρινα καλντερίμια. Η θάλασσα είναι δίπλα, βολικά για το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα χιονίζει. Το Πήλιο είναι ίσως το ωραιότερο μέρος που γνώρισα. 

Όταν πήραμε την απόφαση να ζήσουμε εδώ, είχα την κρυφή, ένοχη ελπίδα ότι θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε μόνιμες διακοπές. Η καθημερινότητα όμως με διέψευσε σε μεγάλο βαθμό. Περνώ τον περισσότερο χρόνο μου σε ένα μικρό δωμάτιο εννιάμισι τετραγωνικών μέτρων, ανάμεσα σε όργανα, υπολογιστές και μηχανήματα ήχου, όπως έκανα και όταν ζούσα για χρόνια σε μικρά διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας. «Η πόλις θα σε ακολουθεί», που λέει και ο Καβάφης. Γνωρίσαμε όμως ωραίους ανθρώπους εδώ και αισθανόμαστε μέλη μιας κοινωνίας, ή τουλάχιστον μιας παρέας, πράγμα που στη μεγαλούπολη είναι σχεδόν αδύνατον, ειδικά για ακοινώνητους ανθρώπους σαν κι εμένα.

– Έχετε σκεφθεί ποτέ να εγκατασταθείτε στην Κύπρο; Χιλιάδες φορές! Πάντα όμως το αναβάλλω. Έχω μεγάλη νοσταλγία, μεγάλη επιθυμία να γυρίσω. Έχω όμως και έναν φόβο, ότι μπορεί να θελήσω να φύγω στους τρεις μήνες. Και αυτή θα είναι μια τεράστια ήττα για μένα. Όχι ότι στην Ελλάδα είναι καλύτερα τα πράγματα, κάθε άλλο. Απλώς, λείποντας χρόνια από τον τόπο σου, ίσως να αποκτά και μια μυθολογική διάσταση μέσα σου, που σε κάνει να περιμένεις πολλά από αυτόν. Η μυθολογία που έχτισα στο μυαλό μου για την Κύπρο με κρατά ζωντανό και δημιουργικό σε όλη την πορεία της ζωής μου. Πιθανότατα, είναι σημαντικότερη για μένα από την ίδια την επιστροφή. Πάντως, ίσως έρθω μια και καλή, όταν έρθει η ώρα, ώστε να εγκατασταθώ μόνιμα κάτω από το χώμα της. Ίσως και τότε πάλι να το αναβάλω…

– Η μεγάλη αποδοχή που έχουν τα τραγούδια σας, σας έχει δημιουργήσει κάποια αγωνία για τα επόμενα βήματά σας; Δυστυχώς, ποτέ. Λέω δυστυχώς, γιατί η αγωνία που περιγράφετε συχνά είναι δημιουργική, ή τουλάχιστον παραγωγική. Αν την είχα, ίσως να είχα γράψει και περισσότερους δίσκους.

– Εσείς πώς βιώσατε την περίοδο του εγκλεισμού; Πολύ δημιουργικά. Μελέτησα πολύ, ασχολήθηκα με τους ήχους, έπαιξα με τα παιδιά, περπάτησα στα βουνά… Δυστυχώς, έχασα κάποιους αγαπημένους μου ανθρώπους αυτό το διάστημα, από τον ιό αλλά και από άλλες αιτίες. Ήταν, μέσα σε όλα, και μια περίοδος πένθους.

– Τα τελευταία χρόνια εμφανιζόσασταν με την ακουστική κιθάρα και το λαούτο σας. Στις συναυλίες που παρουσιάζετε αυτή την περίοδο επιστρέφετε στον ηλεκτρικό ήχο. Τι θα ακούσουμε σ’ αυτές τις σόλο εμφανίσεις σας στην Κύπρο; Επέστρεψα στον ηλεκτρικό ήχο μέσα στην καραντίνα. Ασχολήθηκα ξανά, μετά από χρόνια, με τα πετάλια, τους ήχους τους, τους ενισχυτές, τις τεχνικές της ηλεκτρικής κιθάρας. Μελέτησα επίσης, για πρώτη φορά τόσο έντονα, την ηλεκτρονική μουσική. Έμαθα αρκετά καλά τα αναλογικά συνθεσάιζερ, δούλεψα με samplers, άκουσα την πειραματική ηλεκτρονική μουσική όλων των εποχών, έγραψα αρκετή ηλεκτρονική μουσική ο ίδιος. Διασκεύασα τα παλαιότερα τραγούδια μου και έγραψα καινούργια. Στις συναυλίες παίζω, εκτός από την ηλεκτρική κιθάρα και τα πετάλια της, μια δεύτερη, βαρύτονη ηλεκτρική, ένα αναλογικό συνθεσάιζερ, καθώς και ηλεκτρονικά κρουστά. Όλα αυτά περνούν μέσα από έναν λουπαδόρο στον οποίο ηχογραφώ και αναπαράγω επί σκηνής τα όργανα, χτίζοντας διάφορα ηχητικά στρώματα. Μου δίνει μεγάλη χαρά όλο αυτό, είναι εξαιρετικά δημιουργικό. Ανυπομονώ κάθε φορά να έρθει η ώρα της συναυλίας και να παίξω. Το πρόγραμμα αποτελείται από τραγούδια που έγραψα ο ίδιος, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, ενώ περιλαμβάνει και κάποια παραδοσιακά, της Κύπρου και άλλα.

– Έπειτα από αρκετό καιρό, βιώνετε ξανά τη χαρά της συνάντησης με το κοινό; Μου έλειψε πολύ αυτή η επαφή, πολύ περισσότερο από όσο περίμενα. Είναι τόσες οι δυσκολίες φέτος στη διοργάνωση της περιοδείας, τόσο πολλοί οι περιορισμοί, οι όροι, τα διλήμματα, οι κίνδυνοι, οι παρεξηγήσεις, οι αμφιβολίες, που, όσο προσπαθούσαμε να την ετοιμάσουμε, πολλές φορές σκεφτήκαμε να την ακυρώσουμε. Όμως το τραγούδι δεν σταμάτησε ποτέ στην ιστορία του ανθρώπου. Ειδικά σε δύσκολες εποχές, αισθάνομαι την κάθε συναυλία σαν μια γιορτή. Κάθε που ανάβουν τα φώτα, είναι μια νίκη απέναντι στο σκοτάδι. Και κάθε που μαζί τραγουδάμε μια λέξη, είναι μια δήλωση πως είμαστε ακόμα εδώ, να παλέψουμε για την ομορφιά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι συναυλίες στην Κύπρο έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία για μένα. Αυτόν όμως τον καιρό, γίνονται μέσα μου ακόμη πιο σημαντικές.

Οι συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη στην Κύπρο θα πραγματοποιηθούν ως εξής: 27 Αυγούστου, Δημοτικό Αμφιθέατρο Λακατάμιας, Λευκωσία, 28 Αυγούστου, Δημοτικό Κηποθέατρο “Μάριος Τόκας”, Λεμεσός, 29 Αυγούστου, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο, Λάρνακα. Ώρα Έναρξης: 9.00μ.μ. Οι πόρτες ανοίγουν στις 8.00μ.μ. Προπώληση εισιτηρίων Tickethour.com.cy & σε όλα τα καταστήματα ACS Courier, Τηλ. 7777 7040.

Φιλελεύθερα, 22.8.2021.