«Τελετουργία της συγκίνησης, του συναισθήματος, του μένους και του παραλόγου» χαρακτηρίζει η καταξιωμένη σκηνοθέτρια και δραματουργός Νικαίτη Κοντούρη τις Βάκχες, που αποτέλεσαν την 5η της «επιδαύρεια» πρόταση.
Λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο με τους συνεργάτες της για να παρουσιάσουν το ανεξάντλητο και υπερχρονικό έργο του Ευριπίδη στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια, μοιράζεται μαζί μας απόψεις για το δύσβατο της τραγωδίας και αναφέρεται στο συνδαύλισμα του πάθους που στην περίπτωσή της πηγαίνει παράλληλα με την καλλιτεχνική ωρίμανση.
– Έχοντας σχεδιάσει την παράσταση για εξωτερικό χώρο, νιώθετε ότι «περιορίζεστε» στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας; Είναι σημαντικό να σεβόμαστε το κοινό και δη το κυπριακό κοινό που θα θέλει να δει μια άρτια παράσταση. Είναι απαιτητικό κοινό και πρέπει να είναι. Εκπτώσεις και δικαιολογίες δεν χωρούν. Ευτυχώς, διαθέτουμε μια εκπληκτική ομάδα ηθοποιών, παντός καιρού, που μπορούν να παίξουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μπορούν να παίξουν στη βροχή, στο χιόνι, στον καύσωνα. Με μικρόφωνα, χωρίς μικρόφωνα, με σκηνικό ή χωρίς, στην Επίδαυρο, σε νταμάρια, σε κηποθέατρα, στα Γίτανα κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, δίπλα σε ποτάμια, με σμήνη κουνουπιών. Όλα κύλησαν μια χαρά. Το έργο προσφέρεται για ένα enseble πολύ άξιων και σκηνικά έξυπνων ηθοποιών, με μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες.
– Τι είναι αυτό που αναζητείτε στη σκηνοθετική σας προσέγγιση; Βασικός άξονας ήταν να συνομιλήσει το κείμενο με τον θρακιώτικο ήχο. Εξ ου και η επιλογή των Θραξ Πανκς. Τους είχαμε μαζί μας σε όλες τις πρόβες. Πολλά πράγματα που προέκυπταν από τους αυτοσχεδιασμούς τους επρόκειτο να επηρεάσουν καθοριστικά και τον δρόμο που θα έπαιρνε η πρόταση. Η καθαρότητα της αφήγησης ήταν επίσης ένας πολύ σημαντικός άξονας. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί κάθε φορά που ανεβάζω ένα θεατρικό έργο, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για αρχαία τραγωδία. Πέρσι, η πανδημία δεν επέτρεψε τη διεξαγωγή των Επιδαυρίων, έτσι προέκυψε το μειονέκτημα που τελικά έγινε πλεονέκτημα: να μετατεθεί η παράσταση και να έχουμε ακόμη έναν χρόνο μελέτης του κειμένου. Για να διερωτηθούμε με τους συνεργάτες μου στη δραματουργία, τον Μάνο Λαμπράκη και τον Νίκο Μαθιουδάκη, γιατί θεωρείται τόσο επικίνδυνο και δύσκολο αυτό το έργο.
– Ο μουσικός προσανατολισμός προς τη Θράκη είναι και μια προσπάθεια αναζήτησης της οργιαστικής λατρείας; Ο Διόνυσος θεωρείται ότι κατάγεται από τη Θράκη, γι’ αυτό του πάει πολύ. Είναι διονυσιακή η μουσική που υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Θράκη. Ο ήχος της γκάιντας πάει κατευθείαν στην ψυχή και καταλύει κάθε ίχνος αντίστασης. Αυτό είναι και το ζητούμενο για τον θεό Διόνυσο ο οποίος μιλάει κατευθείαν στο ασυνείδητο του ανθρώπου, στις σκοτεινές μας πλευρές. Εκεί που τα παραδίδουμε όλα. Αυτός είναι ο Διόνυσος των Βακχών.
– Ποιο είναι το διαχρονικό κάλεσμα του Διονύσου; Να ξεσπάμε και να γιορτάζουμε; Όχι. Αυτός είναι ο βολικός θεός Διόνυσος, που τον θέλουμε για να γελάμε, να χορεύουμε και να διασκεδάζουμε. Να ξεχνιόμαστε. Ο Διόνυσος των Βακχών είναι ένας σκληρός εκδικητικός θεός, ο οποίος έρχεται για να πάρει πίσω τη χαμένη τιμή της μάνας του, της Σεμέλης. Είναι θεός με αδυναμίες των ανθρώπων. Θέλει να εκδικηθεί, εθελοτυφλεί, εγκλωβίζεται σε μια πορεία χωρίς γυρισμό όπου ούτε ο ίδιος μπορεί να συλλάβει το κακό που προκαλεί αλλάζοντας τη φύση των ανθρώπων. Ο Ευριπίδης απευθύνεται στην παρηκμασμένη Αθήνα λίγο πριν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου εμφανίστηκαν πολλοί αυτόκλητοι προφήτες και σωτήρες για να της δώσουν τη χαριστική βολή.
– Είναι ένας θεός- εξουσιαστής; Ένας εξουσιαστής θεός που δεν έχει όρια και δεν ορρωδεί προ ουδενός. Ένας οδοστρωτήρας. Οι γέροι τρελαίνονται και βακχεύουν, ο Τειρεσίας γελοιοποιείται, ο γεννήτορας της πόλης αφανίζεται, η Αγαύη σηκώνει όλο το βάρος του μαιναδισμού. Ένα σημαντικό στοιχείο που ανακαλύψαμε μελετώντας, είναι ότι ενώ χρησιμοποιούμε τη λέξη «βακχεία» και «βακχικός» κατά κόρον εννοώντας κάτι οργιαστικό και υπερβατικό, τελικά οι μαινάδες είναι αυτές που είναι άτρομες, γιατί οι μαινάδες στρέφονται ενάντια στη φύση, κατασπαράσσοντας βόδια κι ελάφια, θηλάζοντας λυκάκια, συμμετέχοντας σε οργιαστικές τελετές. Δεν πρόκειται για τελετές ερωτικής συνεύρεσης, αλλά για καταστάσεις που σε βγάζουν από τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου, ο οποίος οφείλει να έχει μέτρο, κρίση, φιλογνωσία και προνοητικότητα.
– Ποιο είναι το αντίστοιχο της βακχείας στην εποχή μας; Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχο. Ίσως έχει να κάνει με την κρασοκατάνυξη, την ευωχία. Όταν πίνουμε, τρώμε και καπνίζουμε πολύ, όταν είμαστε υπερβολικά άπιστοι, όταν χάνεται γενικότερα το μέτρο, όλα αυτά στρέφονται εναντίον μας και μας δηλητηριάζουν.
– Αυτό το «υπερβολικά άπιστοι» πώς το εννοείτε; Διότι έλλειψη μέτρου παρατηρείται και στην υπερβολική ευπιστία αλλά και τη ροπή σε δοξασίες, δογματισμούς και προκαταλήψεις… Ενυπάρχει στον άνθρωπο αυτός ο προβληματισμός, αυτή η ανάγκη. Η ανάγκη να πιστεύεις, να παρακολουθείς τελετές, να συμμετέχεις σε κάποιες τελετουργίες που γεμίζουν την ψυχή σου και άπτονται της παράδοσής σου. Είναι μέρος της ύπαρξης. Το ζήτημα είναι φυσικά να υπάρχει πάντα μέτρο και κυρίως να δέχονται οι μεν τους δε. Για την προστασία από της ακρότητες μόνη θεραπεία είναι ο διάλογος, ο οποίος προϋποθέτει κρίση, λογική. Όταν χάνεται, χάνεται και η συνεννόηση.
– Ανοίγετε ένα μεγάλο θέμα. Που αποδίδετε εσείς αυτή την αυξημένη ροπή για πόλωση που παρατηρείται στις μέρες μας; Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και σίγουρα δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Ωστόσο, ναι, υπάρχει μια αυξημένη τάση μεγαλοποίησης των πάντων και επιβολής της άποψης. Ζούμε στην εποχή των έντονων αντιρρήσεων. Οπωσδήποτε κάτι βαθύτερο συμβαίνει. Έχει να κάνει με την υπερφόρτωση πληροφορίας και την έλλειψη πυλώνων αναφοράς. Όμως, οι ιδιοφυείς δραματουργοί, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος τα στηλιτεύουν αυτά τα φαινόμενα εδώ και αιώνες. Μιλούν σαφώς για το μέτρο, που όταν χαθεί εκπίπτεις. Το ζήτημα είναι να βρεθούν οι μηχανισμοί συναίνεσης, συνδιαλλαγής, αυτοσυγκράτησης σε προσωπικό επίπεδο και κατά προέκταση σε κοινωνικό. Στις Βάκχες, ο Ευριπίδης μάς διδάσκει πως ό,τι είναι ακραίο θα πληρώσει το τίμημά του. Όταν έχεις να κάνεις με ανένδοτους χοντροκέφαλους σαφώς και η εξέλιξη δεν θα είναι καλή. Η πόλωση δεν βγάζει σε καλό. Πότε και σε κανένα επίπεδο.
– Με ποιον τρόπο μπορούμε να νιώσουμε έκσταση στην αληθινή ζωή; Εσείς έχετε νιώσει ποτέ; Εξαρτάται από το πώς αξιοποιούμε τα καλά που μας προσφέρει η ζωή. Η έκσταση είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία, καθαρά υποκειμενική, αλλά σίγουρα έχει να κάνει με το να είσαι ανοιχτός, δεκτικός και ευγνώμων όταν το καλό έρχεται. Έπειτα και μόνο στην ανάκλησή του συγκινείσαι, ανατριχιάζεις και διαπιστώνεις πόσο τυχερός ή τυχερή ήσουν που το έζησες αυτό.
– Η έννοια του θείου όπως εμφανίζεται στην παράσταση τι αντιπροσωπεύει για σας; Στην παράσταση υπογραμμίσαμε τον ρυθμό της τελετουργίας. Όμως, οι ρόλοι συγκρούονται με τρομακτική ένταση και βιώνουν κάθε στιγμή με τρομακτική ένταση. Το θείο τους διαπερνά. Είναι το θείο που εκπροσωπεί ο Διόνυσος ανάλογα με το ποιόν του καθενός και το βαθμό αντίστασης του καθενός, δέχεται την «ευλογία» του. Στο έργο αυτή η ευλογία έχει αρνητικό πρόσημο στο σύνολό της. Το γεγονός ότι για τον Διόνυσο είναι προσωπικό το ζήτημα, επιδιώκει την εκδίκηση, αποτελεί ακόμη ένα τέχνασμα του Ευριπίδη για να στηλιτεύσει έμμεσα όλα όσα συνέβαιναν τότε.
– Ο ηθοποιός έχει έμφυτο μέσα του ένα είδος «μανίας», μια τελετουργική παρόρμηση; Οι καλλιτέχνες έχουν μέσα τους μια ένθεη μανία, σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό. Κι αυτό γιατί συχνά χρειάζεται να αφεθούν στο ζητούμενο, ξεπερνώντας τον αυτοέλεγχο. Είναι ωραίο που βιώνουν κάτι κι ύστερα επεξεργάζονται τα βιώματά τους για να τα «επαναλάβουν» συμβολικά μέσω της τέχνης. Όμως, οι ηθοποιοί μπορούν να συνθέσουν και χωρίς τη μανία αυτή ώστε να εμπλουτίσουν τον χαρακτήρα που υποδύονται. Σημαντική παράμετρος είναι και το ταλέντο, το χάρισμα, το οποίο είναι θεόσταλτο.
– Ανάμεσα στους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν για τον Μίκη Θεοδωράκη όταν πέθανε ήταν και το «διονυσιακός». Είναι κομπλιμέντο αυτός ο χαρακτηρισμός; Για τον Μίκη, έτσι όπως ήταν; Μ’ αυτά τα πελώρια χέρια που ήταν σαν κουπιά και αγκάλιαζε τον ουρανό; Το συζητάτε; Ο Μίκης ήταν τεράστιος, επιβαλλόταν άμα τη εμφανίσει. Ο λόγος του ήταν ένας ορυμαγδός φράσεων, εμπειριών, αισθημάτων. Ξεχείλιζε από συναίσθημα, από ιδέες, από πράξεις. Σαφώς και ήταν διονυσιακός. Χωρίς καμία κακή έννοια. Ήταν μεθυστικός ως άνθρωπος και μεθυστική είναι και η επιρροή της δουλειάς του. Σε μεθάει κι εσένα. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων ποιητών.
-Ποιο είναι εκείνο κατά βάθος το κύριο κίνητρο για κάποιον να γίνει καλλιτέχνης; Ένα πάθος που υπάρχει μέσα σου, μια ανησυχία. Και μια ανησυχία που γίνεται πάθος. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό, δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, θέλεις να είσαι εκεί, πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σκηνή, κάτω από τη σκηνή, η ίδια η ανάσα σου εξαρτάται απ’ αυτό. Ζωή και θέατρο γίνονται ένα. Ίσως μόνο όταν αποκτάς παιδιά ν’ αρχίζει λίγο να διαταράσσεται αυτή η πλήρης απορρόφηση, ν’ αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό οι προτεραιότητες. Σε μένα τουλάχιστον αυτό συνέβη. Τώρα που ο γιος μου μεγάλωσε κι είναι πια φοιτητής, επανήλθε το πάθος που είχα πριν από 20 χρόνια και μη σας πω ότι νιώθω και πιο ανανεωμένη και ορεξάτη. Με τη διαφορά ότι τώρα έχω κατακτήσει το δικαίωμα να διεκδικώ και να επιλέγω πράγματα, δουλειές, συνθήκες, χρόνο προετοιμασίας. Δεν αντέχω πλέον και την πίεση. Όταν πατήσεις τα 60, θέλεις να αφοσιωθείς ψυχή τε και σώματι σε κάτι για να σε συνεπάρει και να το φέρεις εις πέρας χωρίς εκπτώσεις. Οι Βάκχες ήταν ένα τέτοιο ταξίδι.
– Ποιο μήνυμα στέλνει ο Ευριπίδης με χρονοκαθυστέρηση 2500 ετών σε μια κοινωνία αυτοαναφορική, συντηρητική, που βράζει στο ζουμί της; Κυρίως θέτει ερωτήματα κι αυτό είναι πιο σημαντικό. Είναι ένας συγγραφέας που προείκαζε την εξέλιξη των πραγμάτων. Προσπαθούσε να προλάβει τη διάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας- αν και ήταν ήδη πολύ αργά. Βάζει τους ανθρώπους να σκεφτούν προτείνοντας μια παραβολή που από κάτω εξυμνεί τον σεβασμό στην κοινωνία, τη δημοκρατία, την επιλογή, την ευθύνη. Αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η αρχαία ελληνική σκέψη.
– Τα ερωτήματα αυτά αφορούν μόνο μια κοινωνία υπό διάλυση; Αν εννοείτε τη σημερινή κοινωνία, τότε ναι διαλύεται. Η κατάρρευση έχει αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια και θεωρώ ότι οι Βάκχες υπό αυτή την οπτική είναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Όμως, τα μεγαλειώδη έργα είναι και θα είναι επίκαιρα κάθε φορά που ανεβαίνουν. Δεν χρειάζεται καμία επικαιροποίηση στον Ευριπίδη, χρειάζεται μόνο να είναι ανοιχτό το μυαλό κι η καρδιά του θεατή για να πάρει κάτι, να μάθει κάτι, να σκεφτεί κάτι από αυτή την τραγωδία. Εμένα πάντως, το έργο λειτουργεί συνολικά μέσα μου.
– Ποιο είναι το ζητούμενο από μια σκηνοθεσία; Να αναπτύξει το κοινό μια σχέση διάδρασης με το σκηνικό αποτέλεσμα. Κρινόμαστε εις το διηνεκές. Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς κοινό. Βλέπω και συμμετέχω. Αυτό είναι το θέατρο. Για να υπάρξει συμμετοχή σημαίνει ότι πρέπει να αποκωδικοποιήσεις κάποιες αρετές του έργου.
– Πότε νιώσατε ότι πατήσατε γερά στα πόδια σας ως σκηνοθέτρια; Δεν υπάρχει αυτό. Αυτοαναιρούμαι συνεχώς. Μπορεί πλέον να κατανοώ περισσότερο τους λόγους για να μελετήσω βαθύτερα ένα κείμενο, αλλά βιολογικά θέλω να πιστεύω ότι έχω ωριμάσει. Δεν υπάρχει πλέον μόνο η παρόρμηση και το ένστικτο, μπαίνουν κι άλλα πράγματα στο άθροισμα. Αλίμονο αν μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο δεν είχα αυτή τη γνώση. Όμως, είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα σας έλεγε ότι ένιωσε ποτέ σιγουριά. Συνεχώς τρώγομαι με τα ρούχα μου. Εσχάτως, μάλιστα, έμεινα μόνη στη ζωή γιατί έχασα έναν πολύτιμο σύντροφο κι είναι αλήθεια ότι δυσκολεύομαι πολύ να πορευτώ. Γι’ αυτό χαίρομαι που κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να κάνω τις Βάκχες, ήταν ένα θείο δώρο για μένα. Η απώλεια του Γιώργου Πάτσα από το πλευρό μου είναι έντονη κι όσο περνά ο καιρός εντονότερη. Ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης κι ένας υπέροχος άνθρωπος.
– Είναι αναζωογονητική και γόνιμη ενίοτε η αβεβαιότητα κι η αυτοαναίρεση; Είναι, αλλά πλέον είναι και πιο βασανιστική, γιατί δεν έχω τον δικό μου άνθρωπο με τον οποίο κουβέντιαζα το καθετί τα τελευταία 25 χρόνια. Μοιραζόμασταν τα πάντα κι ήταν και πολύ γλυκός άνθρωπος και με ηρεμούσε. Τώρα τα περνάω όλα μόνη μου, πρέπει μόνη μου να βρω το μέτρο. Ο ουσιαστικός διάλογος είναι πολύ σημαντική παράμετρος. Προσπαθώ να τον βρω με τους συνεργάτες, αλλά έχει χαθεί αυτό που σε προσωπικό επίπεδο ήταν η προστασία μου, η ζώνη άνεσης. Τι να κάνεις, όμως; Η ζωή μάς βάζει δύσκολα. Κι είναι η καθημερινότητα, τα πιο ωμά και απλοϊοκά, αυτά που σε κρατάνε ζωντανό.
– Πιστεύετε ότι η δύναμη που αντλούμε για να προχωρήσουμε μετά από μεγάλες δυσκολίες, είναι ένας φυσικός μηχανισμός αυτοάμυνας; Είναι στη φύση μας, σίγουρα. Ωστόσο, όταν φεύγει ο άνθρωπος της ζωής σου, φεύγει μαζί του κι ένα κομμάτι. Αυτό δεν αλλάζει. Μένεις με το υπόλοιπο κομμάτι, πατάς γερά και θέλεις να συνεχίσεις όσο πάει. Γεροί να είμαστε να βρίσκουμε κίνητρα: στη δουλειά μας, στα παιδιά μας, στους ανθρώπους μας. Η αναζήτηση κινήτρου στην τέχνη είναι μια σύνθετη διαδικασία.
* Βάκχες του Ευριπίδη, Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 17 & 18/9, 8.30μ.μ. tickethour.com.cy, 77777040