Ο Θανάσης Γεωργίου επισημαίνει ότι η φρικτή οικογενειακή τραγωδία του Αγαμέμνονα δεν είναι παρά ένας καθρέφτης της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Ο ΘΟΚ επιστρέφει 50 χρόνια μετά στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Η σκηνοθέτρια Λέα Μαλένη ανέθεσε το χρίσμα του φερώνυμου ρόλου στον Θανάση Γεωργίου, με τον οποίο συνεργάστηκε πρόσφατα επιτυχώς στο «Κτήνος στο φεγγάρι» αλλά και πριν από δέκα χρόνια –με αντεστραμμένες αρμοδιότητες- στην παράσταση «Λίγο Ακόμα» της Πειραματικής Σκηνής. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης έχει υπογράψει επί των κυπριακών σκηνών κι άλλες ξεχωριστές παραγωγές, όπως είναι το «Μινέττι», αλλά και τη σειρά δράσεων στις Αποθήκες του ΘΟΚ με τίτλο «Δύο… Πέντε… Ένα» – μαζί με τον Φώτη Νικολάου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί περιγράφει το πώς προσέγγισε τον ρόλο ενός γονιού που θυσιάζει το παιδί του εκούσια και με πλήρη συνείδηση, για χάρη της φιλοδοξίας του. Παράλληλα, ανακαλεί την αθωότητα που είχε στο σανίδι στα πρώτα του βήματα, την οποία ερμήνευε τότε ως δειλία, ενώ ομολογεί ότι δεν βλέπει πια το θέατρο ξέχωρα από τη ζωή του, αλλά ως μέρος της. 

– Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει στο αρχαίο δράμα; Από τη μία η μεγάλη συμπύκνωση νοημάτων κι απ’ την άλλη η ακρίβεια που διέπει την κατασκευή του. Κι ενώ αισθάνεσαι ότι σχεδόν έχεις την υποχρέωση να πειθαρχήσεις στις μορφές τα σχήματα και τους ρυθμούς που διατρέχουν το κείμενο, την ίδια στιγμή σού γεννιέται μια αίσθηση ανοιχτωσιάς και ελευθερίας μοναδικής. Αυτή η αντίφαση με συναρπάζει.

– Ποιο είναι το επίκαιρο μήνυμα του Αγαμέμνονα; Θα μπορούσε κανείς να κάνει αναλύσεις επί αναλύσεων για το πόσο σύγχρονη είναι αυτή η τραγωδία, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας τι συμβαίνει σήμερα ανά τον κόσμο. Η φρικτή οικογενειακή τραγωδία του Αγαμέμνονα και γενικότερα ο μύθος των Ατρειδών δεν είναι παρά ένας καθρέφτης της ιστορίας της ανθρωπότητας. Μια ιστορία γεμάτη συγκρούσεις, βία και αίμα. Συγκρούσεις του αρσενικού με το θηλυκό, του ατομικού με το συλλογικό, του παρελθόντος με το παρόν που θέτει ως επείγον το δικαίωμα της ελευθερίας της επιλογής απέναντι στις εξουσιαστικές δυνάμεις και πάνω απ’ όλα το ζήτημα της δικαιοσύνης. Αν το καλοσκεφτούμε, καταλήγουμε στο τρομακτικό συμπέρασμα πως δεν έχουν αλλάξει και παρά πολλά.

– Πώς απορρέει από τη συγκεκριμένη πρόταση; Αναλύσαμε πολύ όλους αυτούς τους συσχετισμούς στο αρχικό στάδιο των προβών κι έχω την αίσθηση ότι είναι αρκετά ανάγλυφοι στο τελικό αποτέλεσμα. Το θέμα βέβαια είναι πώς μια παράσταση σου επιτρέπει να τα αισθανθείς όλα αυτά χωρίς να σου τα επιβάλλει. Μ’ αρέσει πολύ που η Λέα ξεκινάει την παράσταση ενός έργου που μιλάει για τόσο τρομακτικά πράγματα μ’ έναν ψίθυρο. Αυτό από την αρχή επιτρέπει στο θεατή να κάνει τους δικούς του συσχετισμούς και να βρει τις δικές του αντιστοιχίες.

– Ποια θεωρείς ότι είναι η μεγάλη πρόκληση που καλείσαι να αντιμετωπίσεις αναλαμβάνοντας αυτόν τον ρόλο; Η μεγάλη πρόκληση για μένα ήταν να βρω εκείνο το κρίσιμο σημείο στο μύθο που θα φώτιζε περισσότερο τον Αγαμέμνονα. Επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια για να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δυσπιστία ενός λαού που εκφράζει ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του για τη θυσία της Ιφιγένειας αλλά και για τον άδικο αφανισμό χιλιάδων συμπατριωτών τους. Πρέπει λοιπόν να εδραιώσει εκ νέου το ηγετικό του status. Επίσης, έχει να αντιμετωπίσει την Κλυταιμνήστρα που τον περιμένει έχοντας σχεδιάσει λεπτομερώς την εκδίκησή της για τη σφαγή της Ιφιγένειας. Μια σφαγή που βαραίνει αποκλειστικά τον Αγαμέμνονα. Σκεφτόμουν, όταν κάναμε τις αναγνώσεις, πώς είναι δυνατόν ένας γονιός να θυσιάσει το παιδί του εκούσια και με πλήρη συνείδηση, για χάρη της φιλοδοξίας του; Μόνο μια διαταραγμένη ιδιοσυγκρασία θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα τον είδα.

– Φοβάσαι, διστάζεις πριν συναντηθείς με μεγάλους ρόλους, όπως είναι ο Αγαμέμνονας, ο Μινέτι, ο Αράμ Τομασιάν; Ο φόβος, ή μάλλον καλύτερα η αγωνία που έχω, δεν έχει να κάνει με το μέγεθος ή τη σπουδαιότητα του ρόλου, όσο μ’ εμένα τον ίδιο. Έχω πάντα μια αγωνία που σχετίζεται με το πώς υπάρχω κάθε φορά στη σκηνή. Με βασανίζει συχνά το ερώτημα αν σε κάθε παράσταση θα έχω αυτό το εσωτερικό άνοιγμα που θα μου επιτρέπει να ακούω και να αισθάνομαι αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που συγκεντρώνονται μόνο στον εαυτό τους. Πολλές φορές μου έχει συμβεί εντελώς απροσδόκητα να μου γεννηθεί κάτι καινούριο μέσα από ένα βλέμμα ή μια κίνηση που θα κάνει ένας συνάδελφος πάνω στη σκηνή.

– Είναι ζητούμενο για έναν ηθοποιό να «γίνει» ο ρόλος; Εσύ το ένιωσες ποτέ αυτό; Δεν κατάλαβα ποτέ πώς γίνεται κάποιος ο ρόλος του. Δεν ξέρω καν αν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Ό,τι κι αν κάνω, «εγώ» θα είμαι πάνω στη σκηνή.  Στα δικά μου συναισθήματα θα ανατρέξω και με τη δική μου φαντασία θα τον φτιάξω. Αυτά είναι τα εφόδια τα δικά μου και του κάθε ηθοποιού. Ένας ρόλος είναι λέξεις γραμμένες σ’ ένα χαρτί. Σ’ αυτές τις λέξεις επενδύει τη φαντασία του ένας ηθοποιός για να φτιάξει ένα προσωπείο, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο πειστικό.

– Αισθάνεσαι να παίζεις ενάντια στο κοινό; Όχι, υπό την έννοια του ότι δε βιώνω την παρουσία του κοινού σαν απειλή. Δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται την ώρα που παίζει, ότι τον κρίνουν δεκάδες μάτια γιατί θα τρελαθεί. Αναπόφευκτα το λαμβάνω υπόψη, αλλά προσπαθώ να συγκεντρώνομαι σ’ αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή κι όχι έξω από αυτή.  

 

– Μετά την επιτυχημένη συνάντηση στο «Κτήνος στο Φεγγάρι», συνεργάζεστε και πάλι με τη Λέα Μαλένη και την Παναγιώτα Παπαγεωργίου. Θεωρείς ότι αυτό είναι πλεονέκτημα για την παράσταση; Είναι ζήτημα κοινών κωδικών και χημείας; Για μένα κάθε νέα παράσταση σηματοδοτεί μια συνεργασία εκ νέου, ακόμα κι αν αυτή γίνεται με την ίδια ομάδα ανθρώπων. Σκεφτόμουν ότι η προηγούμενη συνεργασία με τη Λέα και την Παναγιώτα στο «Κτήνος στο Φεγγάρι» αφορούσε ένα κείμενο ποιητικού ρεαλισμού.  Εδώ συναντιόμαστε σε μία τραγωδία με θεούς, ανθρώπους- σύμβολα και αρχετυπικές συμπεριφορές. Ακόμα κι αν είχαμε βρει κάποιο κοινό κώδικα στη προηγούμενη συνεργασία μας, σ’ αυτή μάλλον θα πρέπει να τον αλλάξουμε. Ωστόσο, δεν μπορώ να αμφισβητήσω πως μετά από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα συνεργασίας και οι τρεις μας αναγνωρίζουμε λίγο πιο εύκολα τα ζητούμενα και τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Αυτό λειτουργεί πολύ βοηθητικά στην εξέλιξη των προβών και στην ποιότητα του τελικού αποτελέσματος.

– Είσαι από τους ηθοποιούς που προτείνουν ερμηνευτικές λύσεις για τον ρόλο που υποδύονται; Όλοι οι ηθοποιοί προτείνουν ερμηνευτικές λύσεις, είναι μέρος της δουλειάς μας. Έχω τη τάση να αφήνομαι στα χέρια του εκάστοτε σκηνοθέτη χωρίς αντιστάσεις. Αλλά επειδή θεωρώ τον ηθοποιό συνδημιουργό κι επειδή, καλώς ή κακώς, κουβαλάω πάντα και τη σκηνοθετική μου πλευρά, πολλές φορές θα επιμείνω σε κάτι που εγώ αισθάνομαι ότι θα δώσει περισσότερους καρπούς. Είναι ένα συνεχές παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό.  

– Αναλογίστηκες ποτέ πώς θα ήσουν χωρίς το θέατρο; Τι σε κινητοποιεί; Υπήρχε ένα μεγάλο διάστημα που απείχα από το θέατρο. Αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να υπάρξω μέσα σ’ αυτό με ένα τρόπο που θα με ικανοποιούσε. Μέχρι που κατάλαβα ότι τις λύσεις για κάτι που σε απασχολεί τις βρίσκεις όταν ασχολείσαι μ’ αυτό που σε προβληματίζει κι όχι όταν το βγάζεις από τη ζωή σου. Τώρα πια δεν βλέπω το θέατρο ξέχωρα από τη ζωή μου, αλλά ως μέρος αυτής. 

– Τι είναι αυτό που ανακαλείς από τον πρωτάρη Θανάση Γεωργίου; Την αθωότητα που είχα πάνω στη σκηνή. Τότε την ερμήνευα ως δειλία και μου ήταν πολύ δυσάρεστη. Όταν κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν, την είχα πια χάσει. Ευτυχώς, μού έμεινε αμείωτη η περιέργεια για τα έργα και κυρίως για τις συνεργασίες. Αυτό το πάρε- δώσε που μόνο στο θέατρο συμβαίνει.  

– Ο επετειακός χαρακτήρας της παράστασης πώς επηρεάζει τον χαρακτήρα της; Νιώθεις να επωμίζεσαι κάποιο επιπλέον φορτίο; Εγώ προσωπικά όχι. Θέλω να πω ότι αντιλαμβάνομαι σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο τη σπουδαιότητα και το συμβολισμό μιας επετείου, αλλά δεν με επηρεάζει σ’ αυτό που καλούμαι να κάνω στη σκηνή.

– Τι φοβόμαστε περισσότερο οι άνθρωποι; Φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε, φοβόμαστε να πούμε «δεν ξέρω». Κάθε φορά που καταλαβαίνω ότι δεν ξέρω κάτι, χαίρομαι, γιατί κινητοποιούμαι για να βρω κάτι καινούργιο.

Αγαμέμνων του Αισχύλου, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’ 16.7, 17.7, 21.7, 22.7 & 23.7, Παττίχειο Αμφιθέατρο Λάρνακας 28.7, Δημοτικό Αμφιθέατρο Δερύνειας 30.7, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου 4.8, 5.8 & 6.8, 9μ.μ. 77772717

Φιλελεύθερα, 11.7.2021.