Λίγο πριν ανέβει στo live stage του Μουσικού Χωριού Φέγγαρος, ο Freedom Candlemaker αφηγείται ιστορίες από τη συναρπαστική ζωή του Λευτέρη Μουμτζή. Όπως αυτήν στο Λονδίνο, των late 20s του, που πάνω σε ένα λεωφορείο με πολλή φασαρία και με ένα μισοχαλασμένο Discman έβαλε στο κορίτσι του ν’ ακούσει ένα τραγούδι που μιλούσε γι’ αυτήν…

Ο τελευταίος χρόνος έφερε μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου. Η πρώτη ήταν η απόφασή μου να αφήσω τη Λευκωσία, όπου έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και να μετακομίσω κοντά στη φύση. Σήμερα ζω στο χωριό Βάβλα, σε ένα τεράστιο σπίτι με μια υπέροχη αυλή. Από το παράθυρό μου η θέα που έχω το πρωί όταν ξυπνάω είναι πετρόχτιστα σπίτια, μια βουκαμβίλια, μια λεμονιά και μια μουριά, που αυτή την εποχή βγάζει εκείνα τα γλυκά, άσπρα μούρα, που για να τα απολαύσεις πρέπει να τα πετύχεις ακριβώς τη στιγμή της ωρίμανσής τους. Αυτό είναι κάτι που το έμαθα ζώντας στο χωριό και είναι υπέροχο που συμβαίνει, αν σκεφτείτε ότι αυτή είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δίνω την ευκαιρία στον εαυτό μου να μείνω εντελώς μόνος μου.

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή, που συνέβη με τη μετακόμισή μου ήταν να αποκτήσω τον πρώτο μου σκύλο, τη Sushi. Αυτό το γεγονός με κάνει πιο υπεύθυνο ως άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα μου δίνει τη χαρά να προσφέρω όλη μου την αγάπη χωρίς να απαιτώ κάτι πίσω. Επιπλέον με βάζει σε μια διαδικασία να γνωρίζω και να χαίρομαι ακόμα περισσότερο το μέρος, όπου ζω. Στις βόλτες που κάνουμε μαζί στα βουνά, πέραν από το ότι νιώθω την απόλυτη ηρεμία, αντλώ παράλληλα και έμπνευση για τη δημιουργία μου.

Αφού πήρα τον χρόνο που χρειαζόταν για να εξοικειωθώ με τη νέα μου καθημερινότητα, η τρίτη μεγάλη αλλαγή ήταν ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου απέκτησα το δικό μου πιάνο. Τώρα πια μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου πηγαίνει εκεί. Κάθομαι στο πιάνο με τις ώρες και βουτώ στη δημιουργία. Σήμερα νιώθω πολύ πιο έντονη την ανάγκη να βάλω πλώρη για έναν νέο δίσκο και σ’ αυτό θεωρώ ότι συνέβαλε και η μετακόμισή μου σε αυτό το εντελώς καινούριο περιβάλλον.

Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ξεκίνησε γύρω στα έξι μου χρόνια, όταν με πήγε η μητέρα μου στο ωδείο. Παρόλο που και η ίδια ήταν καθηγήτρια πιάνου, δεν την ένιωσα ποτέ να με πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση, αντίθετα θα έλεγα ήταν μια εντελώς συνειδητή, δική μου απόφαση. Με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι άκουγα στο σπίτι τη μητέρα μου να παίζει πιάνο και έπειτα στο ωδείο να ακούγονται από παντού μουσικές, από τις γύρω αίθουσες. Κάπως έτσι ξεκίνησα να γνωρίζω και να αγαπώ τη μουσική.

Στο σπίτι οι μουσικές που ακούγονταν τότε ήταν τα ελαφρολαϊκά της εποχής, όπως Θέμης Αδαμαντίδης και διάφοροι άλλοι καλλιτέχνες. Ο πατέρας μου εκείνη την περίοδο είχε επίσης τεράστιο κόλλημα με τα ταγκό της Βέμπο και του Γούναρη. Μάλιστα τον θυμάμαι, όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα mixed tapes, να φτιάχνει συνέχεια κασέτες, ενώ αργότερα, όταν πήραμε στερεοφωνικό, να ηχογραφεί τις εκπομπές του ΡΙΚ. Από την άλλη, ήταν και οι επιρροές των ψαλμών της εκκλησίας, που άρεσαν στον πατέρα μου. Μέχρι σήμερα είναι ψάλτης. Αυτοί ήταν οι ήχοι με τους οποίους μεγάλωσα, παρόλο που ποσοτικά η έκθεσή μου στην κλασική μουσική ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε οτιδήποτε άλλο. Ήταν το είδος που με βοήθησε να εκφράζομαι μουσικά.

Το πρώτο cd που αγόρασα με δικά μου λεφτά ήταν ένας δίσκος του Kenny G, στα 13 μου, από τον οποίο επηρεάστηκα και ένιωσα την ανάγκη να μάθω σαξόφωνο. Μεγάλη καταστροφή. Μετά ήταν ένα single του Terence Trent D’arby, ακολούθως ένας δίσκος του Eros Ramazzotti, μετά ο πρώτος δίσκος των Jamiroquai και τέλος το «Get a grip» των Aerosmith. Ειδικά τον τελευταίο, θυμάμαι τον είχα «λιώσει». Στη φάση εκείνη της εφηβείας, κλειδωνόμουν μόνος μου στο δωμάτιο και ούρλιαζα.

Ως έφηβος ήμουν μια περίεργη μίξη ντροπαλότητας και αντίδρασης. Θυμάμαι κάθε φορά που άλλαζα σχολείο τη μαμά μου να μου λέει, κοίταξε μην βγάλεις όνομα πάλι. Είχα την τάση να τσακώνομαι με τους μουσικούς, γιατί τους έδειχνα πάντα ότι ήξερα κάτι περισσότερο από αυτό που διδασκόταν στην αίθουσα. Αυτό δεν τους άρεσε, δεν με συμπαθούσαν και με απέβαλλαν. Περνώντας πλέον στο Λύκειο, κάθε φορά που κάποιος καθηγητής μού έβαζε αποβολή, εγώ πήγαινα στη βιβλιοθήκη και έγραφα στίχους. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχα για να εκτονώνω την αντιδραστικότητά μου.

Με την αυτοπεποίθησή μου υπήρχε πάντα ένα ιδιαίτερο θέμα. Ήμουν πάντα ντροπαλός στο να εκφράζομαι, γιατί κανένας στο σπίτι μου δεν εκφραζόταν. Όταν ένιωθα την ανάγκη να το κάνω, η μόνη μου διέξοδος ήταν η μουσική. Γι’ αυτό και κάθε φορά που βγαίνω πάνω στη σκηνή, ειδικά από μια ηλικία και μετά, νιώθω να γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος. Σαν να αποβάλλω από πάνω μου οτιδήποτε με βαραίνει.

Η στιγμή που αποφάσισα συνειδητά ότι δεν θέλω να κάνω τίποτα άλλο στη ζωή μου εκτός από μουσική, ήταν κατά την περίοδο του στρατού, όταν έκανα την αίτησή μου στο Berklee College of Music στη Βοστώνη. Τότε δεν υπήρχαν πολλά πανεπιστήμια που προσέφεραν σπουδές σε άλλα είδη μουσικής πέρα από την κλασική. Πριν από αυτό, έλεγα ότι θα γινόμουν τραπεζικός. Ευτυχώς, τελικά, δεν έγινα.

Ανήκω σε μια περίεργη γενιά μουσικών, με την έννοια ότι στο ξεκίνημά μου δεν είχα την απαραίτητη στήριξη ή την καθοδήγηση σε αυτό που πήγαινα να κάνω, διότι δεν υπήρχε η μουσική παράδοση από την προηγούμενη γενιά. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε μια αναγνώριση του ταλέντου μας, υπήρχε από την άλλη και το κομμάτι του ανταγωνισμού. Ως νέοι μουσικοί, έπρεπε να παλέψουμε και με τη στενομυαλιά της γενιάς των γονιών μας, αλλά και με τους μεγαλύτερους μουσικούς. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό, γιατί ένιωθες συνέχεια ότι έπρεπε να αποδείξεις κάτι σε κάποιον ενώ ταυτόχρονα να κάνεις και εκείνο που θέλεις. Σε μένα αυτό λειτούργησε πολύ περίεργα, διότι δεν ήμουν σε αρμονία με το να είμαι μέρος κάποιου συστήματος. Έπιασα τον εαυτό μου να γίνομαι κάπως υπερόπτης και κάπως ελιτιστής κόντρα σε εκείνο το ρεύμα της επικριτικότητας που υπήρχε. Αυτό πέρασε αρκετός χρόνος μέχρι να καταφέρω να το καταλαγιάσω.

Το επίπεδο της τραγουδοποιίας, αυτή τη στιγμή στην Κύπρο είναι εντυπωσιακό. Δεν το είχε καμιά άλλη γενιά μέχρι σήμερα και θαυμάζω απίστευτα τα ταλέντα που ανθίζουν. Για να φανταστείτε, την περίοδο που ήρθα στην Κύπρο μετά τις σπουδές μου, ήμασταν από τις πρώτες μπάντες που παίζαμε τα δικά μας τραγούδια στις ζωντανές μας εμφανίσεις. Ήταν η εποχή που άρχισαν και τα live να γίνονται σημαντικά, γιατί προηγουμένως δεν υπήρχε αυτή η κουλτούρα του ότι κάποιος μουσικός παίζει σταθερά σε κάποιο μαγαζί. Ξεκινώντας τις εμφανίσεις μας, το κάναμε για να βγάλουμε λεφτά, ώστε να ηχογραφήσουμε τον πρώτο μας δίσκο, ο οποίος πήρε εννιά μήνες να ολοκληρωθεί. Ήταν όλα DIY, δεν ξέραμε τίποτα, δεν υπήρχε ίντερνετ. Τα μόνα Μέσα που υπήρχαν, ήταν κανένα περιοδικό και ό,τι βλέπαμε από το MTV. Έβγαζες έναν δίσκο και δεν ήξερες τι να κάνεις, πώς να τον προωθήσεις ή αν θα τον παίξει κάποιος.

Ο βιοπορισμός για έναν μουσικό που ζει στην Κύπρο, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τι χρειάζεται να αλλάξει; Καταρχάς η παιδεία. Αυτός ήταν και ο λόγος που με τον Ανδρέα Τραχωνίτη δημιουργήσαμε το Μουσικό Χωριό Φέγγαρος αλλά και τη Louvana Records. Θέλαμε ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα να αποκτήσει έναν πιο επαγγελματικό χαρακτήρα. Θέλαμε να εμπνεύσουμε ανθρώπους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και με το παράδειγμά τους να εμπνεύσουν και εκείνοι τους υπόλοιπους.

Φέτος η επιστροφή του Μουσικού Χωριού Φέγγαρος μάς βρίσκει πολύ γεμάτους, διότι πλέον νιώθουμε ότι επιτέλους έχει δημιουργηθεί μια κοινότητα με σπουδαστές που επιστρέφουν ξανά και ξανά. Αυτό ήταν και το όνειρό μας από την αρχή: να δημιουργήσουμε μια κοινότητα μουσικών, να επιμορφώσουμε τον κόσμο με έναν τρόπο διαφορετικό και να εξαλείψουμε αυτή τη σαπισμένη αντίληψη τού ότι η ενασχόληση με τη μουσική είναι απλά ένα χόμπι και όχι επάγγελμα.

Το Φεστιβάλ, όπως και την περασμένη χρονιά, έτσι και φέτος μπαίνει σε μια συνειδητή παύση. Αυτή ήταν μια απόφαση που τη λάβαμε ήδη από την αρχή της χρονιάς με τον Ανδρέα, γιατί για μας δεν θα είχε κανένα νόημα το να διοργανώσουμε μια αποστειρωμένη εκδήλωση βάζοντας τον κόσμο μας να κάθεται πάνω σε πλαστικές καρέκλες ή να σημειώνουμε τα τηλέφωνα και τα στοιχεία του καθενός που θα ερχόταν. Αυτό δεν είναι «Φέγγαρος».

Με τον Ανδρέα Τραχωνίτη είμαστε πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Ισορροπία και αρμονία σπάνια υπάρχει μεταξύ μας, όμως με τα χρόνια έχουμε μάθει να «αντέχουμε» ο ένας τον άλλο. Από την άλλη, εκείνο που αντιλαμβανόμαστε, είναι πως χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο, ότι μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο και ότι εξελίσσουμε ο ένας τον άλλο. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις ανθρώπους που να έχουν τόση πολλή πίστη και τρέλα και όρεξη και έμπνευση για να κάνουν όλα αυτά που κάνουμε. Πολλές φορές βρίσαμε ο ένας τον άλλο για τις «εμπνεύσεις» μας, όμως αυτό είναι και το κέρδος μας στο τέλος της ημέρας. Ότι ξεπερνώντας μαζί κάποια εμπόδια, καταφέρνουμε να πιστεύουμε ακόμα περισσότερο και στη συνεργασία μας αλλά και στον εαυτό μας ο καθένας.

Δεν υπάρχει δουλειά για την οποία δεν νιώθω περήφανος, γιατί το κάθε τι που έκανα, το αποδέχομαι για εκείνο που ήταν και για το πώς έγινε. Για παράδειγμα θα ήταν σαν να μην αποδέχομαι ότι τον δίσκο που κάναμε με τους Τρίο Τεκκέ τον γράψαμε σε ένα δωμάτιο με ένα μικρόφωνο. Ή ότι άλλος δίσκος βγήκε με τις γνώσεις που είχαμε τη δεδομένη στιγμή. Κοιτάζοντας πίσω, το κάθε τι λειτούργησε ως εργαλείο γνώσης για τη συνέχεια. Είναι σαν σημειωματάρια και τα τραγούδια και η παραγωγή και η προώθηση του κάθε δίσκου. Είναι μαθήματα που σε βάζουν σε διαδικασία να πειραματιστείς πάνω σε διάφορα αντικείμενα.

Δεν είμαι σίγουρος αν τα πράγματα που κάνω χαρακτηρίζονται από μια ευδιάκριτη κοινή ταυτότητα, με την έννοια ότι στην τέχνη μου ανέκαθεν αμφιταλαντευόμουνα. Υπήρχε πάντα αυτό το τρέξιμο να τα κάνω όλα, να τα προλάβω όλα. Ό,τι μου ερχόταν το έκανα. Αυτό από τη μία αυτό μου έδωσε την ευκαιρία για περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις, αλλά από την άλλη με διέλυσε. Σωματικά, ψυχολογικά. Ακόμα κι έτσι, όμως, αισθάνομαι ευγνώμων που έγιναν τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δεν υπήρχε και άλλος τρόπος. Το ζητούμενο στη δική μου δημιουργία, είναι να συναντώ τον εαυτό μου, γιατί μέσα από τον εαυτό μου συναντώ τον κόσμο. Ξεπερνώντας κάποια κολλήματα που είχα, όπως για παράδειγμα το να γράψω μουσική για μια διαφήμιση, κατάλαβα ότι μέσα σε όλα αυτά τα πράγματα μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Και αυτό είναι το ωραίο.

Η τέχνη έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη συμφιλίωσή μου με τον χρόνο. Μέχρι τα 21 μου υπέβαλλα τον εαυτό μου σε μια φοβερή πίεση να τα κάνω όλα, που με έκανε να νιώθω συνέχεια φοβισμένος και χωρίς καμία ευχαρίστηση με τίποτα. Μεγαλώνοντας, ήταν η συμφιλίωση με τον εαυτό μου αυτή που με έκανε να συμφιλιωθώ και με τον χρόνο. Πλέον είμαι εντάξει που είμαι εγώ και είμαι εντάξει που είμαι στο τώρα. Γι’ αυτό και σε διάφορους δίσκους μου χρησιμοποιώ τη λέξη «τώρα», όπως στο «Now happiness», «The age of now» κτλ, γιατί ακριβώς είχα αυτή την πάλη να επαναφέρω τον εαυτό μου στο σήμερα. Ποιος είμαι πραγματικά; Είμαι μέσα στα τραγούδια. Εκεί ανατρέχω κάθε φορά που νιώθω ότι χάνομαι.

Ο έρωτας διαχρονικά ενέπνευσε πολλά από τα κομμάτια μου, παρόλο που σε μια διαφορετική άλλη ανάγνωση εκφράζουν και άλλες καταστάσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τραγουδιού που θυμάμαι ότι είχα γράψει για κοπέλα, ήταν για την Έμιλυ με την οποία ψιλοβγαίναμε την περίοδο που ήμουν στην Αγγλία. Κάποια στιγμή είχε πάει για διακοπές στον μπαμπά της στη Γαλλία και εγώ περιμένοντάς τη να γυρίσει είχα βάλει στόχο ότι θα της έγραφα ένα τραγούδι. Και αυτό έκανα. Ήταν ένα κομμάτι με το όνομά της, το οποίο μιλούσε για όλα όσα ένιωθα για εκείνην. Ήταν το 2004 και θυμάμαι που πήγα να τη συναντήσω έχοντας μαζί μου ένα άθλιο Discman, ίσα που ακουγόταν. Από την αγωνία μου να το ακούσει, της έδωσα τα headphones μέσα στο λεωφορείο. Έκανε πολλή φασαρία θυμάμαι, όμως εκείνο ήταν ένα πραγματικά πολύ ωραίο τραγούδι με απίστευτη λεπτομέρεια στο κάθε τι.

«I am love» είναι ο τίτλος του νέου μου κομματιού, το οποίο θα περιλαμβάνεται και στον επερχόμενό μου δίσκο. Είναι ένα τραγούδι που μιλά για τον άνθρωπο, υπενθυμίζοντάς του ότι δεν είναι τόσο αδύναμος όσο νομίζει. Ότι ακόμα κι αν οι καταστάσεις θέλουν να μας κάνουν να νιώθουμε μικροί, εμείς είμαστε όλο το σύμπαν. Και πως αν καταφέρουμε να αλλάξουμε το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας, μαζί θα αλλάξουμε και τον κόσμο.

Info: Η συναυλία του Freedom Candlemaker πραγματοποιείται στις 25 Ιουλίου, στις 21:00, στο live stage του Μουσικού Χωριού Φέγγαρος στον Κάτω Δρυ. Fengaros.com

Φιλελεύθερα, 25.7.2021.