Όσοι είχαν υπόψη τους την πολύχρονη γνωριμία μου με τον Μανώλη Γλέζο, περίμεναν να γράψω γι’ αυτόν. Αλλά τις πρώτες μέρες δεν το μπορούσα. Έχω φυλαγμένες μέσα μου πολλές εικόνες, πολλές κουβέντες μαζί του, αλλά καμιά δεν τη θεωρώ αρκετά αντιπροσωπευτική. Γι’ αυτό θα αναφερθώ σε παλιές ιστορίες, που ελάχιστοι πια γνωρίζουν, αλλά καλό είναι να μην τις καταπιεί η λήθη.
Διάβασα αυτόν τον καιρό δεκάδες δημοσιεύματα για τον Μανώλη, εξ αφορμής του θανάτου του. Οι ανακρίβειες που γράφτηκαν, πολλές. Με κυριότερη την υποτιθέμενη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, εκείνο το βράδυ του Μάη του 1941. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ποτέ δεν ανέβασαν την ελληνική σημαία. Και ποτέ δεν ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο. Απλώς (πόσο άκαιρο ηχεί εδώ αυτό το απλώς…) κατέβασαν τη ναζιστική σημαία.
Διάβασα αυτόν τον καιρό δεκάδες δημοσιεύματα για τον Μανώλη, εξ αφορμής του θανάτου του. Οι ανακρίβειες που γράφτηκαν, πολλές. Με κυριότερη την υποτιθέμενη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, εκείνο το βράδυ του Μάη του 1941. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ποτέ δεν ανέβασαν την ελληνική σημαία. Και ποτέ δεν ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο. Απλώς (πόσο άκαιρο ηχεί εδώ αυτό το απλώς…) κατέβασαν τη ναζιστική σημαία.
Τον Μανώλη τον γνώρισα στο μικρό βιβλιοπωλείο του, τον «Βέγα», στην οδό Ιπποκράτους 4, πίσω από την Εθνική Βιβλιοθήκη, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1972. Ήμουν τότε 15 χρόνων. Το πώς και το γιατί πήγα να τον γνωρίσω, μεσούσης χούντας, είναι μια άλλη ιστορία, που ίσως κάποια στιγμή την καταγράψω. Αλλά εκείνο που μου έκανε από την πρώτη στιγμή εντύπωση στο βιβλιοπωλείο ήταν μια φράση στα λατινικά, γραμμένη στο μέτωπο του παταριού με λευκά γράμματα: «Τimeo hominem unius libri» (Φοβάμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου – δηλαδή τον φανατικό, τον μονοδιάστατο). Κι αν κάτι μπορώ να σκεφτώ ότι χαρακτηρίζει τον Μανώλη είναι ακριβώς τούτο: ότι ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος του ενός βιβλίου. Πάντα αναζητούσε τον διάλογο, ακόμα και τον αντίλογο. Κι αυτό αποτυπώνεται στα δύο μείζονα έργα του, Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα και Εθνική Αντίσταση 1940-1945 (εκδόσεις Στοχαστής), τα οποία διακρίνει μια μοναδική πρωτοτυπία: το κείμενο του συγγραφέα «τρέχει» μόνο στις δεξιές σελίδες, ενώ οι αριστερές καλύπτονται από σημειώσεις, όπου πολύ συχνά φιλοξενούνται θέσεις και γνώμες άλλων, ακόμα και διαμετρικά αντίθετες!
Ο Μανώλης υπήρξε, με τον τρόπο του, ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Ο φίλτατος Λουκάς Αξελός, διευθυντής των Εκδόσεων Στοχαστής, αποχαιρετώντας τον, συλλυπείται, πριν από τα παιδιά του, τη γυναίκα του, Τζώρτζια, τον φύλακα άγγελό του, όπως τη χαρακτηρίζει. Και δεν έχει άδικο. Μα εγώ θα πάω ένα βήμα πιο πίσω. Γιατί υπήρξε ο καιρός της σποράς και ο καιρός της συγκομιδής. Πράγματι, η Τζώρτζια μοιράστηκε πολλά μαζί του, πριν από τη φροντίδα του τα τελευταία χρόνια: την εκλογή του ως βουλευτή τρεις φορές και ως ευρωβουλευτή άλλες δύο, την προεδρία στο αγαπημένο του χωριό, τ’ Απεράθου, την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις, την ανακήρυξή του ως επίτιμου διδάκτορα σε πολλά Πανεπιστήμια και ως επίτιμου δημότη σε 38 πόλεις, ακόμα και την απονομή του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Φοίνικα. Γιατί ήταν, και δικαίως, ο καιρός της συγκομιδής…
Αλλά ούτε τα χρόνια της παρανομίας, ούτε τις δίκες και τις καταδίκες, ούτε τις φυλακίσεις και τις εξορίες μοιράστηκε. Αυτές όλες τις δύκολες ώρες, τις ώρες της σποράς, ο Μανώλης τις μοιράστηκε με μιαν άλλη γυναίκα, που μαζί της μοιράστηκε επιπλέον τη γέννηση και το μεγάλωμα (με χίλιες αγωνίες και στερήσεις) δύο εξαιρετικών παιδιών, του Νίκου και της Μαρίας. Εννοώ την Τασία Γλέζου, το γένος Κουκά, την οποία ούτε καν μνημονεύει η σελίδα της «Βικιπαίδεια», η αφιερωμένη στον ίδιο. Η Τασία, λοιπόν, που έφυγε για πάντα από κοντά μας το 1980, ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων του Μανώλη, στις 9 του Σεπτέμβρη… Έχω στα χέρια μου τα συγκλονιστικά (και άγνωστα) ποιήματα που ο Μανώλης είχε γράψει για εκείνην. Τα εξέδωσε ο ίδιος σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Βίγλα Μνήμης, το 1981, όπου, αντί προλόγου, σημειώνει:
«Τυπώνω τούτα τα ποιήματα, τα γραμμένα για την Τασία, αντίδραση σ’ αυτό που σημειώνει ο Εκκλησιαστής για τους νεκρούς: “… επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη […] και δεν θέλουσι έχει πλέον εις τον αιώνα μερίδα εις πάντα όσα γίνονται υπό τον ήλιον” (κεφ. Θ΄)».
Δεν θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία. Μετροφυλλώντας το, η ιστορία προβάλλει ανάγλυφα. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν όταν κι οι δυο ήταν σχεδόν παιδιά. Στερημένα παιδιά. Εκείνος δούλευε στο Φαρμακείο Μπακάκου, στην Ομόνοια: «Τους συντρόφους της δουλειάς μου βρες, / στο φαρμακείο, / κάτι χλωμά παιδιά, / που δεν τα είδε ο ήλιος της χαράς / –ως ήμουν σα με γνώρισες– / έντεκα ώρες να ορθοσταλιάζουμε τη μέρα / για ένα φελί ψωμί». Κυκλαδίτισσα κι εκείνη, από τη Μύκονο, αν θυμάμαι καλά. Δούλευε μοδιστρούλα στην Αθήνα, κι έτρωγε η βελόνα τις ρώγες στα κρινοδάχτυλά της, καθώς της λέει. Δεν είχε μπορέσει να πάει στο Γυμνάσιο, γιατί από νωρίς είχε μπει στη βιοπάλη. Μα όταν γνωρίζει τον νεαρό φοιτητή της Ανωτάτης Εμπορικής, θέλει να γίνει αντάξιά του. Κι έτσι γράφεται στο Νυχτερινό Γυμνάσιο: «Έξι χρονιές τα μαθητικά θρανία σε δέχτηκαν / κι ήταν ξύλινα, κι ήταν κρύα, κι ήταν παιδικά / και σ’ έκοβαν. / Όμως συ τ’ ανέχτηκες, / τα ’βαλες στη δούλεψή σου / κι αυτά σε δίκιωσαν. / Ο κόπος σου πληρώθηκε». Μόνο που την ώρα της χαράς, όταν πια εκείνη κρατά το απολυτήριο του Γυμνασίου στα χέρια, ο αγαπημένος της δεν είναι λεύτερος. Φυλακές Αβέρωφ, 1η Αυγούστου 1951: «Κι ήρθες. / Οι ελπίδες κι οι ματιές μου / σκαρφαλωμένες στα σύρματα / σε προσδέχτηκαν. / Ήρθες κι άπλωσες την προσφορά σου / στις κοιλωμενες σου φούχτες / μιαν αγκαλιά όνειρα».
Πάνω που οι αναμνήσεις μου πήραν έναν δρόμο, ο χώρος τελειώνει. Αλλά ίσως στο μέλλον επανέλθω. Άλλωστε η μνήμη του Μανώλη Γλέζου, ενός από τους τελευταίους της «δρακογενιάς», δύσκολα χωράει οπουδήποτε…
ΥΓ: Πριν από χρόνια, η αρχιτεκτόνισσα Καλλιόπη Κεφαλά μου χάρισε ένα βιβλίο της ζωγράφου θείας της, Σόφης Κεφαλά (1912-2001), το οποίο είχε εκδώσει το 1996 το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ), με τίτλο Του Πολέμου και της Κατοχής. Ήταν ένα εικαστικό ημερολόγιο της περιόδου 1940-1944, την οποία βίωσε η νεαρή ζωγράφος και τη διέσωσε με τα σκίτσα της στη μνήμη της, κι από εκεί τη γνώρισε και σε μας. Τότε, ξεφυλλίζοντάς το, είδα σε μια σελίδα, χωρίς σχόλιο, να εικονίζεται ο Ιερός Βράχος ΧΩΡΙΣ τη ναζιστική σημαία, όπως τον είχε αντικρίσει ένα αλησμόνητο πρωινό εκείνη. Η ημερομηνία, όμως, ήταν σημειωμένη: 31 Mαΐου 1941. Του το χάρισα.
ΥΓ: Πριν από χρόνια, η αρχιτεκτόνισσα Καλλιόπη Κεφαλά μου χάρισε ένα βιβλίο της ζωγράφου θείας της, Σόφης Κεφαλά (1912-2001), το οποίο είχε εκδώσει το 1996 το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ), με τίτλο Του Πολέμου και της Κατοχής. Ήταν ένα εικαστικό ημερολόγιο της περιόδου 1940-1944, την οποία βίωσε η νεαρή ζωγράφος και τη διέσωσε με τα σκίτσα της στη μνήμη της, κι από εκεί τη γνώρισε και σε μας. Τότε, ξεφυλλίζοντάς το, είδα σε μια σελίδα, χωρίς σχόλιο, να εικονίζεται ο Ιερός Βράχος ΧΩΡΙΣ τη ναζιστική σημαία, όπως τον είχε αντικρίσει ένα αλησμόνητο πρωινό εκείνη. Η ημερομηνία, όμως, ήταν σημειωμένη: 31 Mαΐου 1941. Του το χάρισα.
*Βίγλα: Σκοπιά, φυλάκιο σε δεσπόζουσα θέση.
Φωτογραφία:
Γράφει ο φίλος Βασίλης Τζιόβας:
«Η θλίψη για τον Μανώλη Γλέζο γιγαντώνεται
βλέποντας μεσίστια τη σημαία στην Ακρόπολη
και τη λιτή νεκρώσιμη πομπή.
Από τις μοναδικές στιγμές όπου
η εκκωφαντικά σιωπηλή πλειοψηφία
των Ελλήνων είναι εκεί».
Φιλελεύθερα, 12/04/20
«Η θλίψη για τον Μανώλη Γλέζο γιγαντώνεται
βλέποντας μεσίστια τη σημαία στην Ακρόπολη
και τη λιτή νεκρώσιμη πομπή.
Από τις μοναδικές στιγμές όπου
η εκκωφαντικά σιωπηλή πλειοψηφία
των Ελλήνων είναι εκεί».
Φιλελεύθερα, 12/04/20