Κάθε μετάφραση είναι μια καινούργια αναμέτρηση με το νόημα του έργου, με την πρόθεση του συγγραφέα.
– Τι είναι εκείνο που κάνει ένα έργο όπως «Ο Μικρός Πρίγκιπας» διαχρονικό; Νομίζω είναι το γεγονός ότι λέει μεγάλες αλήθειες με πολύ απλά λόγια. Γι’ αυτό, δεν είναι μόνο διαχρονικό, αλλά και «δια-ηλικιακό», αν μου επιτρέπεται η λέξη, αφού επιτρέπει σε κάθε ηλικία να το προσεγγίσει και να το απολαύσει στο βάθος που μπορεί. Ο μικρός πρίγκιπας επαναφέρει στην οπτική της παιδικότητας, όχι με την έννοια κάποιας αφέλειας, αλλά ως μιας αθώας ματιάς που κάνει τον κόσμο καινούργιο. Παραμερίζει με πολλή λεπτότητα τη σοβαροφάνεια που επισκιάζει τον κόσμο, ειδικά τον σύγχρονο κόσμο και δείχνει τη ματαιότητα της προσήλωσης σε πράγματα που μας εμποδίζουν να δούμε τα ουσιώδη της ζωής. Ιδιαίτερα χρήσιμο είναι το μάθημα που μας δίνει όσον αφορά τον χρόνο, από τον οποίο η σύγχρονη ζωή έχει αφαιρέσει το παρόν, μετρέποντάς τον σε μια συνεχή τρεχάλα προς το μέλλον. Μας ξαναθυμίζει, επίσης, ότι η αγάπη είναι ένα αγώνισμα στο οποίο ρίχνεσαι όχι για να αυξήσεις το εγώ σου, αλλά για να μάθεις σιγά-σιγά να ξεπερνάς τον εαυτό σου.
– Εντοπίσατε κάποιες δυσκολίες στη μετάφρασή του; Παρόλο που η γλώσσα του έργου είναι σχετικά απλή, έπρεπε παρόλ’ αυτά να υπερπηδηθεί μια δυσκολία που είναι εγγενής, θα έλεγα, στη γαλλική γλώσσα που είναι αρκετά τυποποιημένη συντακτικά και γραμματικά. Ένα παράδειγμα: στα γαλλικά, για τους διαλόγους χρησιμοποιείται κατά κανόνα ο πληθυντικός. Αν αυτό τηρηθεί κατά γράμμα στα ελληνικά, το αποτέλεσμα θα ήταν αστείο. Φανταστείτε, ας πούμε, τον μικρό πρίγκιπα να μιλά στο τριαντάφυλλό του στον πληθυντικό ή αντιστρόφως -πράγμα που συμβαίνει στο πρωτότυπο. Και άλλα παρόμοια που, αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μια διαφορετική κατανόηση του κειμένου που δεν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα.
– Τι θα απαντούσατε σε κάποιον που θα πει «τι καινούριο έχει να προσφέρει άλλη μια μετάφραση ενός βιβλίου που πούλησε περισσότερα από 100 εκατομμύρια αντίτυπα»; Θα του έλεγα ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι κουτί που έχει ένα και μοναδικό κλειδί, που μόνο μ’ αυτό μπορούμε να το ανοίξουμε για να δούμε το περιεχόμενό του. Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει η «μία» μετάφραση, όπως δεν υπάρχει η «μία» ανάγνωση. Γιατί, πέρα από την απόδοση του νοήματος από μια γλώσσα σε μια άλλη, η μεγάλη πρόκληση είναι η απόδοση του ύφους, της φόρμας. Έτσι, κάθε μετάφραση είναι μια καινούργια αναμέτρηση με το νόημα του έργου, με την πρόθεση του συγγραφέα. Μεταφράζοντας ένα έργο από ξένη γλώσσα, ουσιαστικά το ξαναλές στη μητρική σου. Και δεν ξαναλές μόνο τις λέξεις, αλλά και τον τόνο, τη διάθεση, το αίσθημα του συγγραφέα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι μεταφράσεις ενός έργου διαφέρουν μεταξύ τους, αφού ξεκινούν από διαφορετικές προσλήψεις. Αυτό δεν είναι κακό, είναι πλούτος. Δείχνει ότι το έργο εξακολουθεί να γονιμοποιεί διαφορετικές προσλήψεις και να διαλέγεται με το κοινό μέσα από αυτές. Εναπόκειται στον αναγνώστη να κρίνει.
– Θα μου πείτε μια φράση από το κείμενο που μεταφράσατε που πρέπει να στριφογυρίσει στο μυαλό μας; «Το ουσιώδες είναι αόρατο για τα μάτια». Το λέει η αλεπού στον μικρό πρίγκιπα, η οποία τελικά αναδεικνύεται σε βαθύ γνώστη των ανθρωπίνων πραγμάτων – παρόλο που τρέχει συνέχεια να κρυφτεί από τα τουφέκια των κυνηγών και δεν κρύβει μια μικρή γαστριμαργική αδυναμία που έχει για τις κότες…
Φιλελεύθερα, 16/2/2020.