Ο ακριβοθώρητος καλλιτέχνης Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, με αφορμή το Κρατικό Βραβείο που κέρδισε για τη δεύτερή του ποιητική συλλογή εξιστορεί στιγμές της ζωής του και μοιράζεται σκέψεις, αγωνίες και ερωτήματα για την ανθρώπινη μοίρα.
 
– Φοβάστε την έκθεση και γι’ αυτό δεν δίνετε συχνά συνεντεύξεις; Δεν ήταν ποτέ προσπάθειά µου να είµαι µπροστά ούτε αποτελεί µέρος του ποιος είµαι. Έτσι ήµουν πάντα…
 
– Ένα ποίημα ή ένας πίνακας δεν θεωρείτε πως είναι μεγαλύτερη έκθεση; Είναι μια αναγκαιότητα της γραφής να σχηματιστεί όπως και του ζωγραφικού έργου να γίνει. Δεν είναι μόνο δική μου θέληση. Άλλωστε, η ζωγραφική που έκανα δεν είναι πάντα υπογραμμένη εκτός ελαχίστων έργων όπου έπρεπε να υπάρχει μια ταυτότητα. Δεν ήταν ποτέ επιδίωξή μου να βρίσκομαι στο πρώτο πλάνο. Όπως και χθες το βράδυ (σ.σ. στην απονομή των Κρατικών Βραβείων) ήμουν πολύ μπροστά και δεν ένιωθα τόσο άνετα. Μπορούσε ίσως κάποιος να το διακρίνει. Αυτό δεν είναι ένα τωρινό φαινόμενο. Έζησα τα χρόνια, είτε τα παιδικά μου είτε μετά τον ξεσηκωμό του τόπου, χωρίς να περιχαρακωθώ ούτε να λέω «εγώ». Αυτή ήταν και είναι η στάση μου. 
 
– Η ζωγραφική πώς ήρθε στο δρόμο σας; Ήρθα μαζί της. Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος, μουσικός και τραγουδούσε. Χάθηκε όμως πολύ νέος. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο πλάσμα.
 
– Τον θυμάστε καθόλου; Δεν έχω ακούσει καν τη φωνή του. Η ζωή του σταμάτησε στα 27 του χρόνια στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήγε για μια σειρά μαθημάτων σχεδίου και τελικά χάθηκε εκεί. Η μητέρα μου σε μια εποχή που για πολλούς, τα παιδιά φαίνεται να είχαν λιγότερη σημασία, αυτή πάλευε να μας κρατήσει και δεν ήθελε να πάρω τον δρόμο του… Σκεφτείτε, σ’ ένα παλιό μονόφυλλο που έχω της εφημερίδας Ελευθερία των Αρχών της δεκαετίας του ’40, κάπου στο κέντρο της σελίδας με μικρά γραμματάκια των 6 στιγμών και χωρίς τίτλο, γράφει πως ένας σκύλος κυκλοφορούσε την προηγούμενη μέρα στην πόλη με ένα βρέφος στο στόμα. Αυτή ήταν η πληροφορία χωρίς καμιά συνέχεια. Έτσι ήταν η ζωή για κάποιους… Τους είχαν θερίσει οι λιμοί… Ήταν ένα σταυροδρόμι δύσκολων εποχών. 
 
– Πού μεγαλώσατε; Στη Χώρα, τη Λευκωσία. Μέναμε απέναντι απ’ το σπίτι του Διαμαντή, εκεί που αργότερα ήταν ο κινηματογράφος Royal. 
 
– Τον γνωρίσατε; Τον έβλεπα. Δεν θυμάμαι να μας μίλησε ποτέ ούτε και είδα ποτέ τι έκανε. Η γυναίκα του μας συμπαθούσε. Θαύμαζα πολύ το σπίτι ενός Τουρκοκύπριου λίγο πιο κάτω, στην Τρικούπη. Αυτός είχε ζωγραφίσει όλο του το σπίτι, από κάτω τη σκάλα ως πάνω και τα μικρά δωμάτια χωρίς κανένα κενό στους τοίχους.
 
– Κάτι σαν graffiti δηλαδή; Και σαν Κλασικά Εικονογραφημένα που μάθαμε πολύ αργότερα! Είχε εικονογραφήσει το Κοράνι πηγαίνοντας από το πλαίσιο της μιας εικόνας στην άλλη, σε διάφορα μεγέθη. Στην εικονογραφία του υπήρχε ο Αδάμ και η Εύα. Λαϊκός ζωγράφος. Στεκόμουν εκεί τεσσάρων χρονών και το θαύμαζα. 
 
– Τι άλλο θυμάστε; Στον δρόμο πίσω από το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης όπου ήταν το κινηματοθέατρο Παπαδοπούλου, εκείνο το αριστούργημα που κατεδαφίστηκε, ήταν το ταπελλογραφείο του ζωγράφου Αβερκίου. Εκεί εργαζόταν τα απογεύματα και ο Κάνθος ζωγραφίζοντας εικόνες στις ταπέλλες. Του έκανε εντύπωση που στεκόμουν με τις ώρες και παρακολουθούσα το τι συνέβαινε. Υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν τα πράγματα με πάθος όπως ήταν ο Τάσος Στεφανίδης, που είχε αρχικά το τσιγκογραφείο του εκεί κοντά στο μαγειρείο του Ματθαίου, όπου σύχναζαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι: ο Λέανδρος Σίταρος, ο Γάβρης μετά, ο Παντελής Μηχανικός, ο Μάνος Κράλης, ο Κάνθος, ο Εύης Γαβριηλίδης νέος με το ποδήλατό του, οι νεοφερμένοι αργότερα ζωγράφοι με σπουδές στο Λονδίνο, Βότσης, Οικονόμου, ο Χριστόφορος Σάββα, ακόμα και εργάτες που έπαιρναν μέρος σε ζωηρές συζητήσεις. Πρώιμα χρόνια, που όλοι ανακαλύπταμε τον κόσμο. Ήταν σαν ένα άτυπο πνευματικό κέντρο μιας ασχημάτιστης πόλης που δεν είχε πού να ακουμπήσει τα πράγματα. Αργότερα, το ’56 ιδρύθηκε η Ένωση Φιλοτέχνων Κύπρου που περιλάμβανε τους ζωγράφους, τους λογοτέχνες και γινόντουσαν εκθέσεις, διαλέξεις. Μαζί μας εξέθεσε και ο Σάββας προτού πάει στο Παρίσι.
 
– Είχα διαβάσει ένα περιστατικό που συνέβη στα 21 σας. Μείνατε, διάβασα, 27 μέρες νηστικός ενώ ήσασταν στο Λονδίνο και πέσατε σε κώμα. Πήγα στο Λονδίνο με την ελπίδα ότι θα σπούδαζα για να τελειώσω μια σχολή. Δεν ήρθαν βολικά τα πράγματα. Ρώτησα σε βραδινά μαθήματα και μου είπαν ότι δεν χρειαζόταν να τα παρακολουθήσω γιατί ο κόσμος μου ήταν σχηματισμένος. Έπειτα ξεκίνησα σε μια δουλειά. Εκεί κατέληξα να εκτελώ χρέη πρώτου σχεδιαστή. Αυτοί οι άνθρωποι με έστειλαν να σπουδάσω για να μπορώ να κρατώ αυτή τη θέση. Με πήγαν στο κατάλληλο τμήμα του Royal College of Arts αλλά δεν το ακολούθησα γιατί είχα θέματα υγείας, αδυνάτισα ενώ για ένα διάστημα είχα χάσει την όρασή μου. Ανυπεράσπιστα χρόνια… Για 24 ή 27 μέρες δεν είχα τραφεί παρά ενδιάμεσα όταν ένας φίλος από την Κύπρο μου έστειλε έτσι από μόνος του 5 λίρες. Πήρα ένα γεύμα, πλήρωσα το νοίκι του δωματίου και στη συνέχεια έπεσα σε κώμα! (γέλια) 
 
– Κι αυτό έγινε γιατί επιλέξατε αντί φαγητό να βγάλετε ένα εισιτήριο διαρκείας σε συναυλιακούς χώρους της πόλης. Έβλεπα καλό κινηματογράφο, πήγαινα στα μουσεία τέχνης, στο Old Vic Theatre είδα τους σαιξπηρικούς Laurence Olivier και Paul Scofield, στο Albert Hall και το Covent Garden τους σημαντικότερους διευθυντές ορχήστρας της εποχής, σε πρόβα τους Oistrakh και Menuhin, τη Margot Fonteyn με τον Nureyev, τον Louis Armstrong… Το Λονδίνο στη δεκαετία του ‘60 ήταν το κέντρο του κόσμου και ξεκινούσε η χρυσή του εποχή.
 
– Νοσταλγείτε κάτι απ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της νιότης σας; Τη φλόγα του να ανακαλύπτω τα πράγματα. Παρά τα όποια δεινά ήταν παιδεία όλο αυτό που ζούσα. Με μόρφωσε και με καθόρισε.
 
– Θυμάστε και τους πρώτους σας έρωτες; Ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί… Το ζητούμενο ήταν η ψυχική μου σύνδεση. Αυτό ήταν το κίνητρο. Θυμάμαι, γνώρισα κάποτε ένα κορίτσι απ’ τη Γαλλία. Τρυφερό πλάσμα, αμίλητο όπως κι ο ίδιος. Περπατούσαμε κάτω από την ομπρέλα, πάνω στις γέφυρες, σιγοτραγουδούσαμε το μοτίβο της ταινίας Jules e Jim. Συναντιόμασταν από μέρα σε μέρα για μακρύ διάστημα. Μια μέρα με κράτησαν στη δουλειά και δεν πρόλαβα να πάω να την βρω. Αυτό έγινε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Πήγα με αγωνία να τη συναντήσω και μου είπαν ότι το κορίτσι καθόταν και περίμενε αλλά δεν εμφανίστηκε ξανά. Από τότε δεν βρεθήκαμε. Και το παράδοξο είναι που παρά την αφοσίωση δεν μάθαμε ποιο ήταν το όνομά μας… Θυμούμαι πολύ και το κορίτσι από τη Φινλανδία που τόσα μοιραστήκαμε. Τη θυμούμαι να φεύγει για την Αμερική… Θυμούμαι το χέρι της. Υψωμένο στην καταχνιά του πρωινού, έσβηνε και χανόταν με το σύννεφο της ατμομηχανής για το λιμάνι. Κι έπειτα εκείνο το σταματημένο κενό του τίποτα. Πως θα επέστρεφε. Γύρισε πράγματι. Αλληλογραφούσαμε. Ήμουν ήδη στην Κύπρο… Λίγο σαν ευαίσθητες παιδικές ιστορίες.
 
– Με τη μητέρα των παιδιών σας πώς γνωριστήκατε; Κατάγεται από μικρασιάτες γονείς και γνωριστήκαμε πρώτα μέσα από την ομάδα της Στέγης των Κυπριακών Χρονικών. Είχε σπάνια χάρη. 
 
– Θυμάστε την πρώτη φορά που γίνατε πατέρας; Δεν ξεχνιέται αυτό. Κι αυτό ισχύει και για τα δυο παιδιά μας. Ανέπνεα αλλιώς πια. 
 
– Σας άγχωνε το μεγάλωμα των παιδιών; Αν δεν ζωγράφισα πολύ είναι γιατί μεγάλωνα τα παιδιά με αυταπάρνηση. Δεν ήμουν καθόλου επιπόλαιος, όπως λέει η μητέρα τους. Τους είχα χαριστεί. Δεν ήταν πάντοτε εύκολα… 
 
– Δεν ήσασταν ένας πατέρας όπως τους άλλους. Ο γιος σας, ο Αλκίνοος μού είχε πει σε συνέντευξη πως όταν πέθανε ο Μάνος Λοΐζος τους είπατε να μην πάνε σχολείο γιατί ήταν μέρα πένθους. Μα ήταν. Άλλοτε έμεναν για να ακούσουμε το νέο δίσκο του Χατζιδάκι, την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», την «Madama Butterfly». Προσπαθούσα να έχουμε αυτή την ευελιξία αν και συχνά ήμουν σε σύγκρουση με αυτές τις τακτικές. Ξέρετε είναι δύσκολο να αλλάζεις τα δεδομένα. Είτε στο σχολείο, είτε στη γειτονιά… Εκείνο που μου έδινε χαρά είναι ότι με αυτή τη στάση, έγινα πατέρας και άλλων παιδιών. Μερικοί ακόμα με θεωρούν συγγενικό τους πρόσωπο και με συστήνουν ως θείο. Σαν ήσαν τότε παιδιά ερχόντουσαν στο εργαστήρι, έπαιζαν στο μακρύ τραπέζι αντισφαίριση, μιλούσαμε, σχεδίαζαν, γελούσαμε. Στο ύψωμα του λόφου πετούσαμε χαρταετούς διαφόρων τύπων για δυνατούς ανέμους.
 
– Είχαν δημιουργήσει και μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη για τη γειτονιά, σωστά; Ο Λίνος, ο γιος μου, το έκανε αυτό. Είχε καταγράψει σε αναρτημένη πινακίδα τι διέθετε προς ανάγνωση η βιβλιοθήκη του, τι ώρες λειτουργούσε και ποιες μέρες. Αναγραφόταν επίσης η φράση «τα βιβλία και οι δίσκοι δεν δανείζονται». Στο ίδιο εκείνο τραπέζι λοιπόν μπορούσαν να κάθονται με ησυχία και να διαβάζουν. Στο φόντο είχαμε κλασική μουσική. Το δανειστικό μέρος της βιβλιοθήκης περιλάμβανε μόνο γαλλικά comics. 
 
– Αλήθεια, πόσα χρόνια ζείτε στο εξωτερικό; Πάνω από 20. Επιστρέφω όμως.
 
– Πώς πήρατε την απόφαση να μετοικήσετε; Μετά τον στρατό ο Αλκίνοος πήγε στην Αθήνα. Ξεκίνησε με τη Δραματική Σχολή, είχε παράλληλα και τη Φιλοσοφική. Ένα μέλος της οικογένειάς μας έφυγε και μας πείραξε όλους. 
 
– Και γιατί επιλέξατε να ζείτε στην Εύβοια; Αρχικά ήμασταν στην Αθήνα. Μετά πήγαμε μακριά απ’ την πόλη. Στη συνέχεια άλλαξαν τα δεδομένα με όλους μας κι έπρεπε να γίνουν προσαρμογές. Έπειτα ο Λίνος ήταν πολύ νέος για να είναι εκεί. Ήμουν ο μόνος που παρέμεινε. Στην Αθήνα επέστρεψα ένα διάστημα αλλά ουσιαστικά μόλις πρόσφατα εγκαταστάθηκα.
 
– Πώς ήταν να ζείτε σαν ασκητής; Μόνος κάπου στην ερημιά. Μ’ αρέσουν τα τοπία. Έπειτα δεν χρειάζομαι εκατομμύρια ανθρώπους για να είμαι καλά. Στην ερημιά μπόρεσα να συγκεντρωθώ. Ολοκλήρωσα τον «Απάτριδα Ύπνο». 
– Και η επιστροφή στην Αθήνα πώς είναι; Θα ήταν πολύ δύσκολη εάν δεν έμενα κοντά στις αρχαιότητες. Στο Θησείο υπάρχει ακόμα μια ενέργεια που την αισθάνεσαι να λειτουργεί ευεργετικά.
 
– Ανέστιος νιώσατε; Να σας εκμυστηρευτώ κάτι… Παρακολουθώ καθημερινά το παγκόσμιο δελτίο καιρού του BBC να δω τις κινήσεις των ρευμάτων, των σύννεφων, να δω αν βρέχει, αν ποτίζονται τα δέντρα στον τόπο μου. 
 
– Ένας άνθρωπος τόσο ευαίσθητος πώς διαχειρίζεται τη σκληρότητα που επικρατεί σήμερα γύρω μας; Τα κράτη είναι σκληρά και επικίνδυνα. Όχι οι άνθρωποι και με λυπεί η φθορά της εικόνας τους. Μας έχει κυριεύσει η αγριότητα… Τους έχουν φάει την αυριανή ημέρα των παιδιών τους: είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος, οι τροφές, η μετανάστευση τόσων χαρισματικών μορφωμένων νέων. Εκπλήσσει ο βαθμός και η ταχύτητα που συμβαίνουν όλα αυτά. Τι θα γίνει η φύση; Πού θα πάνε τα ζώα; Πού θα πάνε οι θάλασσες, τα δέντρα; Υπάρχουν ωστόσο ακόμα καθαροί δέκτες που κρατούν την ελπίδα.
 
– Διάβασα πως για χρόνια γράφατε μικρές σημειώσεις-ποιήματα τα οποία πετούσατε αργότερα. Γιατί; Τα θεωρούσατε άνευ νοήματος; Κάποτε είχα καλύψει με τέτοια χαρτάκια το ένα πάνω στο άλλο ολόκληρο τον τοίχο στο εργαστήρι μας. Σκορπίστηκαν, τα ξεχνούσα εδώ κι εκεί, τα παρατούσα παραπέρα, δεν ρωτούσα τι απέγιναν ούτε τα αναζητούσα. 
 
– Αλλά ευτυχώς, αυτές τις σημειώσεις τις κρατούσε ο γιος σας, ο Λίνος. Τι πιστεύετε είχε δει για να τις κρατήσει; Ίσως να διαισθανόταν τον δρόμο του στην ποίηση. Σ’ ένα απ’ αυτά τα μικρά χαρτιά είχε σχεδιάσει από μνήμης το πρόσωπό μου -είναι και εξαιρετικός ζωγράφος- αναγράφοντας: «Ο Ποιητής των Υδάτων». Η ημερομηνία έδειχνε πως ήταν τότε 8 χρονών… Βέβαια δεν θα μπορούσα ποτέ να υποπτευθώ ότι αυτά τα φύλαγε χωρίς να το ξέρει κανείς. Όταν μεγάλωσε, μου παρουσίασε το υλικό και έμεινα εμβρόντητος, γιατί το είχε ταξινομήσει, είχε καθαρογράψει τα πάντα και όπως μου είπε είχε τη διαρκή αγωνία τού τι θα γίνουν. Δεν μπορούσα να του δώσω μια απάντηση ξεκάθαρη… Κι επειδή νωρίς στη νιότη μου έκαψα κάποτε μια στοίβα χειρόγραφά μου, είπα αμήχανα «υπάρχει και η πυρά»!
 
– Όσο μεγαλώνουμε, ξεθωριάζει σιγά-σιγά η ταπετσαρία με τις άμυνες κύριε Ιωαννίδη; Μένει η μνήμη αυτού που πιστέψαμε μέσα από τις δυνατότητες μας. Κάνοντας έναν απολογισμό βρίσκω τη ζωή να ήταν λίγο άδικη για πολλούς. Δεν είμαι εχθρικός. Στο λεξιλόγιο μου δεν υπήρξε η λέξη φθόνος, μίσος, ζήλια… Δεν είναι δικές μου λέξεις αυτές, δεν μου είναι οικείες. Όπως ούτε το ρήμα φταίω ή φταίει… Δεν φερόμαστε ίσως πάντα καλά. Δεν είμαστε βέβαια μισάνθρωποι. Εξ ου και είμαστε όλοι κάπου ευσυγκίνητοι.
 
– Κλαίτε συχνά; Όχι δεν κλαίω. Αλλά συγκινούμαι με μικρά, καθημερινά πράγματα. Απ’ αυτά που είναι γεμάτη η ζωή του καθενός μας. 
– Με τι συγκινηθήκατε τελευταία; Με ένα ζευγάρι υπερηλίκων που είδα στον δρόμο να περπατά, σχεδόν σταματημένο, κρατώντας χέρι-χέρι. 
– Για ποιο απ’ όλα καταφέρατε να είστε περισσότερο περήφανος; Για το ότι με τη γυναίκα μου φέραμε παιδιά και τα μεγαλώσαμε. Θεωρούσα ότι θα έμοιαζαν κάπου στους γονείς τους. Ως συμπεριφορά. Ως στάση στη ζωή.

* Η βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο ποιητική συλλογή του κυρίου Ιωαννίδη «Άπατρις Ύπνος» κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Ροδακιό.

 
Φιλgood, τεύχος 252.