Mέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα ρούχα τα κυανά.
Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Γύρω στο 1885, ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο πεζό με τίτλο Ενδύματα εκφράζει την πρόθεση και συνάμα την επιθυμία οριστικής ταξινόμησης των ενδυμάτων του σε χώρο φύλαξης. Μοναδικό κριτήριο στη διεκπεραίωση του εγχειρήματος του αποτελεί η χρωματική κατηγορία στην οποία αυτά ανήκουν. Ένας ενδοιασμός είναι εντούτοις προφανής αναφορικά με την επιλογή χώρου φύλαξης τους. Ο ποιητής ταλαντεύεται ανάμεσα σε ένα κιβώτιο αδιευκρίνιστου χαρακτήρα και σε ένα έπιπλο αξίας αφού καθορίζει το υλικό κατασκευής του.
Η χρήση ενός επίπλου εύλογα θα όριζε τη χειρονομία του ως μια εκ των πολλών της καθημερινότητας και σίγουρα θα άφηνε την εκφορά της πρόθεσης του μεταφυσικά ασθενέστερη. Η επιλογή ενός κιβωτίου αντί ενός πολύτιμου επίπλου θα μπορούσε να εμβαπτίσει την πρόθεση του με ένα συμβολισμό αναμφίβολα ισχυρότερο. Παρόλα αυτά, ο ποιητής μοιάζει να αρέσκεται στην ιδέα μιας πιθανής και αναπάντητης επιλογής.
Η χειρονομία του ποιητή συντελείται με κίνητρα καθαρά μεταφυσικά. Ο ίδιος σημαίνεται ως κοινωνός μιας επικείμενης αποτελμάτωσης. Η ανάγκη τελειωτικής αλλά επιμελούς φύλαξης των ενδυμάτων καταδεικνύει για ακόμα μια φορά την ατέρμονη διάθεση ευταξίας που τον διέκρινε. Αυτή τη διάθεση του ποιητή σχολιάζει εξάλλου με τρόπο χαρακτηριστικό και ο Κύπριος Δημήτριος Ν. Μαραγκός σε σχετικό δημοσίευμα το οποίο βλέπει το φως το 1928 στην εφημερίδα Αλήθεια της Λεμεσού.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, ο Γάλλος ποιητής Yves Bonnefoy επαναφέρει στη συλλογή του Η παρουσία και η εικόνα το θέμα της ίδιας συνθήκης. « Η ποίηση, στην αιχμή της ανησυχίας της, δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια πράξη γνώσης» λέει. Μιλά για μια «συνείδηση εγκλεισμού μέσα στο σημείο», ικανή να οδηγήσει το δημιουργό σε καθαρή και πλήρη συνάντηση με τον επισκέπτη, δηλαδή τον αναγνώστη του.
Το κουτί θα μπορούσε να είναι για τον Καβάφη το σημείο, ο χρόνος κι ο τόπος όχι σίγουρα μιας δεδομένης περατότητας, όπως εύλογα ο αναγνώστης υποπτεύεται, αλλά ο χρόνος και ο τόπος αναγωγής της γνώσης του σε κοινή βεβαιότητα.
Η χειρονομία του ποιητή προμηνύει ανάλογες μεταγενέστερες εκφραστικές προσεγγίσεις ή πρακτικές από μέρους άλλων καλλιτεχνών. Συγγενική ιδεολογική προσέγγιση παρατηρούμε κατά το ίδιο έτος στο έργο του Claude Debussy.
Ο Γάλλος συνθέτης προτείνει το «Κουτί με τα παιχνίδια». Συρρικνώνει και εσωκλείει το συναίσθημα του – με όρους φυσικά της μουσικής – σε οριοθετημένο συνθετικό πλαίσιο προκειμένου να προβεί σε αιφνίδιο απεγκλωβισμό και σε πομπώδες άπλωμα του στη συνέχεια.
Με το σκεπτικό του χωρικού αποκλεισμού του συναισθήματος βλέπει το φως την ίδια εποχή, το 1910 δηλαδή και η συλλογή του Ρώσου ακμεϊστή ποιητή Ινοκέντι Ανένσκι με τίτλο «Η κασεττίνα από κυπαρισσόξυλο».
Πολλά τα δημιουργικά εγχειρήματα τα οποία εκδηλώνονται κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, υποστηρικτικά μιας θέσης που θέλει το χρώμα δέσμιο ενός πλαισίου ή περιεχόμενο ενός σκεύους. Κατά γενική ομολογία η οριοθέτηση μιας χρωματικής επιφάνειας ή η διοχέτευση μιας χρωματικής ουσίας σε σκεύος δεσμεύει αφενός το άπλωμά τους και αφετέρου επικυρώνει και ανατάσσει την πυκνότητα και τη δυναμική τους.
Ο νεοπλαστικιστής ζωγράφος Piet Mondrian, μόλις το 1921, παγιδεύει σε μία σειρά από συνθέσεις με αυστηρό δομικό χαρακτήρα τα τρία βασικά χρώματα. Στη Σύνθεση με κόκκινο, κίτρινο και μπλε ο καλλιτέχνης πραγματεύεται τη δυναμική του κάθε χρώματος όπως αυτή διοχετεύεται μέσα στη στενότητα της επιφάνειας που καταλαμβάνει αλλά και τον βαθμό εγκλεισμού που υπόκειται από οριζόντιες και κάθετες μαύρες ζώνες.
Η πρότασή του συγκλίνει με την αντίστοιχη του Καβάφη καθότι αμφότεροι εστιάζουν στη διαχείριση των τριών βασικών χρωμάτων και τη δυνατότητα ανάδειξη τους σε εσώτερη αξία.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αμερικανός καλλιτέχνης Joseph Cornell προτείνει αυτό που ο Καβάφης επιχειρεί με γραπτό λόγο. Την εναπόθεση χρωμάτων σε κουτί. Ο Cornell στα γνωστά Φαρμακεία, μία σειρά έργων που εγκαινιάζει το 1942, συγκεντρώνει σε ξύλινα δοχεία εμφιαλωμένα χρώματα σε μορφή σκόνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μικρό κουτί με χρώματα συναντά κανείς και στην βυζαντινή αγιογραφία. Ο άγιος Παντελεήμων φέρεται να κρατά στο ένα χέρι μικρό ξύλινο δοχείο γεμάτο θεραπευτικές ουσίες ποικίλων χρωμάτων, ενώ ένα παρόμοιο κουτί μπορεί κανείς να διακρίνει χαμηλά στα πόδια του ευαγγελιστή Λουκά, κατεξοχήν αγιογράφου εκ των αποστόλων.
Αμέτρητες οι περιπτώσεις εγκιβωτισμού χρωμάτων στη σφαίρα των τεχνών, από την εποχή του μοντερνισμού μέχρι και τις μέρες μας. Ο πιο πάνω σχολιασμός αρκέστηκε σε εγχειρήματα με σημασιολογικό και συμβολικό εύρος ανάλογο αυτού της περίπτωσης του Καβάφη.
Κλείνω εντούτοις με στίχους του Μιχάλη Πασιαρδή από την ενότητα «Κοιτ-άσματα» ενδεικτικούς του ενδιαφέροντος του για την πρακτική της ζωγραφικής, αλλά και τη δυνατότητα που αυτή εγγυάται ως μέσο μεταφυσικής απάλυνσης ή αποκατάστασης.
Όταν πέθανε ανοίξανε τη διαθήκη του και
βρήκαν τη ζωγραφιά κάποιου πουλιού
έτσι ονειρεύτηκε να ζήσει, και δεν έζησε.
Ο ποιητής, με χειρονομία διττής εμβέλειας επιχειρεί από τη μια τον εγκιβωτισμό ενός έργου τέχνης ως μεμονωμένου συντελεστή μιας μεταθανάτιας γραπτής κληροδότησης – όπως η περίπτωση σύστασης διαθήκης – και από την άλλη ανάγει το πουλί σε σχεδιαστικό έγγραφο και αντικείμενο ακατάλυτης και ανεκπλήρωτης επιθυμίας παράλληλα.
Η ζωγραφική αποτελεί το μέσο εξαγγελίας μιας καταληκτικής αποσιώπησης όπως είναι ο θάνατος και το παριστάμενο μοτίβο – το πουλί – την αδυνατότητα μετοχής του ίδιου του ποιητή σε μια χωρική διάσταση όπου αντί χαράς, μια διαρκής και αναπόφευκτη ματαίωση κατακρατείται ακατάπαυστα.
Ελεύθερα, 28.12.2025