Η βραβευμένη φωτογράφος, συνάδελφος για πολλά χρόνια στον Φιλελεύθερο, παρουσιάζει στην Isnotgallery στη Λευκωσία την έκθεση «… εν σώματι».

Είναι μια σειρά μαυρόασπρων φωτογραφιών που αποτελούν το πρώτο μέρος του βιβλίου της «Ψυχο-γραφίες» (εκδ. «Το Ροδακιό») και χρονολογούνται από το 1997 έως το 2023. Η Αντιγόνη Σολομωνίδου Δρουσιώτου διεισδύει με τον φακό της πέρα από το υλικό και αποκαλύπτει το σώμα χωρίς τα βαρίδια των κοινωνικών συμβάσεων και των «πρέπει».

Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σου στη φωτογραφία; Η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία ήταν στη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων μου, όταν σπούδαζα Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνη στην Ελβετίας. Στην Κύπρο τότε ερχόταν ο παγκοσμίου φήμης φωτογράφος George Rodger, ιδρυτής του φωτογραφικού Πρακτορείου Magnum. Είχε σχέσεις με την Κύπρο γιατί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κάλυπτε για το περιοδικό Life τη Μέση Ανατολή με έδρα το νησί μας. Γνωριστήκαμε μέσω του αδελφού του πατέρα μου Νίκου που ήταν φίλοι. Αυτή η γνωριμία με έμπασε ακόμη πιο βαθιά στη φωτογραφία. Το 1978 έκανα την πρώτη μου έκθεση με τίτλο «Τον Άρτον Ημών τον Επιούσιον» με στίχους του Γιάννη Ρίτσου και Ναζίμ Χικμέτ. Όταν είδε την έκθεση, ο George Rodger με ενθάρρυνε να παρακολουθήσω μια σειρά μαθημάτων Documentary Photography στο Newport της Ουαλίας που οργάνωνε ο David Hurn, επίσης φωτογράφος του Magnum.

Στο ξεκίνημά σου εμφάνιζες τα φιλμ σου σε δικό σου σκοτεινό θάλαμο; Ο πατέρας μου ήταν ορθοπεδικός – χειρουργός και στην κλινική είχε σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο εμφάνιζε τις ακτινογραφίες. Έτσι είχα ήδη στημένο τον χώρο για να εμφανίζω τα φιλμ και να τυπώνω τις φωτογραφίες μου. Εκείνη την εποχή δεν συνειδητοποιούσα πόσο τυχερή ήμουν που μαθήτευσα δίπλα στον παγκοσμίου φήμης φωτογράφο George Rodger. Αυτός μου έμαθε το σκοτεινό θάλαμο. Θυμάμαι που γυρίζαμε την Κύπρο μαζί και βγάζαμε φωτογραφίες. Και όταν έφευγε, του έστελνα όλες μου τις φωτογραφίες και μου έκανε σχόλια.

Πώς έγινε το πέρασμα σου από τη φωτογραφία στη δημοσιογραφία; Γυρίζοντας στην Κύπρο μετά τις σπουδές, ο μόνος χώρος που θα μπορούσα να δουλέψω τότε ήταν εφημερίδες και περιοδικά. Με προτροπή και βοήθεια του αείμνηστου φίλου Τίτου Κολώτα, άρχισα να συνεργάζομαι με το περιοδικό «Ενημέρωση», όπου αρχισυντάκτης ήταν ο Παναγιώτης Παπαδημήτρης. Μετά άρχισα να γράφω για πολιτιστικά, να παίρνω κάποιες συνεντεύξεις και στη συνέχεια με κέρδισε η δημοσιογραφία. Η φωτογραφία με τα χρόνια έγινε πάρεργο, όταν συνέχισα να δουλεύω ως δημοσιογράφος στο συγκρότημα του Φιλελεύθερου.

Στην έκδοση «Ψυχο-γραφίες», που κυκλοφορεί παράλληλα με την έκθεση σου «… εν σώματι» στην Is Not Gallery, περιλαμβάνονται φωτογραφίες από το 1997. Τι είναι αυτό που ήθελες να δώσεις μέσα από αυτή τη σειρά; Όπως γράφω και στην εισαγωγή του βιβλίου, ήθελα να σκιαγραφήσω το φως που έχουμε μέσα μας. Όλα ξεκίνησαν με τη σειρά «Εκ φωτός» το 1988. Οι πρώτες φωτογραφίες έγιναν στο εγκαταλελειμμένο οίκημα της σχολής Τέρα Σάντα, το νηπιαγωγείο όπου πήγα μικρή. Σημάδια παιδικής μνήμης. Μεταμορφώσεις στο άυλο πεδίο του φωτός. Επόμενος σταθμός ήταν το Μεσαιωνικό Μουσείο Κύπρου, αψεγάδιαστη αποκάλυψη. Και έπειτα η θάλασσα, με το ναυάγιο στο Ακρωτήρι. Η ενέργεια που διαθλάται μέσα από το σώμα. Μέσα από την κίνηση και εξαΰλωση του κορμιού, έδειχνα το φως. Και πάντρεψα αυτές τις φωτογραφίες με τους στίχους του Σολομώντα «Άσμα Ασμάτων», σε απόδοση Λευτέρη Παπαδόπουλου. Άκουγα και τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζιδάκι εκείνη την περίοδο. Ήταν ένα πάντρεμα ποίησης και φωτογραφίας. Την ενότητα των φωτογραφιών «Εκ φωτός» παρουσίασα το 1996, τη μεγάλη Δευτέρα, στο θέατρο του Αγίου Αθανασίου, μαζί με μουσική και απαγγελία. Έπειτα προχώρησα στην ενότητα «… εν σώματι» που αποτελεί το δεύτερο μέρος του βιβλίου «Ψυχο-γραφίες». Αποτελείται από φωτογραφίες τεσσάρων γυμνών προσώπων, δυο γυναικών και δυο ανδρών. Τα μοντέλα μου ήταν πρόσωπα οικεία, διαφόρων ηλικιών, που λειτούργησαν ανεπιτήδευτα και απελευθερωμένα. Ήθελα να δείξω το σώμα όπως γεννιόμαστε, χωρίς τα βαρίδια των κοινωνικών συμβάσεων και των «πρέπει», αλλά και ως ναό της ψυχής. «Το φως διεισδύει απρόσκλητο/ Διαγράφει ανορθόγραφα το σώμα/ Χωρίς φτιασίδια/ Χωρίς μανδύες ζωής/ Γυρεύει την ψυχή/ Το αιώνιο εκείνο κομμάτι της θέωσης!», γράφω στην εισαγωγή του βιβλίου μου.

Πώς επέλεξες τις τοποθεσίες όπου φωτογράφισες τα πρόσωπα που χρησιμοποίησες; Η ενέργεια που είχε ο κάθε χώρος και το φως είναι πολύ σημαντικά στοιχεία. Για τις φωτογραφίες «… εν σώματι», πήγα για παράδειγμα στο Χαμάμ Ομεριέ της Λευκωσίας, έναν χώρο του 16ου αιώνα με μοναδική ενέργεια.

Ποιο στάδιο της φωτογραφίας απολαμβάνεις περισσότερο; Την στιγμή της δημιουργίας, εκείνο το δευτερόλεπτο που νιώθεις ότι έχεις την επικοινωνία με σένα. Αυτή είναι μοναδική.  Ιδιαίτερα μαγικές ήταν οι ώρες που τύπωνα τις φωτογραφίες στον σκοτεινό θάλαμο, τότε που χρησιμοποιούσαμε το φιλμ.

Κάποιες φωτογραφίες σου ενεργοποίησαν τον ποιητικό οίστρο του συγγραφέα και ποιητή Αντώνη Γεωργίου, ο οποίος έγραψε στίχους που συνοδεύουν τις φωτογραφίες. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας; Με τον Αντώνη μας συνδέει μια φιλία δεκαετιών. Ο Αντώνης είδε τις πρώτες φωτογραφίες που είχα βγάλει το 1997 σε μια συνάντησή μας σ’ ένα καφενείο στη Λεμεσό. Τότε δεν μου είπε πολλά, μάλιστα ένιωσε πως με απογοήτευσε, όπως μου είπε αργότερα. Μετά από λίγες μέρες έγραψε κάποιους στίχους έχοντας στο μυαλό του, όπως λέει, «τη γυμνή ομορφιά αυτών των φωτογραφιών». Έμειναν εκεί αυτά τα γραπτά για χρόνια και λειτουργούσαν νοερά ως δέσμευση. Και κάθε που περνούσαν τα χρόνια τους ξαναθυμόμασταν, μέχρι εκείνη τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα που δώσαμε την υπόσχεση ολοκλήρωσης της έκδοσης με το άμεσο τηλεφώνημα στη Τζούλια στο Ροδακιό και το ξεκίνημα για τη φωτογράφηση του εξωφύλλου, ενώ εκείνοι οι πρώτοι στίχοι συμπληρώθηκαν από τον ίδιο. Αποτέλεσμα τα «Θραύσματα ζωής σε σπαράγματα στίχων –  για θραύσματα σωμάτων» να «ντύνουν» εξαιρετικά τις φωτογραφίες.

Ποιους στίχους ξεχωρίζεις; Οι στίχοι του που ξεχωρίζω είναι οι εξής: «Εν σώματι, λες και εννοείς ψυχή/ εν σώματι λέω και εννοώ σώμα/ εν σώματι λες και εννοείς φως/ κι εγώ ρίχνω το φως κάτω/ να το πατήσουν/ εν σώματι/ βρίσκουμε/ ό,τι ο καθένας ονομάζει».

Ένα άλλο σημαντικό φωτογραφικό σου βιβλίο ήταν το “Lockdown days” στη διάρκεια του κορωνοϊού. Ήταν ο δικός σου τρόπος να ξορκίσεις τον φόβο; Η ανάγκη να καταγράψω τη νέα πραγματικότητα με τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό, τις σκέψεις, τα συναισθήματα με έβγαλε στους δρόμους με μια φωτογραφική μηχανή. Σαν να ήθελα να αντιμετωπίσω το φόβο. Από 27 Μαρτίου μέχρι 4 Μαΐου 2020 περιπλανιόμουν στη Λεμεσό. Αποτέλεσμα, το μαυρόασπρο αυτό φωτογραφικό ντοκουμέντο με οδηγό τη μνήμη του εσωτερικού ταξιδιού τις μέρες καραντίνας. Προσπαθούσα να απαθανατίσω την σιωπή και διερωτόμουν, πώς να πω τόσα πολλά σ’ ένα κλικ; Κι όταν ήρθαν οι ώρες της χαλάρωσης των μέτρων, μίλησα με τις εκδόσεις Ροδακιό στην Αθήνα και το βιβλίο κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο 2020. Οι «Ψυχο-γραφίες» εκδόθηκαν επίσης από το Ροδακιό και η πρώτη έκθεση έγινε στο ωραίο χώρο του βιβλιοπωλείου, τον «Φωταγωγό». Αυτή την περίοδο η έκθεση παρουσιάζεται στην Is Not Gallery στη Λευκωσία μέχρι τις 2 Μαρτίου, κάτω από το τίτλο «… εν σώματι».

Έχεις βιώσει το πέρασμα από το ασπρόμαυρο φιλμ στην ψηφιακή πραγματικότητα και από τον σκοτεινό θάλαμο στον εικονικό χώρο του lightroom. Πώς είδες αυτή τη μετάβαση; Ο σκοτεινός θάλαμος είναι κάτι που μου λείπει. Μετά τη λήψη μιας φωτογραφίας, το δημιουργικό κομμάτι συνεχίζεται στον σκοτεινό θάλαμο, με την εκτύπωση. Όμως είναι πολύ δύσκολο σήμερα να συντηρείς σκοτεινό θάλαμο. Βέβαια, με τη ψηφιακή φωτογραφία βλέπεις την ίδια ώρα τι έχεις φωτογραφήσει, πολύ σημαντικό, δεν περιμένεις να εμφανίσεις το φιλμ στο σκοτεινό θάλαμο όπως παλιά. Αυτή η μετάβαση από τον σκοτεινό θάλαμο στη ψηφιακή φωτογραφία αντανακλάται και στο λεύκωμα «Ψυχο-γραφίες».

Έχεις επιρροές από άλλους φωτογράφους; Είμαι επηρεασμένη πρώτα από τους φωτογράφους του Magnum, τους George Rodger, David Hurn, Henri Cartier Bresson, Joseph Koudelka, Νίκο Οικονομόπουλο, Κωνσταντίνο Μάνο και πληθώρα άλλων.

«ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ»

Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι με δυο γονείς γιατρούς; Μοναδική εμπειρία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λεμεσό. Το σπίτι μας ήταν στον τρίτο όροφο της κλινικής. Η καθημερινότητα μας ήταν στην κλινική. Η μητέρα μου Λίνα Τορναρίτου ήταν αναισθησιολόγος – παιδίατρος και ο πατέρας μου Σόλωνας Σολομωνίδης ορθοπεδικός – χειρουργός. Αλλά και οι δυο παππούδες μου ήταν γιατροί, ο ένας από την πλευρά του πατέρα μου ήταν γυναικολόγος στην Αμμόχωστο και ο πατέρας της μητέρας μου ήταν οφθαλμίατρος στη Λεμεσό. Έζησα την εποχή που η ιατρική ήταν λειτούργημα. Έμαθα το σεβασμό, το νοιάζομαι για τον άλλον. Την εκτίμηση.

Η μητέρα σου Λίνα Σολομωνίδου ήταν και σπουδαία συγγραφέας. Ήταν προοδευτικός άνθρωπος; Ναι, ήταν προοδευτική και δυναμική γυναίκα. Με το ψευδώνυμο Αλίκη Λεμέζη εξέδωσε τις δυο πρώτες νουβέλες της (το 1959 και το 1960 αντίστοιχα). Ακολούθησαν άλλα τέσσερα βιβλία της, η νουβέλα «Ενθάδε κείται» (1964), το μυθιστόρημα «Το Ταξίδι» (1969), το μυθιστορηματικό χρονικό «Βιώματα Κύπρος 1974» (1976) που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο και τα «Αυτοβιογραφικά και άλλα ανέκδοτα κείμενα» (2011) επιμέλεια Λευτέρη Παπαλεοντίου. Όλα σχολιάστηκαν θετικά από την κριτική τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, την έβλεπα στο γραφείο της μπαίνοντας στην κλινική να γράφει στη γραφομηχανή και να εκδίδει βιβλία. Στο σχολείο μας δίδασκαν κάποια κείμενα της μητέρας μου στο μάθημα των νέων ελληνικών.

Ήταν πολιτικοποιημένη η Λίνα Σολομωνίδου; Είχε ξεκάθαρη και έντονη πολιτική άποψη, έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους, όμως δεν ανήκε ποτέ σε κόμμα. Ήταν ελεύθερος άνθρωπος και ψήφιζε πάντα ανάλογα με το τι θεωρούσε σωστό για τον τόπο τη δεδομένη στιγμή. Ήταν ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, ο οποίος δεν επεδίωκε την προβολή.

Πώς θυμάσαι τη Λεμεσό των παιδικών σου χρόνων; Μια πόλη όμορφη, με ποιότητα ζωής όπου οι  άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους, υπήρχε επαφή και αγάπη, όπως άλλωστε σε όλη την Κύπρο. Μια πόλη παραθαλάσσια με ένα μεγάλο λιμάνι που άνοιγε ορίζοντες σε άλλες κουλτούρες και χώρες. Η επαφή με τον έξω κόσμο έκανε τους Λεμεσιανούς πιο ανοικτούς στο καινούργιο, πιο ανεκτικούς στη διαφορετικότητα. Μια πόλη πρωτοπόρα, με ξεχωριστές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Η πόλη του γλεντιού και της διασκέδασης, με το καρναβάλι να είναι μέρος της ζωής του κάθε λεμεσιανού. Η πόλη μεγάλωσε πληθυσμιακά ξαφνικά μετά την τουρκική εισβολή. Έδωσε στέγη σε πολλούς πρόσφυγες κυρίως από την Αμμόχωστο. Τότε ξεκίνησε η εξέλιξη της. Και με τα χρόνια άρχισαν να χάνονται τα σημεία αναφοράς. Επεκτάθηκε.

Πιστεύεις πως η Λεμεσός αναπτύχθηκε με λάθος τρόπο; Πιστεύω πως η ανάπτυξη δεν έγινε με σωστό προγραμματισμό. Ήταν δύσκολα τα χρόνια μετά την εισβολή, οι προτεραιότητες διαφορετικές, αλλά στην πορεία θα μπορούσαμε να προβλέπαμε που μας οδηγούσε η εξέλιξη. Οι πύργοι για παράδειγμα, άλλαξαν εντελώς την εικόνα της. Με λυπεί που η πόλη έχασε τον χαρακτήρα της. Πιστεύω πως οι αναπτύξεις θα πρέπει να γίνονται με τρόπο συνετό ώστε να μην καταστρέφεται το περιβάλλον στο όνομα της σύγχρονης ανάπτυξης.

Τι ρόλο έπαιξε η θάλασσα στη ζωή σου; Έπαιξε και παίζει πολύ σημαντικό. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς το γαλάζιο ή το βαθύ πράσινο της θάλασσας, χωρίς τα μυστικά νοήματα των κυμάτων της και χωρίς την άγουρη αιωνιότητά της. Η θάλασσα με ταξιδεύει. Με ηρεμεί. Με γαληνεύει.

Ελεύθερα 18.2.2024