Μια φορά κι ένα καιρό, ένας επενδυτής γης ονειρεύτηκε να πραγματοποιήσει το όνειρο όσων θέλουν να ζήσουν σαν πρίγκηπες σε ένα κάστρο. Και έπειτα πτώχευσε και ιδού το αποτέλεσμα. Ένα δυστοπικό τοπίο, μνημείο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Δεν είναι σκηνικό για ταινία. Είναι μια πραγματική «ανάπτυξη» που έμεινε στη μέση. Πριν δέκα χρόνια, το 2014, ένας επιχειρηματίας στην Τουρκία, αποφάσισε να φτιάξει μια πόλη με 732 πανομοιότυπα κάστρα, 325 τ.μ. το καθένα, με πυργίσκους, σπειροειδείς σκάλες κι όλα τα συναφή. Το έργο, Burj Al Babas, όπως ονομάστηκε, προχώρησε και τα κάστρα άρχισαν να πωλούνται με τιμές μεταξύ 370.000 δολαρίων και 530.000. Οι αγοραστές ήταν, κυρίως από το Κατάρ, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ένα από τα πλεονεκτήματα για του αγοραστές, ήταν η περιοχή, σε μια πευκόφυτη κοιλάδα με ιαματικές πηγές, στην ιστορική περιοχή Mudurnu.

Ο Όμιλος Sarot, είχε ήδη κατασκευάσει δύο ξενοδοχεία με θερμές πηγές στην περιοχή πριν προχωρήσει στο Burj Al Babas. Η ανάπτυξη ανακοινώθηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα υπερπολυτελή θέρετρα της Τουρκίας, με τζαμιά, σαλόνια ομορφιάς, χαμάμ με ιαματικά νερά της περιοχής και ένα εμπορικό κέντρο με αρχιτεκτονική που θυμίζει το Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Όλα αυτά περιβάλλονταν από 732 σπίτια που μοιάζουν με κάστρα της Disney, κακέκτυπο του ιστορικού αρχέτυπου. Με ξύλινα και μαρμάρινα δάπεδα, τοίχους και οροφές διακοσμημένα με γύψο, εσωτερικές και εξωτερικές πισίνες, σιντριβάνια, μοντέρνους ανελκυστήρες, υπερσύγχρονα συστήματα θέρμανσης και τεχνολογία οικιακού αυτοματισμού.

Η περίεργη αισθητική της ανάπτυξης και η ζημιά στο τοπίο προκάλεσε την αντίδραση οργανωμένων συνόλων, καθώς και των τοπικών αρχών που επικαλέστηκαν την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής. Επιπλέον, κατά την κατασκευή, ο Όμιλος κατηγορήθηκε για παράνομη κοπή δέντρων για να ανοίξει δρόμος προς το θέρετρο. Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν ήταν αρκετές για να αναχαιτίσουν το έργο. Το σημείο καμπής ήταν η οικονομική ύφεση του 2018. Η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε, ο Όμιλος Sarot βρέθηκε επιβαρυμένος με χρέη κηρύσσοντας πτώχευση και εγκαταλείποντας 587 μονάδες που ήταν υπό κατασκευή. Τα επόμενα χρόνια, η εταιρεία εξέφρασε επανειλημμένα την πρόθεση της να συνεχίσει το έργο, ελπίζοντας σε πώληση άλλων 100 κάστρων που θα τη βοηθούσαν στη διευθέτηση των χρεών της, αλλά αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Σήμερα, τα σχεδόν 600 εγκαταλελειμμένα κάστρα δημιουργούν μια σουρεαλιστική σκηνή, σαν να είχε φανταστεί η Disney μια ιστορία πριγκίπισσας σε ένα δυστοπικό μέλλον. Πέρα από την ατμόσφαιρα της πόλης-φάντασμα, τα μίνι-κάστρα προκαλούν προβληματισμούς για την αρχιτεκτονική κιτς, παρωδώντας ένα ιδανικό πολυτέλειας και ρομαντισμού χωρίς ουσιαστικό νόημα. Όπως σημειώνει αρθρογράφος της Archdaily, «τα κάστρα του Burj Al Babas αποτελούν μια παράξενη διασταύρωση στοιχείων μαζικής κουλτούρας και επιθυμία για επιδεικτική μεγαλοπρέπεια. Παράλληλα, η επιτυχία των πωλήσεων σκιαγραφεί ένα καταναλωτικό προφίλ που ευνοεί την εισαγόμενη αισθητική έναντι αυθεντικών εκφράσεων».

Παρά τις όποιες επικρίσεις, το καταναλωτικό κοινό της αισθητικής αυτής υπάρχει. Εξ ου και μια πολυεθνική αμερικανική εταιρεία, η NOVA Group Holdings, φέρεται να προχωρά σε εξαγορά της καστρόπολης, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό αν θα συνεχίσει το έργο ως έχει ή αν θα προβεί σε τροποποιήσεις.

Το πρόβλημα με τις μεγάλες αναπτύξεις που έχουν εγκαταλειφθεί, είτε ημιτελή, είτε μετά από χρήση, δεν περιορίζεται στο συγκεκριμένο έργο. Υπάρχουν πάρα πολλά, κυρίως στην Αφρική. Για αυτό και έχει συσταθεί στη Νιγηρία μία οργάνωση, η Limbo Accra, με στόχο την καταγραφή τους και την προώθηση μετασχηματισμού και επαναχρησιμοποίησης τους. Η Limbo θεωρεί πως πολλά από τα κτίρια αυτά αποτελούν βασικά ορόσημα, μοναδικής αρχιτεκτονικής και άλλα μπορούν να αξιοποιηθούν για να λύσουν στεγαστικές και άλλες ανάγκες.