Πάνε 15 χρόνια από όταν ολοκληρώθηκε ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου. Τέλος καλό όμως. Ένα επιβλητικό κτήριο είναι έτοιμο να δεχτεί τους πρώτους φοιτητές. Αποτελεί αποτέλεσμα της συνεργασίας των αρχιτεκτονικών γραφείων Χ. Η. Χρυσάνθου, Ηρακλή Παπαχρίστου και Αναστάσιου Κωτσιόπουλου.

Οι νέες κτηριακές εγκαταστάσεις της Πολυτεχνικής Σχολής, με  συνολική επιφάνεια 35.000 τ.μ. είναι ένα campus σε μικρογραφία, με την έννοια ότι θα στεγάσει τρία τμήματα: Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, Μηχανικών Μηχανολογίας και Μηχανικών Υπολογιστών, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών πεδίων, όπως η στατική και δυναμική των κατασκευών, η υδραυλική, η ρομποτική, η νανοτεχνολογία, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ευφυή συστήματα, περιβαλλοντική έρευνα κ.ά.

Ως εκ τούτου πρόκειται για τρεις πτέρυγες και μια κεντρική ζώνη με κοινόχρηστες λειτουργίες και τη διοίκηση της Σχολής.

© Άρης Θανάσης

Το σύνολο των χώρων οργανώνεται σε σύστημα πτερύγων, σε πολλές στάθμες στις οποίες εντάσσονται τα περισσότερα ερευνητικά εργαστήρια, οι αυλές μεταξύ των πτερύγων, η πλειονότητα των χώρων των μεταπτυχιακών φοιτητών, διδακτικά εργαστήρια και λοιποί χώροι διδασκαλίας, χώροι υποδοχής και διοίκησης των Τμημάτων και τα γραφεία των διδασκόντων.

© Άρης Θανάσης

Όπως εξηγούν οι αρχιτέκτονες, οι χώροι των πτερύγων συγκροτούν ένα ορθογωνικό σύστημα σε κάναβο 10×10μ., οργανωμένο έτσι ώστε να έχει προσανατολισμό προς νότο και βορρά και ώστε τα κτήρια να είναι προσαρμοσμένα στην υψομετρική διαφορά του οικοπέδου. Το σύστημα του κανάβου σε επανάληψη και οι εσωτερικοί διαχωρισμοί με ελαφρά υλικά διευκολύνουν μακροπρόθεσμες αναπροσαρμογές για τυχόν νέες ανάγκες.

Οι χώροι των γραφείων των διδασκόντων παράγουν τρεις αναγνωρίσιμους όγκους, έναν για κάθε Τμήμα. Οι όγκοι αυτοί απελευθερώνονται γεωμετρικά ώστε να «διεισδύσουν» στην κεντρική ζώνη του συγκροτήματος, διαμορφώνοντας, παράλληλα, και τις εισόδους των τριών Τμημάτων στο επίπεδο της κύριας ημιυπαίθριας κίνησης των πεζών.

© Άρης Θανάσης

Στην κεντρική ζώνη εντάσσεται η ημιυπαίθρια κίνηση των πεζών από το belvedere μέχρι τη μεγάλη ράμπα στο νότιο τμήμα της κεντρικής ζώνης. Το επίπεδο αυτό επικοινωνεί με τα δώματα των πτερύγων, ώστε να είναι βατό στο σύνολο του συγκροτήματος ενώ είναι ευδιάκριτες οι είσοδοι και οι χώροι υποδομής και διοίκησης των Τμημάτων.

© Άρης Θανάσης

Στην ίδια ζώνη σε μια στάθμη χαμηλότερα, εντάσσεται, επίσης, η κύρια στεγασμένη κίνηση των πεζών που συνδέει με κλειστό δημόσιο χώρο όλα τα Τμήματα. Στον ίδιο δημόσιο χώρο στεγάζονται κοινόχρηστες λειτουργίες, αίθουσες σεμιναρίων, κ.λπ. σε εναλλαγή με χώρο πρασίνου.

Στην κεντρική ζώνη στεγάζονται επίσης οι χώροι διοίκησης, οι οποίοι αποτελούν ένα ευδιάκριτο γεωμετρικό μόρφωμα που χαρακτηρίζεται από την ξύλινη επένδυση του. Στην κεντρική ζώνη εντάσσονται βοηθητικοί χώροι καθώς και χώροι στάθμευσης.

© Άρης Θανάσης

Η επένδυση αυτή με περσίδες επιτρέπει τον σκιασμό των διαφόρων περιοχών του κεντρικού δημόσιου χώρου και την απαγωγή του θερμού αέρα. Εκτός από μετατροπέας του κλίματος, ο φλοιός αυτός λειτουργεί και ως ενεργειακός συλλέκτης με φωτοβολταϊκά. Παράλληλα δημιουργεί εναλλαγές φωτός και σκιάς.

Το κεντρικό σύστημα θέρμανσης και ψύξης ελαχιστοποιεί τις ανάγκες σε ενέργεια. Προβλέπεται πλήρης κλιματισμός, με ανανέωση αέρα στους χώρους συγκέντρωσης και κλιματισμός με σύστημα fan coil units στους μικρότερους χώρους. Το σύστημα κλιματισμού συνδέεται με το κεντρικό σύστημα της πανεπιστημιούπολης και χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους εξοικονόμησης ενέργειας, υποβοηθούμενο και από το σύστημα γεωθερμίας που αναπτύσσεται, κυρίως, κάτω από την πλάκα θεμελίωσης.

Πρόθεση των μελετητών, όπως εξηγούν οι ίδιοι, ήταν να αναδείξουν το διπλό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου: την αυστηρότητα στην οργάνωση και ταξινόμηση της γνώσης και την ελευθερία στην ανταλλαγή των ιδεών και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ταυτόχρονα, ήθελαν να προβάλουν και τη σχέση ανάμεσα στα δύο, επιζητώντας τη διεύρυνση του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου, ώστε η εφαρμογή του να παράγει νέες χωρικές προτάσεις σε όλες τις κλίμακες της σύνθεσης και ιδίως στα στοιχεία εκείνα, όπως τα συνδετήρια, που καλούνται από τη φύση τους να ασκήσουν υβριδικό ρόλο.

Να σημειώσουμε πως στους νέους χώρους της Πολυτεχνικής Σχολής θα τοποθετηθεί το έργο του Κύπριου γλύπτη Δημήτρη Κωνσταντίνου (1924-2010) «Geometric Planes», το οποίο αποτελεί δωρεά του εγγονού του.   

Το τελικό κόστος του κτηρίου υπολογίζεται περί τα €67 εκατ. συν ΦΠΑ. Πέραν της Κυπριακής Δημοκρατίας συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ έχει επίσης εξασφαλίσει ένα σημαντικό ποσό από ερευνητικά έργα.

Ελεύθερα 27.7.2025